Θεία Εξομολόγηση καθημερινά 9.00-1.00 πρωί και 5.30-8.00 απόγευμα - Τηλ. 2295032259 & 6978461846
Πριν έρθετε για Θεία Εξομολόγηση επικοινωνήστε με το μοναστήρι.

Νέα βιβλία

Αποσπάσματα από τα βιβλία του Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ:

Ο Κύριος έστειλε άγγελό Του για να τον ξυπνήσει και να τον ταρακουνήσει

 




Ο Κύριος έστειλε άγγελό Του για να τον ξυπνήσει και να τον ταρακουνήσει


Ἀναφέρει ὁ Δημήτριος Παναγόπουλος (+1982) ὁ ἱεροκήρυκας: 

«Μιλοῦσα στό Ἅγ. Ὄρος πού εἶχα πάει προχθές μέ ἕνα μοναχό, ὁ ὁποῖος κατά οἱκονομία Κυρίου, ἦταν γνωστός μέ την οικογένεια Σαμαρᾶ. Μιᾶς οἰκογένειας που δραστηριοποιοῦνταν μέ τό ἐμπόριο στή Θεσ/νίκη καί εἶχαν μεγάλη οἰκονομική ἐπιφάνεια.
Αὐτός ὁ μοναχός βρέθηκε καί φιλοξενήθηκε ἕνα βράδυ στό σπίτι τους καί μέ ἀφορμή αὐτό τό γεγονός, εἶχε μιά συζήτησι μέ τόν οἰκογενειάρχη Σαμαρά, σχετικά μέ τό θέμα τῆς ἐξομολογήσεως.

—Θά τακτοποιηθῆ καί αὐτό, θά τακτοποιηθῆ καί αὐτό, ἦταν ἡ ἀπάντησι τοῦ κ. Σαμαρᾶ.

—Μά ἄμα φύγουμε ἀπόψε κ. Σαμαρά, τί θά γίνη;, τόν ρώτησε ὁ μοναχός. Νά ἐιδοποιήσω νά ἔρθη ὁ ἐξομολόγος ἀπόψε;

—Ὄχι, ὄχι, ἀλλά θά τό τακτοποιήσω τό θέμα αὐτό, θά τό τακτοποιήσω, ἦταν ἡ κλασική απάντησι τοῦ κ. Σαμαρᾶ

Ξημέρωσε, ἔφυγε ὁ μοναχός γιά τό Ὄρος καί τό ἀπογευματάκι γίνεται ἕνας σεισμός, μέ ἀποτέλεσμα νά σκοτωθῆ ἡ γυναῖκα του. Ἐκείνος καί τό παιδί του, ἀπουσίαζαν ἀπ᾽ τό σπίτι.
Ὅμως μπῆκαν μέσα στό μισογκρεμισμένο σπίτι τους, γιά νά πάρουν τήν τσάντα μέ τά λεφτά πού εἶχαν φυλαγμένα ἐκεῖ, ἀλλά καταπλακώθηκαν ἀπ᾽ τά ἐρείπια καί βρῆκαν καί οἱ δυό τους τραγικό θάνατο.

Ἔτσι ξεκληρίστηκε ἡ οικογένεια Σαμαρά, πού τήν παραμονή τοῦ σεισμοῦ, ὁ Κύριος ἔστειλε ἄγγελό Του, γιά νά τόν ξυπνήση καί νά τον ταρακουνήση.

Ἐκείνος ὅμως ἀπεμπόλησε καί τήν τελευταία εὐκαιρία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀναβάλλοντας μία ἐξομολόγησι πού δέν ἔγινε ποτέ...».

(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com)


<>




Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Δέν ὑπάρχουν σήμερα δάκρυα μετανοίας. Καί νά μᾶς χτυπάνε, δέν κλαῖμε ἐμεῖς, μέ τέτοια κακία πού ἔχουμε. Ἄν χάσουμε τό φίλο μας ἤ τή φιλενάδα μας, μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἄν χάσουμε τό δικαστήριο ἤ δέν πετύχαμε τήν ἔξωσι μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἁμαρτίες δικές μας δύσκολα κλαῖμε. Γιατί πρέπει ἡ Χάρις νά μᾶς ἐπισκιάση γιά νά κλάψουμε. Τά δάκρυα τά δικά μας, δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας πού φτάνουν στόν Οὐρανό καί νά ἀντικαταπέμπουν τή Θεία Χάρι.
Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε, ὅτι ὅσοι ἔχουν δάκρυα στήν προσευχή τους, νά προσέχουνε μή τούς γελάσει ὁ σατανᾶς καί πιστέψουν, ὅτι αὐτοί ἔχουνε δάκρυα καί ἄλλοι δέν ἔχουνε καί πέσουνε ἐκ τῶν δεξιῶν καί χάσουνε τά δάκρυα.
Εἶναι μεγάλο πράγμα νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος δάκρυα, ἀλλά νά προέρχονται ἀπ᾽ ταπεινό φρόνημα καί ἀπό ἀναγνώρισι τῆς ἁμαρτωλότητάς του καί ὅτι εἶναι ἔλεος ὅλο αὐτό πού τοῦ κάνει ὁ Θεός.
Κάποτε κάποιος μεγάλος ἐγκληματίας, ἀποφάσισε νά ἐξομολογηθῆ. Καί τί δέν τοῦ εἶπε τοῦ ἐξομολόγου! Φοβερά ἁμαρτήματα!
Στή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, ὁ Πνευματικός προσεύχονταν μέσα του:
—Θεέ μου, ἔλεγε φώτισέ με! Πώς νά τοῦ συμπεριφερθῶ καί τί κανόνα νά τοῦ βάλω;
Ὅταν ὁ ἐγκληματίας τελείωσε τήν ἐξομολόγησι, τοῦ δίνει ὁ Πνευματικός ἕνα μικρό βαρελάκι καί τοῦ λέει:
—Πήγαινε νά γεμίσεις αὐτό τό βαρελάκι μέ νερό καί ὅταν τό γεμίσης καί μοῦ τό φέρεις, τότε οἱ ἁμαρτίες σου θά ἔχουν τακτοποιηθῆ!
—Μέ τόσο λίγο κόπο, θά τά τακτοποιήσω ὅλα αὐτά τά ἁμαρτήματα;
Πανεύκολο τοῦ φάνηκε αὐτό τό ἐπιτίμιο τοῦ ἐγκληματία καί ἔτσι τό πῆρε ἀμέσως καί πῆγε σέ ἕνα κοντινό ποταμάκι νά τό γεμίση. Ὅμως παρότι τό γέμιζε μέ νερό, τό βαρελάκι παραδόξως δέν γέμιζε! Τό ἐξέτασε νά δῆ ἄν εἶναι τρύπιο, ἀλλά τό βαρελάκι ἦταν γερό! Ἦταν ἕνα συνηθισμένο βαρελάκι, σάν ὄλα τά ἄλλα. Προσπάθησε στή συνέχεια νά τό γεμίση, ἀπό βρύσες καί ἄλλες πηγές, ἀλλά τίποτε! Καθημερινῶς φρόντιζε, ὅπου ὑπῆρχε νερό νά τό γεμίση, γιά νά πάρη τήν ἄφεσι τῶν ἀμαρτιῶν, ἀλλά μάταια. Ἔτσι παιδευόταν γιά πολλά χρόνια. Μιά μέρα ἦρθε πραγματικά στόν ἑαυτό του. Προβληματιζόταν γιά ποιό λόγο, νά μήν μπορῆ νά γεμίση τό βαρελάκι. Καί λέει σέ μιά στιγμή:
—Θεέ μου, τόσο ἁμαρτωλός εἶμαι, ὥστε οἱ ἁμαρτίες μου δέν ἀφήνουν νά γεμίση αὐτό τό βαρελάκι;
Λέγοντας τά λόγια αὐτά μέ πόνο, τοῦ ἔφυγε ἕνα δάκρυ ἀπ᾽ τά μάτια. Τό δάκρυ αὐτό, ἔπεσε μέσα στό βαρέλι. Καί τότε τό βαρέλι, θαυματουργικῶς γέμισε! Ἁρπάζει τό βαρελάκι καί τό πάει κατευθείαν στό Γέροντα, γιά νά τοῦ δώση τήν ἄφεσι.
Ἡ μετάνοια πού δέν ἔχει δάκρυα, συντριβή καί λύπη, δέν εἶναι ἀξιοποιημένη ὅσο πρέπει. Ὁ Θεός περίμενε ἀπ᾽ τόν ἐγκληματία, τό δάκρυ τῆς μετανοίας του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δώσει στήν μετάνοιά του ἕνα δάκρυ, εἶναι σάν νά ξαναβαπτίζεται. Καθαρίζεται καί βγαίνει μέ καινούριο ἔνδυμα νά ξαναντιμετωπίση τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ»(https:// Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com). 

<>





Στην όμορφη Νέα Σκήτη, δίπλα στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, επισκεφθήκαμε πριν από μερικά χρόνια στην Καλύβη της Υπαπαντής τον γερο-Συμεών. Με ενενηνταπέντε περίπου χρόνια στην πλάτη του, κατάκοιτος, πρόσμενε από ώρα σε ώρα να τον οδηγήση ο θάνατος στον Θεόν. Στο πλευρό του ο υποτακτικός π. Παντελεήμων, στοργικός υιός και φύλαξ άγγελος.
— Τον πρόλαβες, Γέροντα, τον παπα-Σάββα τον Πνευματικό;
— Ω, τον Πνευματικό! Τον οσιώτατο και άγιο εκείνο Πνευματικό παπα-Σάββα! Την ευχή του νάχουμε. Πώς δεν τον πρόλαβα; Σ’ αυτόν εξωμολογούμην. Δεν έλειπα από την Καλύβη του. Και πάρα πολλές φορές τον εβοηθούσα στις Λειτουργίες ως ψάλτης.
— Για πες μας λοιπόν κάτι γι΄ αυτόν. Έχουμε πολλά ακούσει και σκεπτόμαστε να του γράψουμε τον βίο. Λένε πως ήταν σπουδαίος Πνευματικός.
— Είχε μεγάλη χάρι επάνω του. Ήξερε να σκορπίζη θάρρος σ΄όλους. Ιδιαίτερα εμψύχωνε τους νεαρούς μοναχούς. Μόλις τους αντίκρυζε στο εξομολογητήριο του «καλώς τα αγγελούδια!» τους έλεγε χαμογελαστά. «Καλώς, καλώς ήρθαν τα αγγελούδια μου. Εγώ αυτά τα νεαρά καλογέρια αγγέλους τα θεωρώ, που για την αγάπη του γλυκυτάτου μας Χρίστου άφησαν του κόσμου την ματαιότητα και ήρθαν εδώ στας ερήμους». Σ’ όλους επίσης τους αποθαρρυμένους έδινε κουράγιο. «Να μην απογινώσκης (=να μην απελπίζεσαι) έλεγε και ξανάλεγε κάθε τόσο.
— Λένε, Γέροντα, πως είχε μεγάλη τέχνη στην Εξομολόγησι.
— Μεγάλη τέχνη και μεγάλη αγάπη. Δεν ήθελε να του κρύβουν τα αμαρτήματα. Έβλεπε κανένα νεαρό μοναχό η δόκιμο που ντρεπόταν να τα πή όλα, και τι μηχανευόταν; Τεχνάσματα. Τεχνάσματα της αγάπης. «Λέγε, παιδί μου, χωρίς δισταγμό τις αμαρτίες σου. Εγώ είμαι γεροντάκι. Μπορεί να με πάρη και ο ύπνος. Εσύ να συνεχίσης. Ο Χριστός είναι παρών και τα ακούει όλα. Εξομολογήσου τα όλα άφοβα, να καθαρίσης την ψυχή σου, να την κάνης λευκή σαν το χιόνι». Άρχιζε εκείνος να λέη. Ο Πνευματικός φαινόταν πως νυστάζει. Έγερνε το κεφάλι του και ροχάλιζε. Εκείνος εξαγόρευε τότε τις πιο βαρειές αμαρτίες. Ο Πνευματικός έκανε πως ξυπνούσε. Εκείνος συνέχιζε με ελαφρότερες. «Παιδί μου, σταμάτησε λίγο. Προηγουμένως είπες κάποια αμαρτία. Πως την είπες; Δεν άκουσα καλά. Πες την καθαρώτερα να καθαρίσης την ψυχή σου». Εκείνος έπαιρνε θάρρος και την διευκρίνιζε. Ξαλάφρωνε έτσι η ψυχή του, χαιρόταν ο Θεός και πληγωνόταν ο διάβολος.
— Ω, Γέροντα, σ΄ ευχαριστούμε. Μας έδωσες πολύτιμα στοιχεία. Μένουμε κι΄εμείς έκπληκτοι από την τέχνη του μεγάλου αυτού Πνευματικού. Τέχνασμα που σκέφθηκε! Παρόμοιο στο είδος του δεν έχουμε ξανακούσει.
— Σας είπα. Είχε μεγάλη τέχνη και μεγάλη αγάπη.

https://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=19998

<>








Στην Σκήτη της Αγίας Άννης κάπου ψηλά είχε την Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός κι΄αυτός, αλλά χωρίς την πείρα και την διάκρισι του παπα-Σάββα του Πνευματικού. Στο εξομολογητήριό του κατέφθασε κάποια φορά ενας βαρειά, πολύ βαρειά αμαρτωλός. Άλλος με τόσα μεγάλα κρίματα δεν του ξανάτυχε.
Εκείνος, σωστός κάλαμος συντετριμμένος, άρχισε την εξαγόρευσι. Ο Πνευματικός καθώς τον άκουγε κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχθηκαν τα σωθικά του. «Θεέ μου! Πω, πω,φρικαλεότητες! Τί ακούω! Τί σατανας είναι τούτος»!
Δεν πρόλαβε ο δυστυχής ν’ αποτελειώση και ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή:
— Σταμάτησε, του λέει. Έχω φρίξει. Θα χάσω το μυαλό μου. Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε. Η συγχώρησι σου έλειψε! Φύγε. Δεν μπορώ άλλο να σε ακούω. Φύγε.
Το μόνο που του είχε απομείνει στον κόσμο ήταν το έλεος του Θεού, αφού όμως και η πόρτα αυτή έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε. Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα σκεπτόταν την μόνη λύσι: Να ορμήση δηλαδή να πνιγή. Να θέση τέρμα στις τραγωδίες του.
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στην κατάστασι αυτή τον είδε κάποιος Αγιαννανίτης, που έτυχε να είναι και γνώριμος.
— Ε! τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;
Εκείνος δεν μιλούσε.
—Ε! τί έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
Με τα πολλά κατώρθωσε να μάθη τα καθέκαστα. Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς να τον βοηθήση; Σκέφθηκε πως μία μόνο λύσις απέμενε, να τον οδηγήση πάση θυσία στον παπα-Σάββα τον Πνευματικό. Κουράσθηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε.
Σαν τον αντίκρυσε ο παπα-Σάββας κατάλαβε όλο του το δράμα. Ο αδελφός μου σκέφθηκε βρίσκεται στην άβυσσο. Για να τον ανεβάσω χρειάζεται να κατεβώ κι’ εγώ ως εκεί.
— Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
— Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους υπάρχει σωτηρία. Η ευσπλαγχνία του Θεού είναι πιο πλατειά από τον ουρανό και πιο βαθειά από την άβυσσο.
— Μπά! Για μένα τον αμαρτωλό δεν υπάρχει σωτηρία. Αδύνατον. Δεν υπάρχει για μένα.
— Για σένα; Αστείο. Αφού, να σκεφθής, υπήρξε για μένα σωτηρία.
— Και τί αμαρτίες έκανες εσύ;
— Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες.
— Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί να έχη φταίξει στον Θεόν σαν εμένα τον ταλαίπωρο!
— Και όμως! Νά, κάποτε δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι’ έπεσα στην έξης αμαρτία.
Και ανέφερε εδώ ο παπα-Σάββας κάποια σοβαρή αμαρτία. Ο άλλος τότε σαν να ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.
— Α! Πνευματικέ μου, την αμαρτία αυτή έτσι ακριβώς την έχω κάνει κι’ εγώ.
— Κι’ εσύ; Μην ανησυχής. Ο Θεός θα σε συγχωρήση. Αρκεί που το ωμολόγησες.
Ο παπα-Σάββας προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το τέχνασμα πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των εγκλημάτων του. Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο Πνευματικός ήταν όμοιός του.
— Εγώ, του λέει στο τέλος ο παπα-Σάββας, μετανόησα και έκλαψα πικρά. Έχω δύο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μου έβαλαν κανόνα να γίνω Πνευματικός. Το έκανα κι΄ αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Κι’ εγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ΄ όλη μου την ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πης θα το εφαρμόσω.
— Αφού αποφασίζεις ν’ αλλάξης ζωή, σκύψε να σου διαβάσω την συγχωρητική ευχή, να σου εξαλείψη ο Θεός όλες τις άμαρτίες.
Έπειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στην Αγία Άννα τον γνωστό του:
— Μ’ έσωσες, του λέει. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Να δοξάζης τον Θεόν.
— Καλός Πνευματικός. Καλός. Πονετικός. Μόνο που ο καημένος έκανε στην ζωή του χειρότερα από μένα.
Ο άλλος που μπήκε αμέσως στο νόημα:
— Χειρότερα από σένα; Να γελάσω λίγο! Αυτός, Χριστιανέ μου, ζή από μικρός στο Άγιον Όρος και είναι σωστός άγγελος. Γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη και ιερεύς.
Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν κατάλαβε το τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι έπειτα από το πλήγμα που του έφερε ο προηγούμενος Πνευματικός, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθή από το χείλος της αβύσσου. Και από την στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μία απεριόριστη αγάπη για τον υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή των ψυχών.

https://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=19998

<>











Ἀναφέρει ὁ Μητρ. Διοκλείας Κάλλιστος Ware: «Θυμᾶμαι μιά περίπτωσι. Στή ρωσική Μονή τοῦ Λονδίνου, τήν ὁποία ἐπισκεπτόμουν συχνά ὡς λαϊκός, ὑπῆρχε ἕνας σεβαστός ἱερέας, ὁ π. Ἰωάννης... Ἦταν πάντοτε ἐξαιρετικά λακωνικός. Ὁ ἴδιος ἀρκοῦνταν νά προσφέρη μονάχα λίγες λέξεις συμβουλευτικές. Κάποια μέρα, μία γυναῖκα πού ἐρχόταν συχνά γιά ἐξομολόγησι τοῦ διηγήθηκε μέ λεπτομέρειες γιά ἕνα καβγά πού εἶχε μέ τόν ἄνδρα της.
—Μοῦ εἶπε αὐτό καί ἐγώ τοῦ εἶπα ἐκεῖνο, καί τοῦ εἶπα ὅτι ἔκανε λάθος καί αὐτό καί ἐκεῖνο...
Μόλις τελεώσε, ὁ π. Ἰωάννης τήν κοίταξε καί τῆς εἶπε:
—Καί ὅλα αὐτά σέ βοήθησαν;
Στή συνέχεια τῆς ἔδωσε ἄφεσι ἁμαρτιῶν.
Οἱ πέντε αὐτές λέξεις τῆς ἄλλαξαν τή ζωή. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο ἀνώφελο ἦταν νά μαλώνουν ὄλη τήν ὥρα, προσπαθώντας πάντοτε νά μήν ἀφήση τίποτε ἀναπάντητο, θέλοντας πάντα νά ἔχη τόν τελευταῖο λόγο. Καί ξαφνικά σκέφτηκε: 
—Δέν χρειάζεται νά εἶναι ἔτσι.
Σταμάτησε νά συμπεριφέρεται ἔτσι καί ἄλλαξε. Ἦταν ἐκείνη ἡ ἁπλή κουβέντα τοῦ ἱερέα, μέ τή μορφή τῆς ἐρωτήσεως, πού τήν ὁδήγησε στήν ἀλλαγή»(ΕΙ, 64).



<>




«Ἕνας ἱερέας πῆγε στό super market.
Ὅταν ἅπλωσε τά ψώνια στό ταμεῖο, ἄκουσε πίσω του ἕνα λόγο μέ τό ἐξῆς περιεχόμενο:
—Ὤ, κοίτα, ὁ παπᾶς ἔχει κερδίσει τόσα πολλά γιά τόν ἑαυτό του... Διδάσκει τόν κόσμο γιά τή φτώχεια, ἀλλά ἔχει κερδίσει γιά τόν ἑαυτό του. Γιά νά ὑπερφάει! Τί κοιλιά ἔχει...
Ἦταν ἡ φωνή μιᾶς 50χρονης γυναίκας πού δέν ἠρέμησε καί ἀποφάσισε νά περάση στήν ἐπίθεσι:
—Λοιπόν, πῆρες λίγα γιά τόν ἑαυτό σου;, ρώτησε σαρκαστικά ἡ γυναἶκα.
—Λοιπόν, τά πῆρα, ἀπάντησε ὁ ἱερέας.
—Μᾶλλον γιά ἕνα μῆνα;
—Ὄχι, ἀγαπητή γυναῖκα, νομίζω ὅτι μπορῶ νά τό φάω σέ δύο μέρες.
—Ναί, εἶναι ξεκάθαρο ἀπ᾽ τήν κοιλιά σου ὅτι σίγουρα μπορεῖς νά τό διαχειριστῆς!
—Σωστά προσέξατε, ἡ κοιλιά μου εἶναι ἡ καταδίκη μου. Δέν μπορῶ παρά νά σκεφτῶ τό φαγητό.
—Καί βάζω καί τυρί καί ζαμπόν στό καρότσι μου, λίγο πιό γρήγορα!
—Λοιπόν, καλά, ὑπάρχει μιά τέτοια ἁμαρτία.
—Σωστά αὐτά πού λένε γιά σένα... καί κυκλοφορεῖς καί μέ Mercedes!
—Ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα μέ αὐτό... ἔχω ἤδη ἕνα Mercedes, ἀλλά θέλω κάτι πιο σοβαρό. Ὀνειρεύομαι μιά Cadillac, ἀλλά ὅλα πᾶνε πρός τό φαγητό, γιατί πρέπει νά ταΐσω τήν κοιλιά μου...
—Οὔου, οὔα! Ἐντάξει, τουλάχιστον τό παραδέχεσαι! Ὀνειρεύεται τό Koniak! Eἶναι δυνατόν νά μήν μπορῆτε νά ζήσετε χωρίς νά πιῆτε;
—Λοιπόν, τί θά μπορούσαμε νά κάνουμε χωρίς αὐτό; Τώρα θά βγάλω τό ράσο μου καί θά τρέξω στόν πάγκο γιά μπύρα γιά νά μήν μέ δῆ κανείς.
—Ναί... οὔτε ντροπή, οὔτε συνείδησι! Αὐτό ἀκριβῶς λένε γιά σένα!
—Ἀκριβώς, ἀλλά όχι ἀκριβῶς. Ἄν ἤξεραν καλύτερα, θά ἔλεγαν ἀκόμα χειρότερα.
—Χά! Καί γενικά, μετά ἀπό αὐτό, γιατί νά ὀνομάσω τίς ἁμαρτίες μου μπροστά σέ ἀνθρώπους σάν ἐσένα;
—Ὄχι, δέν πρέπει, μήν ἀνησυχεῖς, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ ἱερέας, βάζοντας τά πράγματα σέ σακούλες.
Καί τότε ἡ γυναῖκα σώπασε. Ἄν καί τό πρόσωπό της δέν ἄλλαξε, ἦταν ξεκάθαρο ὅτι εἶχε μιλήσει πλήρως καί εἶχε λάβει κάποια ἱκανοποίησι. Ξαφνικά ἐπικράτησε μιά ἠρεμία. Καί τότε ὁ ἱερέας πῆγε στήν ἐπίθεσι.
