Θεία Εξομολόγηση καθημερινά 9.00-1.00 πρωί και 5.30-8.00 απόγευμα - Τηλ. 2295032259 & 6978461846
Πριν έρθετε για Θεία Εξομολόγηση επικοινωνήστε με το μοναστήρι.

Νέα βιβλία

Αποσπάσματα από τα βιβλία του Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ:

Συγχώρηση είναι η ευωδία που αναδίδει ο μενεξές στη ρόδα που τον συνέθλιψε

https://orthodoxsmile.blogspot.com

Orthodox Smile - Ορθοδοξία











Mark Twain: «Συγχώρησι εἶναι ἡ εὐωδία πού ἀναδιδει ὁ μενεξές στή ροδα πού τόν συνέθλιψε».

<>






«Παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος π. Μιχ. Καρδαμάκης εὐθύβολα καί ἁγιοπατερικά: “Ὁ Χριστός δέν ἔφερε ἰδέες, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό Του· ὁ Χριστός δέν ἔφερε νέες ἀπόψεις, ἀλλά χάρισε τή Ζωή. Ὁ Χριστός δέν ἐμπνεύστηκε μία νέα θρησκεία, ἀλλά ἔκτισε τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἱερουργεῖται ἡ Χριστιανοποίησι τοῦ ἀνθρώπου, ταυτιζόμενη μέ τήν Ἐκκλησιοποίησι ἤ λειτουργιοποίησι (εὐχαριστιοποίησι) του. Ὁ Χριστός νέκρωσε τό θάνατο καί ἀνέστησε τή ζωή, καί αὐτό εἶναι ἡ μία καί ἡ ὅλη ἀλήθεια, πού γνωρίζεται ὡς τό ἔργο τῆς πραγματικῆς σωτηρίας, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ἔνσαρκη Οἰκονομία Του. Ἀπό αὐτή καί μέσα σ᾽ αὐτή τήν Οἰκονομία ζῆ ἡ Ἐκκλησία, παρατεινόμενη καί αὐξανόμενη στή Λειτουργία καί μέ τή Λειτουργία Της. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Λειτουργία δέν εἶναι τμῆμα ἤ μέρος τῆς ἀλήθειας οὔτε τμῆμα ἤ μέρος τῆς ζωῆς, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια καί ὁλόκληρη ἡ ζωή, στήν ἐν Χριστῷ ὑπόστασί τους. Εἶναι ὁ ὅλος Χριστός ὡς ἡ ὅλη ἀλήθεια καί ἡ ὅλη ζωή, τῶν ὁποίων ὁδός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός” (ΕΛ, 42).

<>





π. Αθανάσιος Μηνᾶς: «Μιά ἄλλη φορά, παρακάλεσα τόν π. Σαράντη Σαράντο, νά πᾶμε στόν Ἅγιο Πορφύριο. Ἦταν ἀρχές Αὐγούστου τοῦ 1986. Ἡ σειρά πού περίμενε ὁ κόσμος, ἦταν πάρα πολύ μεγάλη κι ἔφτανε μέχρι ἔξω στήν αὐλή. Τότε ἦρθε μιά γερόντισσα καί εἶπε: "Ὁ π. Σαράντης καί ὁ π. Ἀθανάσιος νά περάσουν μέσα", γιατί μᾶλλον ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶχε καταλάβει πόσο μεγάλη ἀνάγκη εἶχα. Ὅταν μπήκαμε στό κελλάκι τοῦ Ἀγίου Πορφυρίου, γονάτισα, μοῦ διάβασε εὐχή συγχωρητική καί μοῦ ἀποκάλυψε φοβερά πράγματα γιά μένα, τήν Πρεσβυτέρα καί τά παιδιά μου. Ὁ Παππούλης ἦταν δίπλα μου κι ἄκουγε. Τότε ὁ Ἅγιος Πορφύριος μέ συμβούλεψε: "Καλό θά ἦταν ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς νά ἀκοῦς ὅ,τι σέ συμβουλεύει ὁ π. Σαράντης". Ὅταν πλέον φύγαμε, ὁ π. Σαράντης μοῦ εἶπε μέ ταπεινό φρόνημα: "Ἀφοῦ ὁ π. Πορφύριος εἶδε ὅτι ἀντέχεις τήν ἀλήθεια καί σοῦ τήν ἀποκάλυψε, αὐτό εἶναι καλό"»(ΣΣ, 417).


<>



Ἑλένη Σαράντου (κόρη του π. Σαράντη Σαράντου): «Ὅταν σπούδαζα φιλολογία στό Lecce‎‎ τῆς Ἰταλίας, πρίν χρόνια, βρέθηκα σέ μιά πολύ δύσκολη κι ὁριακή στιγμή τῆς ζωῆς μου! Ἤμουν στό τελευταῖο ἔτος. Εἶχα μέ πολύ ἀγῶνα ὁλοκληρώσει τήν πτυχιακή μου ἐργασία καί εἶχα πλέον περάσει τά μαθήματα ὅλων τῶν ἐτῶν, ἐκτός ἀπό ἕνα, τά Λατινικά. Τό μάθημα, ὅμως, αὐτό τό ἔκανε μιά καθηγήτρια, ἡ ὁποία ἦταν πολύ δύσκολος ἄνθρωπος καί ἔκοβε πολύ εὔκολα  τούς φοιτητές της. Ἔτσι ἐπί σχεδόν ἕνα χρόνο ταλαιπωροῦμουν, τό ἔδινα καί τό ξαναέδινα χωρίς καρπούς. Κάθε σχεδόν μῆνα (=στήν Ἰταλία μποροῦσες ἀνά μῆνα νά δίνης τό ἴδιο μάθημα), τό ἔδινα, χωρίς ὅμως νά καταφέρνω τίποτε! Συνολικά τό εἶχα δώσει δέκα φορές, χωρίς νά καταφέρω νά τό περάσω. Ἡ ἀπογοήτευσί μου ἦταν μεγάλη καί μέ εἶχε πιάσει ἀπελπισία, γιατί θεωροῦσα, ὅτι δέν θά καταφέρω νά πάρω πτυχίο ποτέ! Ἔπρεπε, λοιπόν, νά βρῶ τή δύναμι καί τό κουράγιο νά τό ξαναδιαβάσω καί νά τό ξαναδώσω γιά ἐνδέκατη φορά! Ὅμως, ἡ ψυχή μου δείλιαζε καί ἐνῶ ἔπρεπε νά πάω ξανά τήν ἑπόμενη μέρα νά τό δώσω, λογισμοί μέ κυρίευαν, λέγοντάς μου, ὅτι ἦταν μάταιη ἡ προσπάθεια, ὁπότε δέν ὑπῆρχε λόγος καί νά πάω νά τό δώσω! Ἐνῶ, λοιπόν, ἔκανα αὐτές τίς σκέψεις, χτύπησε τό τηλέφωνο. Ἦταν ὁ  πατέρας μου, [ὁ π. Σαράντης Σαράντος] πού μέ ἔπαιρνε ἐπί τούτου, γιατί ἤξερε ὅτι ἡ κόπωσι μέ εἶχε καταβάλει. Ἀφοῦ μέ ρώτησε πῶς ἤμουν, κατάλαβε ὅτι ἡ ψυχολογία μου ἦταν πολύ δύσκολη καί μοῦ εἶπε:
—Σέ παίρνω τηλέφωνο μέσα ἀπ᾽ τήν Παναγία! Μόλις τελείωσα τόν Ἑσπερινό! Καί σέ παίρνω, γιά νά σοῦ πῶ, ὅτι ἡ Παναγία μοῦ εἶπε νά σοῦ πῶ, ὅτι ξέρει καί Ἑλληνικά καί Ἰταλικά καί Ἀγγλικά καί ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου καί αὔριο θά εἶναι ἐκεῖ, κοντά σου!
Ἦταν ἡ πρώτη φορά κατά τήν ὁποία ἄκουγα τόν πατέρα μου νά μοῦ λέη μέ συντετριμμένη ψυχή, μέ φωνή σπασμένη ἀπό δάκρυα, λόγια τέτοια! Συγκλονίστηκα! Ὅταν ἔκλεισα τό τηλέφωνο, ἔπεισα τόν ἑαυτό μου, ὅτι ἔπρεπε ἔστω γιά χάρι τοῦ πατέρα μου, πού “ἔλυωνε”, ἔτσι, νά πάω στήν ἐξεταστική! Πράγματι τήν ἑπόμενη μέρα πῆγα ἀπ᾽ τό πρωΐ καί περίμενα νά ἔρθη ἡ σειρά μου, ἀφοῦ τό συγκεκριμένο μάθημα τό δίναμε προφορικά. Περίμενα ἔντρομη πολλές ὧρες καί δέν τολμοῦσα νά πάω οὔτε μέχρι τήν πόρτα, πού ἐξέταζε ἡ καθηγήτρια! Τό μόνο τό ὁποῖο ἔκανα ἦταν νά περιμένω καρτερικά, κάνοντας μέ τό κομποσχοινάκι τήν εὐχή στήν ἄκρη τοῦ διαδρόμου. Ἀπ᾽ τίς ὀκτώ ἡ ὥρα τό πρωΐ, εἶχε φτάσει πέντε πιά τό ἀπόγευμα. Τό ὄνομά μου ἦταν τελευταῖο στή λίστα. Τό Πανεπιστήμιο ὅλο  εἶχε νεκρώσει, εἶχαν οἱ πάντες φύγει καί οἱ φύλακες τοῦ κτιρίου κλείδωναν τίς πόρτες. Μόνη ψυχή στήν ἐρημιά τοῦ χώρου πέραν ἀπό ἐμένα, τήν καθηγήτρια καί τόν προηγούμενο ἐξεταζόμενο φοιτητή, ἦταν ὁ βοηθός τῆς καθηγήτριας, ὁ ὁποῖος κλείδωνε τό γραφεῖο του, γιά νά φύγει κι αὐτός. Ἀφοῦ κλείδωσε, πέρασε ἀπ᾽ τήν καθηγήτρια πού ἐξέταζε, γιά νά τόν χαιρετήση καί τῆς εἶπε:
—Ἔχεις πολλούς ἀκόμα; Θά σᾶς κλειδώσουν μέσα!
Ἡ καθηγήτρια πού εἶδε στήν λίστα της, ὅτι εἶχε μόνο ἕνα ὄνομα, τό δικό μου, τοῦ εἶπε, ὅτι τελείωνε κι ὅτι εἶχε μόνο ἕνα ἄτομο. Τότε ὁ βοηθός της, γιά νά τήν ἀπαλλάξη ἀπ᾽ τό τελευταῖο ἄτομο, τῆς εἶπε:
—Θέλεις νά ἐξετάσω ἐγώ τό τελευταῖο ἄτομο, γιά νά φύγετε ὅλοι καί νά μήν κλειδωθῆτε μέσα;
Ἐκείνη βέβαια δέν μέ γνώριζε ὀνομαστικά, ἀλλά μόνο φατσικά κι ἐγώ ἀπ᾽ τό φόβο μου ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν εἶχα ἐμφανιστῆ καθόλου κοντά της. Ἔτσι, τοῦ ἀπάντησε:
—Ναί, μᾶλλον πάρτο νά τελειώνουμε!
Ἔτσι θαυματουργικά μέ ