Η μετά θάνατον εμφάνιση του Αγίου Νεκταρίου στον χωροφύλακα
Όταν ακόμη ζούσε ο Άγιος έλεγε εις ένα χωροφύλακα άπιστον, να πιστέψει. Ότι υπάρχει δηλαδή Θεός, να μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να εκκλησιάζεται, να κοινωνεί. Ο χωροφύλαξ όμως δεν επίστευε σε τίποτα. Πάντως ήλθεν εποχήν που ο χωροφύλαξ μετετέθη επί 12 χρόνια, από την Αίγιναν εις την Μακεδονίαν.
Μετά όμως ξαναγύρισε εις την Αίγιναν, εις την παραλίαν της Αιγίνης, συνήντησε τον Άγιον Νεκτάριον, ο οποίος του επανέλαβε τα ίδια περί πίστεως λόγια. Εις την συνέχειαν ο χωροφύλαξ επήγε εις το καφενείον και ευρήκε τους παλαιούς του φίλους και συν τοις άλλοις τους είπε:
"Εντύπωση μεγάλη μου κάνει πως αυτός ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος (της Μονής του Αγίου) ζει ακόμη".
"Ποιος Ηγούμενος;" τον ρωτούν.
"Ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος".
"Μα ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος, έχει πεθάνει τρία χρόνια τώρα".
"Πώς είπατε, έχει πεθάνει τρία χρόνια; Μα εγώ τώρα τον συνάντησα στο δρόμο και τα είπαμε!".
Ιερά συγκινήσις κατέλαβε πάντας, ως και τον χωροφύλακα όταν διαπίστωσε ότι ο Άγιος παρουσιάσθηκε για να τον συνετίσει και τρέμοντας επήγε εις το Μοναστήρι και προσεκύνησε μετανοημένος, τον Χριστόν και τον Άγιον Νεκτάριον.
<>
Ο Άγιος Νεκτάριος το 1920 προσεβλήθη από προστάτη.Τότε προαισθάνθηκε τον θάνατο του.Καθώς προσευχόταν είπε στη Μοναχή Νεκταρία:
-Ας ευλογήσω για τελευταία φορά το Μοναστηράκι μου και τους Χριστιανούς της νήσου,διότι σε λίγο θα απέλθω.
– Που θα πας; τον ρώτησε η Μοναχή.
-Εις τους Ουρανούς,της απάντησε.
– Και τι θα γίνουμε εμείς,χωρίς εσένα;
-Σεις να είστε καλές,τις απαντούσε και θα έρθουν πολλοί να σας προστατεύσουν.Θα ρθούνε λαϊκοί και Ιερείς και Αρχιερείς.
Από τότε οι πόνοι έγιναν αφόρητοι.Οι Μοναχές τον μετέφεραν στο Αρεταίειον Νοσοκομείο.
-Καλόγηρος είναι; ρώτησε ο υπάλληλος που του έπαιρνε τα στοιχεία ?
-Όχι, Δεσπότης,του απάντησε η Μοναχή.
-Άφησε τα αστεία,Γερόντισσα.Πες το όνομα του για να συμπληρώσω το δελτίο.
-Δεσπότης παιδί μου.Είναι ο Πενταπόλεως.
-Δεσπότης και δεν έχει χρυσό εγκόλπιο και χρήματα;
Πράγματι δεν είχε χρήματα και τον έβαλαν με τους άπορους,με τους ανιάτους και με τους μελλοθανάτους.
Έζησε εκεί δύο μήνες με φρικτούς πόνους και παρέδωσε το πνεύμα του,προσευχόμενος και γαλήνιος,το βράδυ 8 Νοεμβρίου του 1920 αφού προηγουμένως μετέλαβε των Αχράντων Μυστήριων.
Όταν όμως ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του,στο θάλαμο οι αδελφές τον άλλαξαν προς ενταφιασμό και του φόρεσαν καθαρά ρούχα
.Τη φανέλα του όμως,όταν την έβγαλαν την έριξαν προς στιγμή,στο διπλανό κρεββάτι,που ήταν ένας παράλυτος.
Παραδόξως όμως ο παράλυτος κατάλαβε ότι έγινε καλά.Σηκώθηκε από το κρεββάτι υγιής και περπατούσε και δόξαζε τον Θεό.
Ο θάλαμος του Νοσοκομείου, μέσα στον οποίο εκοιμήθη ο Άγιος,έπειτα από λίγη ώρα μοσχοβόλησε και επί μήνες ευωδίαζε.
Γι αυτό και δεν είχαν βάλει κανένα ασθενή εκεί.Και έκτοτε το δωμάτιο αυτό το χρησιμοποιούσαν ως τόπο προσκυνήματος.
<>
«Μέ τήν προσευχή ἑνός μοναχοῦ ξεπηδᾶνε πηγές μέ νερό. Ἀρκεῖ νά τοῦ πῆς: “θέλουμε νερό”, καί ἔρχεται, προσεύχεται δύο-τρεῖς ὧρες, χτυπάει μέ τό κομποσχοίνι του τό βράχο καί βγαίνει νερό»(ΑΑ, 142).
<>
«Συνέβη πρίν ἀπό 70 χρόνια ἀλλά ἀκομη τό θυμᾶμαι σάν νά ἦταν χθές. Ὡς μηχανοδηγός, ταξίδευα ἕνα βράδυ μέ τό τραῖνο. Βιαζόμασταν, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ὁ καιρός θυελλώδης. Καθώς ἔτρεχα σέ μιά μεγάλη στροφή, ξαφνικά εἶδα κόκκινα φῶτα μπροστά μου. “Φρένο, John, φρένο!”, φώναξα. “Φρένο ἀλλιῶς θά εἶναι πολύ ἀργά!”. Ὁ συνάδελφός μου κατάφερε καί σταμάτησε τό τραῖνο. Δέν ἀπείχαμε οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο καί τά συντρίμμια μέ μιά ἐμπορική ἁμαξοστοιχία πού εἶχε ἐκτροχιαστῆ θά βρισκόντουσαν μπροστά μας. Δέν μπορῶ νά φανταστῶ τί θά εἶχε συμβῆ ἄν δέν εἴχαμε φρενάρει...
Ἤμουν εὐγνώμων πού εἶχα δεῖ ἐγκαίρως τά κόκκινα φῶτα τῆς οὐρᾶς τοῦ τραίνου. Λίγο ἀργότερα, μοῦ τά θύμισαν ξανά. Κάποιος μέ ἐπισκέφθηκε καί μέ ρώτησε: “Ἔχετε σκεφτῆ ποτέ τί θά σᾶς συμβῆ μετά τό θάνατο; Ἔχετε ἀναρωτηθῆ ἄν ὁ Θεός μπορέση νά σᾶς δείξη ἕνα λευκό φανάρι διελεύσεως ἤ ἄν πρέπη νά σᾶς δείξη τό κόκκινο φανάρι;”.
Μοῦ ἦταν ξεκάθαρο ὅτι ὁ Θεός δέν μποροῦσε τότε νά μοῦ δείξη ἕνα λευκό φανάρι διελεύσεως. Κρατοῦσε γιά μένα τό κόκκινο γιά νά μέ ξυπνήση καί νά μέ προειδοποιήση. Συνειδητοποίησα ὅτι ἤμουν ἁμαρτωλός στά μάτια τοῦ Θεοῦ καί διεκδίκησα τή σωτηρία Του γιά τόν ἑαυτό μου προσωπικά. Τώρα ξέρω ὅτι κατέχω τή “λύτρωσι μέσῳ τοῦ αἵματός τοῦ Ἰησοῦ, τή συγχώρεσι τῶν ἁμαρτιῶν μου σύμφωνα μέ τόν πλοῦτο τῆς Χάρις Του”(Ἐφ 1, 7).
Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς βρίσκεται στό δρόμο σ᾽ ἕνα προσωπικό ταξίδι μέσα στή ζωή. Γιά τόν καθένα μας, τό ταξίδι τελειώνει στήν αἰώνιότητα. Ἄν ἔχετε ζωή ἀπ᾽ τό Θεό, ἕνα “λευκό” φῶς λάμπει γιά σᾶς. Διαφορετικά, λάμπει “κόκκινο”. Ἄν λάμπη “κόκκινο”, ὁ Θεός σᾶς προειδοποιεῖ καί πάλι σήμερα. “Πῶς θέλετε ἐκφύγει, ἐάν ἀμελήσετε τόσον μεγάλην σωτηρίαν;”(Ἑβρ 2, 3). Αυτό το "λευκό" φως το λαμβάνουμε με την Θεία Εξομολόγηση.
<>
«Ὁ νεαρός ἐξερευνητής Ρεϊμόντ Μοφραί προσπάθησε νά φύγη ἀπ᾽ τή Γουϊάνα πρός τή Βραζιλία μόνος, περνώντας μέσ᾽ ἀπό μία ἀπ᾽ τίς λιγότερο γνωστές περιοχές τῆς χώρας. Γιά ἕνα διάστημα, τά νέα του ἦταν τακτικά, μέχρι πού ἐξαφανίστηκε χωρίς ν᾽ ἀφήση ἴχνη. Ἕξι ἑβδομάδες ἀργότερα, ἕνας ντόπιος βρῆκε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ρεϊμόν, τό ὁποῖο εἶχε ἀφήσει σ᾽ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο οἰκισμό. Πεπεισμένος ὅτι ὁ γυιός του δέν εἶχε πεθάνει, ὁ πατέρας του ἀποφάσισε νά τόν ἀναζητήση. Γιά δώδεκα χρόνια, κάλυψε συνολικά 12.000 χιλιόμετρα σέ 22 ἀποστολές ἀναζητήσεως παρά τίς κακουχίες καί τούς κινδύνους. Ἔψαχνε γιά τό γυιό του μέ ἀταλάντευτη ἐπιμονή, στά βάθη τῶν ἀρχέγονων δασῶν καί στά ὕψη τῶν βουνῶν. Χάραξε τό ὄνομά του σέ κορμούς δέντρων καί ἄφηνε μηνύματα σέ μπουκάλια. Ὁρμώμενος ἀπ᾽ τήν ἐπιθυμία νά βρῆ τό γυιό του, ἀγνόησε τήν πείνα καί τή δίψα καί τή συνεχή ἀπειλή τῆς ζωῆς του ἀπ᾽ τίς φυλές τῶν ἰθαγενῶν, τά ἁρπακτικά ζῶα καί τά φίδια. Τελικά, ἐγκατέλειψε τήν ἔρευνα. Τελείως συντεντριμμένος καί γερασμένος ἀπ᾽ τά χρόνια, ἐπέστρεψε. “Ἀφῆστε με ἥσυχο”, εἶπε σέ ὅλους αὐτούς πού ἐπαινοῦσαν τό θάρρος του. “Εἶμαι μόνο ἕνας φτωχός ἄνθρωπος πού ἔχασε τό γυιό του”.
Ἕνα ἐντυπωσιακό γεγονός! Δέν μᾶς θυμίζει Αὐτόν πού ἦρθε ν᾽ ἀναζητήση καί νά σώση τούς χαμένους: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἄφησε κάποτε τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ἦρθε σ᾽ αὐτή τή Γῆ. Ἀποδέχτηκε τά πάντα προκειμένου νά φέρη αἰώνια σωτηρία. Ἀπό αὐτούς πού ἤθελε νά σώση, βίωσε τήν πιό πικρή ἀντίστασι καί μόνο περιφρόνησι. Στό τέλος, πέθανε στό Σταυρό, ἀπό ἀγάπη γιά ἐσᾶς καί γιά μένα! Ὅπως αὐτός ὁ στοργικός πατέρας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός σέ ψάχνει ἀκόμα καί σήμερα. Θά Τόν ἀφήσης νά σέ βρῆ; Ἡ χαρά Του θά εἶναι ἀφάνταστα τεράστια!»(ΗΚ 2025).
<>
«Ἕνα πρωϊνό, πρόσεξα ἕνα ἀνθισμένο κρίνο {Lilium} στόν κῆπο μου. Τί ὄμορφη ἔκπληξι! Οἱ κρίνοι αὐτοί ἀνθίζουν συνήθως τήν περίοδο τῶν βροχῶν κι ὄχι μέσα στή κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ! Νά πού, ὅμως, ἄνθισε καί μεγάλωσε καί “χόρευε” μέ τόν ἀέρα.
Ἄν καί δέν τό εἶχα προσέξει, τό ἄνθος προετοιμαζόταν γιά καιρό ν᾽ ἀνθίση. Τά κύτταρα τοῦ φυτοῦ ὀργανώθηκαν καί σχημάτισαν τό μπουμπούκι, θρεπτικά συστατικά καί νερό τό ἔθρεψαν καί ὁ κρίνος μεγάλωσε καί ἄνθισε. Ὁ Θεός τό εἶχε προετοιμάσει γιά νά ἀνθίση, ὅμως, ἡ προετοιμασία ἦταν ἀόρατη.
Ὅπως οἱ κρίνοι μου, ἔτσι καί ἡ ζωή μᾶς φέρνει ὄμορφες, ἀπρόοπτες ἐκπλήξεις πού ἀνανεώνουν τήν ψυχή μας. Δέν συμβαίνουν τυχαῖα, τίς προετοιμάζει ὁ Κύριος.
Πολλές φορές περιμένουμε τόν Κύριο μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἐκπληρώση τούς πόθους μας καί μπορεῖ νά μήν συνειδητοποιοῦμε τήν προετοιμασία πού πραγματοποιεῖται στή ζωή μας. Ποιός ξέρει τί εἶναι τό καλύτερο γιά μᾶς καλύτερα ἀπ᾽ τόν Κύριο. Μπορεῖ νά νιώθουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἀνιαρή καί στείρα, καθώς ὅμως περιμένουμε τόν Κύριο, μᾶς προετοιμάζει γιά ὅσα θά ἔρθουν καί ξαφνικά θά ἀνθίσουν στή ζωή μας, ὅπως ὁ κρίνος μου»(ΠΕ, 393).
<>
«Ἔξω ἀπό ἕνα χωριό τῶν Τρικάλων, ζοῦσε μία χήρα γυναῖκα, ἡ ὁποία γνώριζε ὅτι καμμία ἀπ᾽ τίς γυναῖκες τῶν γύρω χωριῶν, δέν καταδεχόταν νά φτιάχνη προσφορά γιά τήν Ἐκκλησία. Ἐκείνη, ὅμως, παρά τή φτώχεια της, ἔφτιαχνε 10-12 πρόσφορα κάθε Κυριακή καί τά μοίραζε στούς ναούς τῆς περιοχῆς. Καί κάποια μέρα, τῆς ἐμφανίζεται ἡ Παναγία στόν ὕπνο της καί τῆς βάζει ἕνα χρυσό δαχτυλίδι στό χέρι της, καί τῆς λέει: “Αὐτό τό χέρι, πού κάνει αὐτή τή δουλειά, ἀξίζει αὐτό τό βραβεῖο!”. Ἡ χήρα ὅταν ξύπνησε, εἶδε στό χέρι της, τό χρυσό δαχτυλίδι. Καί τρομαγμένη ὅπως ἦταν, ἔτρεξε στό κοντινό μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γιά νά ἀναγγείλη τό γεγονός αὐτό. Μεγάλη εὐλογία εἶναι ὅσες φτιάχνουν πρόσφορο γιά τήν Ἐκκλησία! Μεγάλο πρᾶγμα!»(ΠΔ, 130).
<>
«Οἱ ἄνθρωποι ἀναρωτιοῦνται καί δέν μποροῦν νά καταλάβουν, πώς στή Θ. Κοινωνία, ὁ ἄρτος γίνεται Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ οἶνος γίνεται Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί σᾶς ρωτῶ: Ἔχετε πάει ποτέ σας στόν ἰατρό; Καί ἄν εἶστε λίγο εὔσωμοι, τί σᾶς εἶπε ὁ ἰατρός νά μειώσετε στήν διατροφή σας, ὥστε νά χάσετε κάποια κιλά; Τό ψωμί! Καλά, τό ψωμί πού τρώω γίνεται σάρκα καί αἷμα μου; Ὥστε ἄν βγάλω τό ψωμί ἀπ᾽ τό συσσίτιό μου θά πέσουν τά κιλά, μου; Ἀσφαλῶς θά πέσουν! Ὥστε ὁ ὀργανισμός μου μπορεῖ νά μεταβάλλη τόν ἄρτο, σέ σάρκα καί αἷμα. Καί ἐντούτοις οἱ ἄνθρωποι, πού ὁ ὀργανισμός τους μυστηριωδῶς μεταβάλλει τόν ἄρτο τοῦ φούρνου τόν ὁποῖο τρώει σέ σάρκα καί γίνονται κιλά καί τόν οἶνο τόν ὁποῖο πίνει τόν κάνει αἷμα, οἱ ἴδιοι νά ἀμφισβητοῦν, ὅτι αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κάνη ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, στό Μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας! Καί ἐφόσον, ταλαίπωρε ἄνθρωπε, δέν μπορεῖς νά ἐξηγήσης πῶς τό ψωμί τό ὁποῖο τρῶς γίνεται σάρκα σου, πῶς ζητᾶς νά ἐξηγήσης καί νά καταλάβης αὐτό τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας;»(ΠΔ, 127).
<>
«Στήν ἐδῶ προσωρινή δοκιμαστική ζωή μας ὁ Χριστός εἶναι συνήγορός μας, στή μέλλουσα θά εἶναι ὁ δικαστής μας, καί ἀλίμονο στόν ἄνθρωπο πού δέν ἀξιοποίησε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διά μέσου τῆς ἐξομολογήσεως»(ΠΔ, 137).
<>
«Ὁ Χριστός δέν ζητᾶ λογαριασμό ἀπ᾽ τόν ἄνθρωπο γιά νά πληρώση τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά ζητᾶ λογαριασμό γιά νά τοῦ τίς χαρίση, καί ὁ ἄνθρωπος δέν πηγαίνει νά ἐξομολογηθῆ, γιατί τόν ξεγελάει ὁ σατανᾶς»(ΠΔ, 142).
<>
Κάποτε μιά συντροφιά ὀρειβατῶν ἔφτασε σ᾽ ἕνα ψηλό μέρος, πού θεωρεῖτο πραγματική ὄασι. Εἶχε πλούσια βλάστησι, μέ πανέμορφα λουλούδια καί ὡραῖο κῆπο. Νά, ὅμως, πού τώρα ὅλα αὐτά εἶχαν ξεραθῆ! Δέν ἦταν ἐκείνη ἡ ὀμορφιά πού εἶχαν στό μυαλό τους. Παραπέρα ὑπῆρχε καί μία βρύση καί ὅταν πῆγαν νά πιοῦν δροσερό νερό ἀπ᾽ αὐτή, διαπίστωσαν ὅτι ἦταν ξερή καί δέν ἔβγαζε νερό. Ἀπόρησαν ὅλοι... “Τί ἔγινε;”, ἀναρωτήθηκαν ὅλοι. Κάποιος ἀπ᾽ τήν παρέα, πού γνώριζε καλά τήν περιοχή, τούς εἶπε πώς θά πήγαινε μόνος του πιό ψηλά, ὅπου ὑπῆρχε μιά μεγάλη λίμνη, ἀπ᾽ τήν ὁποία διοχετεύονταν ἡ βρύση καί ὅλη ἡ περιοχή, γιά νά δῆ πῶς ἔχει τό θέμα. Πηγαίνει, λοιπόν, πάνω καί βλέπει ἄφθονο καί γάργαρο νερό, τό ὁποῖο ὅμως παραδόξως, δέν διοχετευόταν στήν περιοχή πού βρίσκονταν οἱ φίλοι του. Διαπίστωσε, ὅτι στήν ὀπή μέσῳ τῆς ὁποίας διοχετευόταν τό νερό, ὑπῆρχαν φύλλα καί ξύλα, τά ὁποῖα ἔφραζαν τήν ὀπή καί παρεμπόδιζαν τή δίοδο τοῦ νεροῦ. Ἐκεῖ πάνω ὑπῆρχε ὁλόκληρη λίμνη, καί κάτω εἶχαν ξεραθῆ τά πάντα. Τά φύλλα καί τά ξύλα εἶναι οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου πού μπαίνουν καί φράττουν τήν ὀπή, ἀπ᾽ τήν ὁποία “ἀρδεύεται” ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾽ τό Θεό, καί ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νά μαραζώνεται ἡ ὡραιότητα τῆς ψυχῆς του. Μέ τό Ι. Μυστήριο της Θείας Εξομολόγησεως καθαρίζουμε όλα τα φύλλα και ξύλα τῆς ψυχῆς μας.
<>
«Κάποτε σέ μιά μάχη, πιάστηκαν αἰχμάλωτοι κάποιοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ ἐχθροῦ. Καί ἀκριβῶς ἐκείνη τή στιγμή περνοῦσε ἀπό μπροστά τους ὁ βασιλιάς. Οἱ ἀξιωματοῦχοι προκειμένου νά τόν ἐξευμενίσουν, ὑποκλίθηκαν μπροστά του καί τόν χειροκρότησαν. Ἐκεῖνος, ὅμως, γυρίζει καί τούς λέει μέ σοβαρότητα: “Δέν ἐπιθυμῶ κύριοι τίς τιμές καί τά χειροκροτήματά σας. Ἐπιθυμῶ τά σπαθιά σας!”. Ἔτσι λέει καί ὁ Χριστός! “Δέν μέ ἐνδιαφέρουν τά λιβάνια καί οἱ προσφορές σας. Τίς ἁμαρτίες σας θέλω! Ἐγώ δέν σταυρώθηκα γιά λιβάνια καί προσφορές, ἀλλά γιά τίς ἁμαρτίες σας!”. Καταλάβατε; Ὄχι ὅτι δέν δέχεται τά λιβάνια καί τίς προσφορές, ἀλλά πρῶτα θέλει τίς ἁμαρτίες μας. Θέλει τή μετάνοιά μας με τή Θεία Εξομολόγησι»(ΠΔ, 137).
<>
«Ἐμεῖς πολλές φορές πᾶμε καί ἐξομολογούμαστε, τί κάνουν οἱ ἄλλοι. “Ὡραῖα” ἔκανε ἕνας ἱερέας κάποτε, πού κάποια πῆγε νά ἐξομολογηθῆ καί κατηγοροῦσε τόν ἄνδρα της. Ὅταν διάβασε ὁ πάτερ τή συγχωρητική εὐχή, εἶπε: “τοῦ δούλου Σου Γεωργίου” καί ἐκείνη ἀντέδρασε, λέγοντας:
—Ὄχι πάτερ, Κατίνα μέ λένε!
—Μά ἐσύ γιά τό Γεώργιο ἐξομολογήθηκες!, τῆς ἀπάντησε ὁ πάτερ»(ΠΔ, 135).
<>
Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας:
«Μιλοῦσα στήν Ἁγ. Βαρβάρα στήν Ἀθήνα. Ἦταν περίοδος σαρακοστῆς καί πήγαινα τά ἀπογεύματα στούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί μιλοῦσα. Ἕνας ἀπ᾽ τούς ἐπιτρόπους τῆς ἐκκλησίας, πού ἦταν λεπρός, ἀπ᾽ τήν Κέρκυρα, εἶχε 37 χρόνια ἐκεῖ μέσα καί ποτέ δέν ἐξομολογήθηκε καί ποτέ δέν κοινώνησε. Ἔπειτα ἀπ᾽ τίς ὁμιλίες πού ἄκουσε, ἐξομολογήθηκε καί κοινώνησε. Καί ὅταν βρέθηκε τό φάρμακο κατά τῆς λέπρας, ἦταν ὁ πρῶτος πού ἔγινε καλά καί ἔφυγε γιά τήν πατρίδα του, τήν Κέρκυρα. Ἦταν χαρακτηριστικό αὐτό τό γεγονός, ὅτι ὁ Θεός τόν ἐλέησε, ἔπειτα ἀπ᾽ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησί του»(ΠΔ, 19).
<>
Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας:
«Μιά πνευματική γυναῖκα, μοῦ φανέρωσε μιά μέρα τήν ἀποκάλυψί της. Εἶχε πάει Μ. Πέμπτη στήν ἐκκλησία καί τήν ὥρα πού τό πλῆθος τοῦ κόσμου ἑτοιμαζόταν νά κοινωνήση, συλλογίστηκε τό ἑξῆς: “Ἄραγε, ποιοί ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους προετοιμάστηκαν καταλλήλως γιά τό Μυστήριο αὐτό;”. Μάλιστα γιά αὐτούς, πού δέν προετοιμάστηκαν καταλλήλως, προσευχήθηκε λέγοντας: “Θεέ μου, συγχώρεσέ τους!”. Τότε, ὅπως λέει ἡ ἴδια, βλέπει τόν παππᾶ μέ τήν Ἱ. Λαβίδα νά κοινωνῆ τούς πιστούς. Καί συνέβαινε κάτι παράδοξο. Σέ πολλούς τήν ὥρα πού κοινωνοῦσαν, ἕνας ἄγγελος Κυρίου, ἔπαιρνε τή Θ. Μετάληψι ἀπ᾽ τήν Ἱ. Λαβίδα καί τήν ἐπέστρεφε στό Ἱ. Ποτήριο καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί λάμβαναν ἁπλά ἄρτο καί οἶνο καί ὄχι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Παρατήρησε, ὅτι ἀπ᾽ τούς 100 πού πήγαιναν νά κοινωνήσουν, στούς 95 συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Προφανῶς αὐτοί προσέρχονταν στό Μυστήριο ἀπροετοίμαστοι καί οὐσιαστικά δέν κοινωνοῦσαν, ἄν καί στήν πράξι φαίνονταν ὅτι συμμετεῖχαν στό Μυστηρίο αὐτό»(ΠΔ, 20).
<>
«Ὅταν ὁ Θεός βλέπει τόν ἄνθρωπο, ὅτι βλέπει πάνω, τότε βλέπει ὁ Θεός κάτω σ᾽ αὐτόν»(ΠΔ, 66).
<>
«Κατά τό κήρυγμα, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο εἶναι παρόν, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ τή γλῶσσα τοῦ ὁμιλητῆ, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, γιά τό συμφέρον τῶν ἀκροατῶν. Γι᾽ αὐτό πᾶς πολλές φορές σ᾽ ἕνα κήρυγμα καί σοῦ λέει ὁ ἄλλος:
—Αὐτό ἦταν γιά μένα ἀπόψε!
—Μά πῶς ἦταν γιά σένα, ἀφοῦ ὁ ὁμιλητής δέν σέ γνώριζε κἄν.
Πρό ἐτῶν μιλοῦσα στήν πλατεία Κάνιγγος καί ὅταν τελείωσα, κατέβηκα ἀπ᾽ τήν ἕδρα καί μέ πλησίασε ἕνας κύριος καί κουνώντας τό χέρι του ἀπειλητικά, μοῦ εἶπε:
—Θά μποροῦσα νά πῶ, ὅτι εἶστε ὅλοι ρουφιάνοι ἐδῶ μέσα, ἄν μέ γνωρίζατε!
Κατάλαβα τί συνέβη... Καί τοῦ λέω:
—Εὐτυχῶς πού δέν σᾶς γνωρίζουμε καί ἔτσι δέν εἴμαστε ρουφιάνοι.
Αὐτός ἐπί ἔτη, τόν παρακαλοῦσε ἡ γυναῖκα του, νά ἔρθη ἔστω καί σέ μία ὁμιλία μου καί δέν ἐρχόταν. Ἔφερνε τή γυναῖκα του μέ τό αὐτοκίνητο νά ἀκούση τήν ὁμιλία καί ὁ ἴδιος τήν περίμενε ἔξω σέ μία ταβέρνα, ὅπου ἔπινε τίς μπύρες καί ἔτρωγε τά σουβλάκια του. Μετά ἀπό πέντε χρόνια πείστηκε καί ἦρθε στήν ὁμιλία. Εἶπε μέσα του: “Δέν πάω νά δῶ, τί κάνουν καί λένε οἱ βλάκες ἐκεῖ μέσα;”, (θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἔξυπνο διότι ἦταν διευθυντής στήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος). Μπῆκε στήν αἴθουσα πού ἦταν σχεδόν γεμάτη καί ἔμεινε ὄρθιος κάπου στή μέση. Ὅταν ξεκίνησα τήν ὁμιλία μου, ἄρχισα νά μιλῶ γι᾽ αὐτόν, χωρίς κἄν νά τόν ξέρω. Ἀλλά αὐτά πού ἔλεγα, ἦταν γι᾽ αὐτόν! Αὐτός τά ᾽χασε, “αὐτός μέ γνωρίζει”, εἶπε μέσα του καί νόμισε ὅτι ἡ γυναῖκα του μίλησε σέ μένα γι᾽ αὐτόν. Καί πῆγε νά φύγη ἀπ᾽ τήν αἴθουσα. Ἀλλά ποῦ νά πάη; Ὁ κόσμος ἦταν τόσο πολύς πού δέν μποροῦσε νά φύγη, ὡστόσο ζήτησε θέσι νά κάτση, γιά νά μή τόν βλέπω...! Καί μιλοῦσα μία ὥρα καί δέκα λεπτά γι᾽ αὐτόν! Ὅλα αὐτά μοῦ τά διηγήθηκε ὁ ἴδιος ἐκ τῶν ὑστέρων καί ἦταν ἔργο τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Διότι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο οἰκονομεῖ τά πράγματα καί ὄχι ἡ ἁγιοσύνη τοῦ ὁμιλητή»(ΠΔ, 50).
<>
«Ὁ Θεός πολλούς τρόπους ἐπιστρατεύει καί προϋποθέσεις δημιουργεῖ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά διορθωθῆ, νά μετανοήση καί τελικά νά σωθῆ!
Οἱ ἄνθρωποι ἀντί νά ἀντλοῦν δύναμι ἀπ᾽ τό Χριστό, ἀντλοῦν ἀπ᾽ τόν ἑαυτό τους καί ἐξαντλοῦνται»(ΠΔ, 62).
«Βάδιζαν ἕνας ἱερέας καί ἕνας κουρέας. Βρέθηκαν σέ μία συνοικία, στήν ὁποία ὑπῆρχαν σπίτια-τρῶγλες καί ἄνθρωποι, πού ἀγρίευες ὅταν τούς ἔβλεπες. Μπροστά σέ αὐτό τό θέαμα ὁ κουρέας ρωτάει τόν ἱερέα:
—Αὐτός εἶναι ὁ Θεός σας, πού κηρύτετε; Πῶς ἀνέχετε ὁ Θεός σας τά χάλια πού ὑπάρχουν στήν συνοικία αὐτή καί νά βρίσκωνται οἱ ἄνθρωποι, στή δυστυχία αὐτή; Τί Θεός ἀγάπης εἶναι, ὅπως λέτε, ὅτι εἶναι; Τέτοιο Θεό, ἐγώ ποτέ δέν τόν πιστεύω!
Ὁ ἱερέας δέν μίλησε καί ἔτσι προχώρησαν πιό κάτω. Ἐκεῖ συνάντησαν ἕνα ἄνθρωπο ἄπλυτο, ἀτημέλητο, μέ μακρυά γένια καί μαλλιά. Δέν φαίνονταν κἄν τά μάτια του, ἀπ᾽ τήν τρίχα. Ἦταν ἕνας πραγματικός ἀγριάνθρωπος! Μέ ἀφορμή αὐτόν τόν ἄνθρωπο, λέει ὁ ἱερέας στόν κουρέα:
—Δέν σέ βρίσκω ἐντάξει. Ἐσύ πῶς ἀνέχεσαι αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἀκούρευτος καί βρίσκεται σέ αὐτά τά χάλια;
—Γιατί μέ κατηγορεῖς, εἶπε μέ παράπονο ὁ κουρέας. Ἦρθε αὐτός σέ μένα νά τόν κουρέψω καί ἐγώ δέν τόν περιποιήθηκα;, συμπλήρωσε.
Καί τοῦ λέει τότε ὁ ἱερέας:
—Ἐσύ μοῦ κατηγόρησες τό Θεό προηγουμένως γιά τά χάλια τῆς συνοικίας, ὅτι φταίει ὁ Θεός. Νόμιζα καί ἐγώ, ὅτι θά φταῖς καί ἐσύ τώρα βλέποντας αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἀκούρευτο. Ὅμως, ὅπως ὁ ἀκούρευτος δέν ἦρθε σέ σένα, ἔτσι καί οἱ ἄνθρωποι, πού δέν πῆγαν στό Θεό, βρίσκονται σέ ἐκεῖνα τά χάλια. Δέν φταῖς οὔτε ἐσύ, ἀλλά οὔτε καί ὁ Θεός γιά τά χάλια αὐτά...
Ἔσκυψε ὁ κουρέας τό κεφάλι του καί ἔφυγε χωρίς νά πῆ κουβέντα»(ΠΔ, 80).
<>
«Ἔγραψα κάποτε ἕνα βιβλίο: Θανάσιμο Ἁμάρτημα ἡ Ἀποφυγή τῆς Τεκνογονίας. Καί εἶχα πάρει ἀπ᾽ τόν ἰατρικό σύλλογο, ὅλα τά ὀνοματα τῶν μαιευτήρων τῆς Ἑλλάδας (ἦταν γύρω στούς 1000) καί ἔστειλα ἕνα βιβλίο στόν καθένα. Τό βιβλίο αὐτό τό παρέλαβε καί ἕνας μαιευτήρας ἀπ᾽ τήν Ἄρτα. Τό διάβασε ἐκεῖνος καί τήν ἄλλη μέρα πῆγε ἀεροπορικῶς στήν Ἰταλία γιά ἐπαγγελματικό λόγο. Ὅπως καθόταν στό ἀεροπλάνο, ἀποκοιμήθηκε. Καί βλέπει στόν ὕπνο του, πολλά μικρά παιδιά, νά ἔρχωνται μέ λόγχες κατά πάνω του, νά τοῦ βγάλουν τά μάτια! Αὐτός πάλευε στόν ὕπνο του νά τά διώξη καί δέν μποροῦσε νά ξυπνήση. Ἔβλεπαν οἱ ἐπιβάτες στό ἀεροπλάνο, ὅτι αὐτός ὑπέφερε ἀπό κάποιον ἐφιάλτη, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά τόν ξυπνήσουν. Ὅταν ἔφθασαν στή Ρώμη, τότε μόνο ξύπνησε καί ἦρθε στόν ἑαυτό του. Τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι, τό τί εἶδαν καί ἄν εἶναι καλά. “Τίποτε, τίποτε...”, τούς εἶπε. “Εἶμαι καλά, ὅλα καλά!”. Τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του ἦταν νά ἀλλάξη εἰδικότητα καί ἀπό μαιευτήρας, ἔγινε παθολόγος. Τώρα, ἄν ἐξομολογήθηκε γιά τίς ἐκτρώσεις τίς ὁποῖες εἶχε κάνει, δέν τό ξέρω, ἀλλά θά ἦταν καλό γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του»(ΠΔ, 106).
<>
«Κάποιος Προτεστάντης, μελετοῦσε τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν ἑρμήνευε μέ τό δικό του τρόπο, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ Προτεστάντες. Κάποια μέρα, ἔφτασε σ᾽ ἕνα ἐδάφιο καί σκόνταψε. Δέν μποροῦσε νά τό ἑρμηνεύση. Ὅσους Προτεστάντες ρώτησε, κανένας δέν μποροῦσε νά τοῦ ἀπαντήση. Ἔτσι κατέφυγε στήν προσευχή καί παρακαλοῦσε τό Χριστό, νά τοῦ δώση τήν ἑρμηνεία τοῦ ἐδαφίου. Μόλις γυρνοῦσε ἀπ᾽ τή δουλειά του καί γιά 2 ὧρες ἐπί 82 μέρες προσευχόταν γιά τό θέμα αὐτό. Τήν 82η μέρα, ἐκεῖ πού ἦταν γονατιστός καί προσευχόταν, τοῦ παρουσιάζεται ἕνας ψηλός κύριος (προφανῶς ἄγγελος διότι χάθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων), πού τόν ρώτησε, γιά ποιό λόγο προσεύχεται.
"Προσεύχομαι γιά τήν ἑρμηνεία ἑνός ἐδαφίου", ἀπάντησε ἐκεῖνος.
"Σέ πληροφορεῖ ὁ Κύριος", τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, "ὄτι τήν ἑρμηνεία αὐτή, νά τή ζητήσης στή Γῆ! Δέν ἔρχεται ἀπ᾽ τόν Οὐρανό... Δέν ἔχει, ὀ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ἑρμηνεύσει τό ἐδάφιο αὐτό; Μή τήν περιμένεις, ἐγωϊστή, τήν ἑρμηνεία τοῦ ἐδαφίου αὐτοῦ ἀπ᾽ τόν Οὐρανό".
Αὐτό τό γεγονός, ἔγινε ἡ αἰτία, νά μεταστραφῆ ὁ Προτεστάντης στήν Ὀρθοδοξία. Καί μπορεῖ νά εἶναι καί ἀνάμεσά μας μέσα σέ αὐτή τήν αἴθουσα...»(ΠΔ, 57).
<>
«Κάποτε μιλοῦσε ἕνας ἱεροκήρυκας, γιά τό θαῦμα τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Χριστός στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας, μετατρέποντας τό νερό σέ κρασί. Ὅταν τελείωσε τό κήρυγμα, δύο πρόσωπα πού παρακολούθησαν τήν ὁμιλία, εἶχαν μία συζήτησι καί ὁ ἕνας ἐξέφραζε τή δυσπιστία του στόν ἄλλο, λέγοντάς του:
—Ἐγώ κ. Σπύρο, δέν τό πιστεύω αὐτό τό θαῦμα, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε τό νερό κρασί.
Ἔτυχε τά λόγια αὐτά νά τά ἀκούση ἕνας πού ἦταν δίπλα καί τοῦ εἶπε:
—Μέ συγχωρεῖτε πού ἐπεμβαίνω στή συζήτησι, ἀλλά ἐμένα ὁ Χριστός, μοῦ ἔκανε μεγαλύτερο θαῦμα. Μετέτρεψε τό κρασί, σέ καρέκλες καί τραπέζια! Ἐκεῖνος μόλις τό ἄκουσε αὐτό γέλασε καί τόν ρώτησε:
—Πῶς ἔγινε αὐτό;
—Ἄκου, τοῦ εἶπε. Ἐγώ ἔπινα καί δέν εἶχα σπίτι μου, οὔτε καρέκλα γιά νά κάτσω. Γιά καρέκλα εἶχα ἕνα τενεκέ. Ὅμως, ἀπό τότε πού ἐξομολογήθηκα, μετανόησα καί ἄλλαξα ζωή, ἔκοψα τό ποτό. Μοῦ περίσσευαν ἔτσι χρήματα καί ἀγόρασα καρέκλες καί τραπέζια γιά τό σπίτι. Σέ μένα ἔγινε τό θαῦμα αὐτό ἀπ᾽ τό Χριστό, μέ τό κρασί πού δέν μποροῦσα νά ἀποχωριστῶ. Πῶς, λοιπόν, ἐσύ ἀμφιβάλλεις, γιά τό θαῦμα τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Χριστός στήν Κανά;»(ΠΔ, 85).
<>
«Εἶναι χειμώνας. Ἡ μικρή μου κόρη πάσχει ἀπό βρογχίτιδα, καί ὁ γιατρός τῆς ἔγραψε μιά θεραπεία ἀναπνευστικῆς κινησιοθεραπείας. Φτάνουμε, λοιπόν, στό ἰατρεῖο τοῦ φυσιοθεραπευτῆ. Ἀκουμπάω τό παιδί πάνω στό τραπέζι, κι ἔπειτα τόν ἀφήνω νά κάνη τή δουλειά του ἐνῶ ταυτόχρονα κρατάω τό χέρι τῆς κορούλας μου. Ὁ φυσιοθεραπευτής εἶναι ὑποχρεωμένος νά προχωρήση σ᾽ ἕνα δραστικό massage, κι ἐκείνη ἔχει τήν ἐντύπωσι ὅτι θά πάθη ἀσφυξία. Μέ κοιτάζει μ᾽ ἕνα βλέμμα παρακλητικό. Ἐγώ, ὅμως, εἶμαι ἱκανοποιημένη νά κρατάω τό χεράκι της ἀκόμα πιό σφιχτά, καί νά τήν ἐνθαρρύνω τρυφερά. Πόσο θά ἤθελα νά σταματοῦσα αὐτή τή θεραπεία, νά τήν ἔπαιρνα στήν ἀγκαλιά μου καί νά τήν ἐλευθέρωνα ἀπ᾽ αὐτή τήν ὀδυνηρή στιγμή! Σάν νά φαίνεται νά μοῦ λέει: “Γιατί μέ κοιτάζεις ἔτσι, χωρίς νά κάνης τίποτε; Βλέπεις πόσο ὑποφέρω!”. Στήν πραγματικότητα, ἐγώ ὑποφέρω πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο ἐκείνη. Εἶναι, ὅμως, πολύ μικρή γιά νά τῆς ἐξηγήσω ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι γιά τό καλό της καί ὅτι θά αἰσθανθῆ καλύτερα μετά. Ἡ θεραπεία τελειώνει, κι ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νά φύγουμε. Αἰσθάνομαι τότε ἕνα μικρό χεράκι νά γλιστρᾶ στό δικό μου μέ τήν ἴδια παιδική ἐμπιστοσύνη ὅπως εἴχαμε ἔρθει. Αὐτή ἡ χειρονομία ἡ τόσο ἁπλή μέ ἀναστατώνει, καί μοῦ μαθαίνει ἕνα σπουδαῖο μάθημα. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει μερικές φορές στά παιδιά Του νά περνοῦν ἀπό δύσκολα μονοπάτια. Μᾶς φαίνεται ὅτι μᾶς βλέπει νά ὐποφέρουμε χωρίς νά κάνη τίποτε, ἐνῶ θά Τοῦ ἦταν τόσο εὔκολο νά μᾶς ἐλευθερώση! Τί θά κάνουμε ἄραγε ἐμεῖς; Θά συνεχίσουμε νά Τοῦ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη; Ἄν ὁ Θεός δέν ἐπεμβαίνει γιά ἕνα ὁρισμένο διάστημα, εἶναι γιατί ἔχει τούς λόγους Του. Ἄς μήν ἀπογοητευόμαστε, λοιπόν, ἀπ᾽ τά φαινόμενα. Ὁ Θεός μας δέν εἶναι ποτέ ἀδιάφορος, εἶναι σοφός καί δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά τό καλό μας. Ἄς μήν ἀμφιβάλουμε, λοιπόν, ποτέ γιά τήν ἀγάπη Του! Ἀκόμα κι ἄν μερικές φορές μᾶς ξεφεύγει ἕνα παράπονο ἄς Του ἔχουμε πάντοτε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη»(ΗΚ 2013).
<>
«Καθόμουν στό παράθυρο κι οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς πιτσιλοῦσαν τό τζάμι. Ἡ καταιγίδα πού μαινόταν ἔξω καθρέφτιζε τό χάος πού ἔνιωθα μέσα μου. Μέ ἔπνιγαν ἡ ἀβεβαιότητα, ὁ φόβος κι οἱ ἀμφιβολίες. Στράφηκα στήν Ἀγ. Γραφή ἀναζητώντας παρηγοριά. Ὁ Ψαλμός 45 [“Εἶν᾽ ὁ Θεός γιά μᾶς καταφύγιο καί δύναμι· στάθηκε στίς ἀνάγκες μας βοήθεια σπουδαία”(Ψ 45, 2)] μίλησε στήν ψυχή μου. Πόσο παρήγορο νά ξέρουμε ὅτι μέσα στίς καταιγίδες τῆς ζωῆς ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀκλόνητη ἄγκυρά μας καί μᾶς προσφέρει καταφύγιο καί δύναμι. Τότε θυμήθηκα κάποτε πού μέ βρῆκε ἡ θύελλα ἐνῶ ἔκανα πεζοπορία. Χάθηκα καί βρεγμένη ὡς τό κόκκαλο προσευχήθηκα γιά βοήθεια. Ἔξαφνα, ἐμφανίστηκε ἕνας εὐγενικός ξένος καί μέ ὁδήγησε σέ ἀσφαλές σημεῖο. Καθώς συλλογιζόμουν τό περιστατικό ἐκεῖνο, συνειδητοποίησα ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν ἐκεῖνο τόν ξένο —βρίσκεται κοντά μας καί μᾶς ὁδηγεῖ μέσα ἀπ᾽ τίς καταιγίδες τῆς ζωῆς.
Ἔνιωσα τό Θεό νά μέ ὠθῆ νά ἀναζητήσω εἰρήνη μέσῳ τῆς προσευχῆς, ἔτσι τοῦ ἄνοιξα τήν καρδιά μου καί ἄφησα σ᾽ αὐτόν τούς φόβους καί τά βάρη μου. Ἀνακάλυψα ὅτι ἡ συνομιλία μέ τό Θεό ἦταν σάν τή συνομιλία μέ ἕνα ἔμπιστο φίλο πού ἀκούει μέ εὐσπλαχνία καί κατανόησι. Μέ πλημμύρισε εἰρήνη. Ἡ ὑπόσχεσι ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό καταφύγιο καί ἡ δύναμί μας εἶναι μιά σημαντική ἀλήθεια στήν ὁποία μποροῦμε νά στηρίξουμε τή ζωή μας.
Τώρα, ὅταν ἀκούω τόν ἦχο τῆς βροχῆς, θυμᾶμαι τή σταθερή παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μου. Οἱ καταιγίδες θά ἔρθουν καί θά περάσουν, ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει σταθερή. Ὅταν ζητᾶμε καταφύγιο στό Θεό κατά τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, θά βροῦμε εἰρήνη πού ξεπερνάει τό ἀνθρώπινο μυαλό»(ΠΕ 392).
<>
«Βραδάκι σέ κάποιο χωριό. Εἶχε σκοτεινιάσει γιά τά καλά. Ἕνας περαστικός βλέπει ἕνα παιδί νά στέκεται ἔξω ἀπ᾽ τήν αὐλόθυρα τοῦ σπιτιοῦ του, κρατώντας ψηλά τό δεξί του χέρι. Παραξενεμένος τό ρωτᾶ:
—Τί κάνεις, παιδί μου;
—Πετῶ τόν ἀετό μου;, ἀπαντᾶ ὁ μικρός.
—Μά δέν βλέπω κανένα ἀετό!
—Ἐσύ δέν τόν βλέπεις, ἀλλά ἐγώ ξέρω ὅτι εἶναι ἐκεῖ ψηλά. Αἰσθάνομαι τή δύναμί του νά τραβάη τό σχοινί πού κρατῶ!
Μιά ἀνάλογη ἀπάντησι ἁρμόζει σέ ὅλους μας ὅταν ρωτᾶμε “καί ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί μέ ξέχασε;”. Καί ἄς λέη ὁ Χριστός λίγο πρίν τήν Ἀνάληψί Του στούς οὐρανούς: “Ἰδού, ἐγώ θά εἶναι μαζί σας ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος”(Μθ 28, 20).
Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Χριστός οὔτε πιέζει, οὔτε καταπιέζει, ἐπαφίεται σέ μᾶς ἡ πρωτοβουλία νά κάνουμε τό πρῶτο βῆμα γιά νά πᾶμε κοντά Του. Νά θέλουμε νά πᾶμε κοντά Του. Αὐτό σημαίνει ἐλεύθερη βούλησι. Τότε καταλαβαίνουμε καί τήν δύναμί Του καί τή Χάρι Του. Ἀλλιῶς, ἡ κίνησί μας πρός τό Χριστό θά ἦταν μηχανική καί ὄχι κίνησι ἀγάπης.
Νά πῶς τό ἔζησε αὐτό ἕνας σπουδαῖος καί πολύ γνωστός συνθέτης ὁ Σταμάτης Σπανουδάκης.
“Οἱ ἀποτυχίες μέτρησαν. Μέ ἔκαναν καλύτερο. Ἤμουν ροκάς στήν Ἀγγλία. Νόμιζα ὅτι θά γίνω rock star καί ἔφαγα τά μοῦτρα μου. Ὅταν τελείωσε ὁ κύκλος τοῦ rock, πῆγα στή Γερμανία καί σπούδασα σέ αὐστηρό κολλέγιο μουσική. Ἐκεῖ ἔγινε ἡ μεταστροφή μου στό Χριστό.
Πρίν ἀπό αὐτό ὑπῆρξε μιά δύσκολη περίοδος μέ οὐσίες. Σκεφτόμουν ἀκόμα καί τήν αὐτοκτονία μέ τή γυναῖκα μου. Ἕνας ἄνθρωπος μοῦ μίλησε γιά τό Χριστό. Γέλασα στήν ἀρχή.
Ὅταν ἔφτασα σέ ἄλλη μαυρίλα, μίλησα στό Χριστό καί εἶπα, ἄν ὑπάρχης δεῖξτο μου καί ἐγώ θά Σέ ἀκολουθήσω. Καί μοῦ τό ἔδειξε. Δέν ἐξήγεῖται μέ λόγια αὐτό. Τήν ἑπόμενη στιγμή πίστευα πώς ὑπάρχει... Τό ὅτι πίστεψα στό Χριστό μέ ἔβγαλε ἀπ᾽ τή μαυρίλα τῶν ναρκωτικῶν.
Καί νά πῶς ἄρχισε ἡ μεταστροφή μου. Μιά Κυριακή εἶπα, δέν ἀντέχω ἄλλο καί πῆγα σέ μιά μικρή ἐκκλησία. Πέφτω κάτω στή λειτουργία καί ἀρχίζω νά κλαίω καί νά λέω θέλω καί ἐγώ τό Χριστό. Ὁ παπᾶς ἀνήσυχος ἦρθε κοντά μου. Προσευχήθηκαν ὅλοι μαζί. Σηκώθηκα καί ἤμουν Χριστιανός. Γιά τήν ἀκρίβεια, αὐτό ἦταν τό ξεκίνημα! Ἔπειτα διάβαζα τή Βίβλο δύο μῆνες χωρίς νά βγαίνω ἀπ᾽ τό σπίτι καί βρῆκα ἀπαντήσεις σέ ὅλα. Ἡ μεταστροφή τῆς γυναίκας μου ἔγινε πρίν ἀπό μένα, πράγμα πού μέ ἐπηρέασε βαθιά. Γιατί τήν ἔβλεπα ἤρεμη, γαλήνια”.
Γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή του λεει:
“Κάποια στιγμή ἐνῶ συνθέτω, ἔρχεται κάτι πού ξέρω ὅτι δέν εἶναι δικό μου. Γονατίζω, κλαίω καί λέω: ‘Χριστέ μου, εὐχαριστῶ ̓. Εἶναι ἕνα δῶρο. Συγκινοῦμαι ὅταν ἔρθη αὐτή ἡ μελωδία. Περισσότερο συγκινοῦμαι τήν ὥρα τῆς ἐμπνεύσεως παρά στό χειροκρότημα”»(ΛΝ, 4).
<>
«Ἄν στήν Ἐκκλησία γινόταν διανομή χρυσοῦ, δέν θά ἔλεγες “θά ἔλθω αὔριο” ἤ “μοῦ τό δίνεις αὔριο;”, ἀλλά θά ζητοῦσες ἀμέσως νά γίνη ἡ διανομή καί θά δυσφοροῦσες ἄν γινόταν καί ἡ μικρότερη ἀναβολή. Τώρα, ἐπειδή ὀ μεγαλόδωρος Θεός, ἀντί τῶν φθαρτῶν ἀγαθῶν, σοῦ ὑπόσχεται καθαρότητα ψυχῆς, βρίσκεις προφάσεις, ἀναβάλεις καί προβάλλεις ἀτέλειωτες δικαιολογίες. Ἄν εἶχες ὑποδουλωθῆ σέ κάποιον καί λαμβάνονταν μέτρα γιά τήν ἀπελευθέρωσι τῶν δούλων, δέν θά μίσθωνες συνήγορους καί δέν θά παρακαλοῦσες τούς δικαστές, ὥστε μέ κάθε τρόπο νά ἐπιτύχης τήν ἐλευθερία; Ἀκόμη καί ἄν σοῦ πρότειναν νά σέ ραπίσουν καί κατόπιν νά σέ ἐλευθερώσουν, θά ὑπέμενες μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας τήν τελευταία αὐτή ταπείνωσι. Τώρα πού ὁ Θεός σέ καλεῖ μέ τή Θεία Ἐξομολόγησι νά σέ ἐλευθερώση ὄχι ἀπ᾽ τή δουλεία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά νά σέ ἀπαλλάξη ἀπ᾽ τή φοβερή δουλεία καί αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί νά σέ κάνη πολίτη τοῦ οὐρανοῦ, ἴσο μέ τούς ἀγγέλους καί τέκνο Του καί κληρονόμο τῶν ἀγαθῶν τοῦ Χριστοῦ, λές ὅτι δέν εὐκαιρεῖς καί ὅτι ἔχεις ἀκόμη καιρό; Ἄφησε τά πονηρά ἐμπόδια καί τίς μάταιες ἀσχολίες. Ὥς πότε θά ζῆς βυθισμένος στήν ὕλη καί τήν ἁμαρτία; Ἀρκετό χρόνο σπαταλήσαμε στή ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἄς ἀφιερώσουμε τόν ὑπόλοιπο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ποιό πράγμα τοῦ κόσμου εἶναι ἀντάξιο τῆς ψυχῆς; Ποιός ἐπίγειος θησαυρός εἶναι ἴσος μέ τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;»(ΠΖ).
<>
«Ὁ Χρύσανθος ἦταν γυιός συγκλητικοῦ στήν Ἀλεξάνδρεια, στά τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ., ἐποχή τῶν μεγάλων διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Χρύσανθος πίστεψε στό Χριστό καί βαπτίσθηκε. Ἔξαλλος ὁ πατέρας του τόν φυλάκισε. Στή συνέχεια, ἔστειλε καί ἔφερε ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα μιά ὡραία νέα, ὀνόματι Δαρεία, μέ μεγάλη μόρφωσι. Καί τήν πρότεινε ὡς σύζυγο στό γυιό του, ὥστε νά δέλεασθῆ ἀπ᾽ τόν ἔρωτα πρός τή νέα και νά ἐπιστρέψη στήν εἰδωλολατρεία. Ἔγινε, ὅμως, τό ἀντίθετο. Ὁ Χρύσανθος ἔπεισε τή Δαρεία νά βαπτιστῆ καί ἔτσι νά γίνη Χριστιανή! Τό σκεπτικο του ἦταν: “Πῶς νά ἀφήσω τό πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας;”. Βέβαια, ἔτυχε καί ἡ Δαρεία νά ἔχη καλή διάθεσι. Ἀπ᾽ τό παράδειγμα καί τή διδασκαλία τῶν δύο νέων πολλοί πίστεψαν στό Χριστό. Ἀφοῦ τούς βασάνισαν πολύ, τούς θανάτωσαν. Ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται στίς 19 Μαρτίου. Αὐτά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης»(ΛΝ, 4).
<>
«Στή Μακαριέβκα φοίτησα στό σχολεῖο τό ὁποῖο ἔκτισε μέ τά χέρια του ὁ πατέρας μου. Κάποια στιγμή, ὅταν τελείωσα τήν τρίτη τάξι, συζητούσαμε μέ τά παιδιά γιά τό Πάσχα, γιά τό Θεό. Ἡ δασκάλα μᾶς ἄκουσε καί ἀμέσως μετά μᾶς τά ἔψαλλε.
—Παιδιά, ἄκουσα τή συζήτησι τήν ὁποία κάνατε γιά τό Θεό. Νά, πῶς ἔχουν τά πράγματα: κανένας Θεός δέν ὑπάρχει καί κανένα Πάσχα!
Καί σάν ἰσχυρή ἐπιβεβαίωσι τῶν λόγων της, χτύπησε μέ τίς γροθιές της τό θρανίο, ὅσο πιό δυνατά μποροῦσε. Ὅλα τά παιδιά σκύψαμε τό κεφάλι.
Χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τό ἑπόμενο μάθημα καί ἔρχεται ἡ δασκάλα μας. Δέν πρόλαβε, ὅμως, νά φτάση ἀπ᾽ τήν πόρτα μέχρι τήν ἕδρα της. Ἄρχισε νά ἔχη σπασμούς. Ποτέ δέν εἶδα νά στραβώνη ἄνθρωπος μέ τέτοιο τρόπο· σερνόταν ἔτσι πού ἔτριζαν οἱ ἀρθρώσεις της καί ξεφώνιζε πώς ὑπῆρχε κάποια δύναμι ἐκεῖ. Τρεῖς δάσκαλοι τήν πῆραν στά χέρια νά τήν πᾶνε στό νοσοκομεῖο.
Στό σπίτι ἀφηγήθηκα στή μάμα μου τί συνέβη. Ἀρχίκα σιώπησε, μετά εἶπε σιγανά:
—Βλέπεις, ὁ Κύριος τήν τιμώρησε μπροστά στά μάτια σας γιά τή βλασφημία της»(ΠΒ, 42).
<>
«Ἕνα μικρό παράδειγμα μονάχα θ᾽ ἀναφέρουμε, ἀπ᾽ τά πάμπολα πού σώζονται στούς βίους τῶν Πατέρων, καί δείχνουν πόσο ἡ ἐλπίδα ἐμποτίζει καί εἰρηνεύει ὅλη τή ζωή τους. Τό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ἦταν πάμφτωχο στά χρόνια πού πρωτοϊδρύθηκε. Τόσο, πού συχνά τούς ἔλειπαν καί τά τελείως ἀπαραίτητα γιά νά ζήσουν. Μιά Μεγαλοβδομάδα, πού δέν εἶχαν τίποτε νά φᾶνε, οἱ καλόγεροι ἄρχισαν ν᾽ ἀνησυχοῦν· ἰδίως τό Μ. Σάββατο, ὅταν ἀναποδογύρισαν ὅλα τά κελλάρια γιά νά βροῦν μιά προσφορά, γιά νά λειτουργήσουν καί νά κοινωνήσουν τήν Πασχαλιά. Στάθηκε ἀδύνατον. Ἄλλο ψωμί, οὔτε μπουκιά στό μοναστήρι. Πᾶνε στό Γέροντά τους ἀλαφιασμένοι. Ἐκεῖνος τούς ἄκουσε τόσο ἤρεμος, λές καί τοῦ μιλοῦσαν γιά ξένες καί μακρινές ὐποθέσεις. Στό τέλος τούς ἔδωσε ἐντολή, νά τά ἑτοιμάσουν ὅλα: τήν ἐκκλησία, γιά τήν ἀναστάσιμη λειτουργία, καί τήν τράπεζα, γιά τό πασχαλινό δεῖπνο. Ἔφυγαν οἱ μοναχοί δυσαρεστημένοι γιατί τούς φάνηκε χαμένη καί μάταιη τούτη ἡ παρηγοριά πού τούς ἔδινε ὁ ἡγούμενός τους. Ὁ Ἅγ. Θεοδόσιος ἔκανε πώς δέν κατάλαβε. Καθώς, ὅμως, ἐκεῖνοι ἔφευγαν, ἄκουσαν τόν ἡγούμενο νά ψιθυρίζη: “Μήπως ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ ἔγινε πιό λιγοστή καί πιό ἄτονη σήμερα; Δέν εἶναι ὕβρις νά τό πιστέψη κανείς αὐτό γιά Ἐκεῖνον, πού ἔθρεψε μέ τό μάννα τόσο λαό στήν ἔρημο καί χόρτασε ἀργότερα τά πλήθη μέ πέντε ψωμιά;”.
Ἡ ὥρα περνοῦσε. Ζύγωνε καί ἡ νύχτα, ὅταν ἀκούστηκαν χτυπήματα στήν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Ἦταν ἕνας ἄγνωστος μέ δυό καμῆλες, φορτωμένες ὅλα τά καλούδια τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἄνοιξαν νά μπῆ, κι ἐκεῖνος τούς ἐξήγησε: “Πήγαινα μιά μικρή δωρεά σέ μιά Σκήτη, πιό πέρα ἀπ᾽ τό μοναστήρι σας. Σάν ἔφτασα στήν πλαϊνή πλευρά, ὅπου περνάει ὁ δρόμος δίπλα σας, οἱ καμῆλες σταμάτησαν. Τίς χτύπησα νά προχωρήσουν, ὅμως, αὐτές δέν ἤθελαν νά κάνουν οὔτε βῆμα. Τότε συλλογίστηκα, πώς ἴσως εἶναι θέλημα Θεοῦ ν᾽ ἀφήσω στό δικό σας μοναστήρι αὐτά ἐδῶ τά τρόφιμα”. Φυσικά, ὑπῆρχαν ἐδῶ μέσα τώρα, ὄχι μονάχα λειτουργίες καί πρόσφορα, ἀλλά ἕνα σωρό ἀγαθά, πού θά μποροῦσαν νά θρέψουν τούς μοναχούς μέχρι τήν Πεντηκοστή. Καί τότε πιά, κατάλαβαν καί οἱ καλόγεροι πού δυσαρεστήθηκαν, πόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἐλπίδα, σάν ἀρετή, τοῦ Γέροντά τους, τοῦ Ἁγ. Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου»(PP, 193).
<>
«Μετά τά μεσάνυκτα, ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης Πέστερα Ἰαλομιτσιοάρα τῆς Ρουμανίας κοιμῶνταν, ἀκούσθηκε ἕνας δυνατός κρότος πάνω ἀπ᾽ τά κελλιά τους. Τί εἶχε συμβῆ; Ἕνας τεράστιος βράχος, περίπου δύο τόνων, γλίστρησε ἀπ᾽ τή θέσι του, ἔσπασε ἕνα κτιστό φράκτη καί στάθηκε σάν μία μεγάλη σφαῖρα πάνω ἀπ᾽ τό κελλί τοῦ π. Μιχαήλ Μπαντίλα στό μέσον τοῦ σαλονιοῦ. Τό χέρι τοῦ Θεοῦ σταμάτησε τό βράχο πρός ἔκπληξι ὅλων τῶν Πατέρων. Ἄν ἔσπαζε τό δάπεδο τοῦ σαλονιοῦ, θά ἔπεφτε ὁ βράχος ἀκριβῶς πάνω ἀπ᾽ τό κρεββάτι τοῦ π. Μιχαήλ, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἐκεῖνος κοιμόταν. Τότε ὅλοι οἱ Πατέρες ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί εὐχαρίστησαν τό Θεό γι᾽ αὐτό τό μέγα ἔλεός Του»(ΑΙ, 116).
<>
«Ἔφερε μία γειτόνισσα τήν ἐφημερίδα:
—Παππούλη, κοίτα ἐδῶ, ἔβγαλε διάταγμα ὁ Stalin νά σταματήση ὁ διωγμός καί νά ἀνοίξουν οἱ ἐκκλησίες.
Ἦταν τότε 1943. Κάτι εἶχε ἀλλάξει στή χώρα, ἄν συνέβη κάτι τέτοιο. Τό διαβάσαμε καί κλάψαμε, χαρήκαμε πολύ, κεραστήκαμε τσάι, κάτσαμε μετά ἥσυχα. Ἔφυγε ἡ γειτόνισσα καί μετά ἀπό δύο ὧρες ἦρθε ὁ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀλέισκ μαζί μέ δύο γεράκους.
—Χαίρετε, πατερούλη. Κοιτάξτε τήν ἐφημερίδα πού βγῆκε! Ἔχει διάταγμα τοῦ Stalin νά ἀνοίξουν οἱ ἐκκλησίες! Ξεφορτώσαμε ἤδη αὐτά τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στό ναό μας, πήραμε ἀλλοῦ τό σπόρο, πλύναμε καί σκουπίσαμε τά πάντα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μαζευτῆ καί περιμένουν. Γιά σᾶς ἤρθαμε, πῶς εἶναι ἡ ὑγεία σας; Θά μπορέσετε νά λειτουργήσετε;
Ἐγώ τούς κοίταζα μή ξέροντας τί νά ἀπαντήσω. Πῶς νά εἶναι ἡ ὑγεία μου; Ἴσα ἴσα πού κάθομαι καί μπορῶ νά κάνω δύο βήματα. Δέν ὑπῆρχε κάτι νά ποῦμε γιά τήν ὑγεία μου. Τό κεφάλι μου πόναγε φοβερά, εἶναι τρομερή ἀσθένεια ἡ μηνιγγίτιδα. Μέ ρωτᾶνε τότε δεύτερη καί τρίτη φορά:
—Πατερούλη! Γιατί δέν ἀπαντᾶτε; Θά λειτουργήσετε; Πᾶμε!
Ἐγώ σιωποῦσα, μή γνωρίζοντας τί νά ἀποκριθῶ.
—Κοιτᾶξτε, πατερούλη —ἀρχίζουν πάλι νά λένε— ἄνοιξαν τίς ἐκκλησίες ἀλλά δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἱερέας, τούς τουφέκισαν ὅλους, μόνο ἐσεῖς μείνατε.
Ἐγώ τό καλοσκέφθηκα, σήκωσα τό δάχτυλο πρός τήν ἀνατολή καί εἶπα:
—Καί δέν θά μέ γυρίσετε πάλι ἐκεῖ πίσω;
—Ὄχι, ὄχι —λένε— πᾶνε αὐτά, πέρασαν. Βγῆκε τό διάταγμα τοῦ Stalin τώρα.
—Καλῶς! Φέρτε μου ροῦχα, εἶπα ἐπιτέλους.
Μέ ντύσανε, μέ κάθισαν στήν ἅμαξα καί μέ ὁδήγησαν στήν ἴδια ἐκκλησία ὅπου μέ εἶχαν συλλάβει. Μέ τό πού τήν εἶδα γονάτισα καί ἄρχισαν νά τρέχουν ποτάμι τά δάκρυα. Δέν μέ βάσταγαν τά πόδια μου νά πάω μέχρι ἐκεῖ. Εἶναι τρομερό ἀκόμα καί νά τά θυμᾶμαι... Γονατιστός σύρθηκα μέχρι τήν ἁγία Τράπεζα κλαίγοντας. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν γονατίσει καί κλαίγανε καί αὐτοί...
Στό σπίτι εἶχα ζωστικό καί σταυρό, τά φόρεσα ὅλα. Σύρθηκα κάπως μέχρι τήν ἁγία Τράπεζα ἐνῶ μέ ἀκολουθοῦσαν κάποιοι ἡλικιωμένοι. Ἡ Τράπεζα ἦταν σκεπασμένη μέ κάτι μουσαμάδες καί τόν ἐπιτάφιο.
Τήν ξεσκεπάσαμε καί πάνω της ἦταν ἀκουμπισμένα ἕνας μικρός σταυρός καί ἕνα Εὐαγγέλιο. Δόξα τῷ Θεῷ, τουλάχιστον φυλάχθηκε τό Εὐαγγέλιο! Ἔφεραν κεριά καί τά ἄναψαν. Ἦρθε καί ὁ ἀναγνώστης.
—Πᾶμε πατερούλη, βάλε εὐλογητός!, εἶπε ἀπ᾽ τό ἀναλόγιο.
Μέ ἔστησαν στά πόδια μου. Ἐγώ, ὅμως, δέν μποροῦσα νά κρατηθῶ ἀπ᾽ τό κλάμα. Τά δάκρυα μέ ἔπνιγαν στό λαιμό. Μέ ὑποστήριζαν δύο γεροντάκια, ἕνας ἀπό δεξιά, ἕνας ἀπό ἀριστερά. Μοῦ κρατοῦσαν τά χέρια καί μέ βοήθησαν νά τά σηκώσω. Μόλις καί κατάφερα νά πῶ:
—Εὐλογητός ὁ Θεός... —καί ἔπεσα.
Δάκρυα μέ πλημμύρισαν. Οἱ ἄνθρωποι ἀπό κάτω ἄρχισαν πάλι νά κλαῖνε. Μέ ξανασήκωσαν.
—Πατερούλη, βάλε εὐλογητός!
Μόλις μάζεψα δυνάμεις μπόρεσα καί εἶπα:
—Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων!
Καί πάλι ἔπεσα· ἀπάντησαν τότε ἀπ᾽ τό ἀναλόγιο:
—Ἀμήν! Καί ξεκίνησε ἡ ἀκολουθία.
Ἔψησαν πρόσφορα, ἔφεραν κόκκινο κρασί, ἕνα ποτήριο, τά πάντα βρῆκαν οἱ ἄνθρωποι. Τρία ἡμερόνυκτα προσευχόμουν. Δέν ἔφαγα, δέν ἤπια, οὔτε κἄν στό δρόμο δέν βγῆκα. Ὅταν ἔγερνε τό κεφάλι μου, λαγοκοιμόμουν λιγάκι, ξυπνοῦσα καί μετά πάλι ἀκολουθία. Μέρα καί νύχτα. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἤθελαν νά φύγουν ἀπ᾽ τήν ἐκκλησία, τόσο εἶχαν πεθυμήσει τή λειτουργία. Καί πόσο χαρούμενοι ἦταν! Πόσο ποθοῦσαν νά προσευχηθοῦν! Ἄλλοι ἔφευγαν, ἄλλοι ἐρχόντουσαν:
—Πατερούλη, πρέπει νά μᾶς βαπτίσετε, νά μᾶς ἐξομολογήσετε...»(ΑΑ, 72).
<>

No comments:
Post a Comment