—Ἐσύ, σάν μητέρα, νιώθεις καλύτερα;
Ὅμως ἡ γυναίκα δέν ἀπάντησε. Στήν πραγματικότητα ἔνιωθε καλύτερα σέ κάποιο βαθμό, ἀλλά φοβόταν νά τό παραδεχτῆ δυνατά. Ὅπως εἴπε ἀργότερα αὐτή ἡ γυναῖκα, ἐκεῖνη τή στιγμή, πρός ἔκπληξί της, ἀνακάλυψε ἕνα ἄγνωστο μέχρι τώρα πράγμα: ἀποδεικνύεται ὅτι ἀκόμη καί ἀπό ἔναν ἱερέα πού τρώει ὑπερβολικά καί ὁδηγεῖ μιά Mercedes, μπορεῖς νά πάρης παρηγοριά!
Ὅμως, ἡ ἀνακούφισι δέν κράτησε πολύ. Ὅταν αὐτή ἡ ὡραία γυναῖκα ἔφυγε ἀπ᾽ τό κατάστημα, εἶδε μέ ἔκπληξι ὅτι ὁ ἱερέας περπατοῦσε πρός τό VAZ 2104 Mercedes του μέ ἄδεια χέρια.
Στήν ἀρχή δέν κατάλαβε ποιό ἦταν τό κόλπο, γιατί ὁ ἱερέας ἔφευγε ἀπ᾽ τό super market μέ τέσσερεις σακούλες. Ὅμως, κοιτάζοντας πίσω, εἶδε τέσσερεις ἄστεγους νά ἐξετάζουν χαρούμενα τό περιεχόμενο τῶν πακέτων πού εἶχαν στά χέρια τους...
Ἐδῶ, ἡ “παρηγοριά” τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀλήθειας τῆς 50χρονης καταπατήθηκε ἀπό ἕνα ἀκατανόητο καί σχεδόν ξεχασμένο συναίσθημα πού ξέσπασε ἀπό κάπου στό ὑπόγειο τῆς ψυχῆς της.
Ἡ γυναῖκα πάγωσε, κοιτάζοντας τά χαρούμενα πρόσωπα τῶν ἀστέγων. Μέσα της συναντήθηκαν ταυτόχρονα ἀντικρουόμενα συναισθήματα ἐνοχῆς, παρεξηγήσεως, χαρᾶς καί αὐτομαρτυρίας, πού μαζί ἔγιναν ὁ πρόδρομος τῆς μετανοίας τοῦ ἀναζητητῆ τῆς ἀληθείας.
Καί ἐκεῖνη τή στιγμή, ἡ γυναῖκα ἔκανε μιά ἄλλη ἀνακάλυψι γιά τόν ἑαυτό της: Ἡ ἀληθινή παρηγοριά, σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἱκανοποίησι μέ τήν κατάκρισι τῶν ἄλλων, γεννᾶ δάκρυα μετανοίας καί ἀγγίζει τήν καρδιά.
... Πέρασαν ἤδη 7 χρόνια.
Καί τώρα ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας, ὁ π. Βίκτωρ, καί ἡ  Βαλεντίνα Τιμοφέβνα, θυμοῦνται μέ χαμόγελο τήν ἱστορία τῆς γνωριμίας τους στό super market.
Ἄνθρωποι, νά εἶστε ἐλεήμοντες»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/10/blog-post_99.html).

<>

No comments:

Post a Comment

Total Pageviews

Welcome...! - https://orthodoxsmile.blogspot.com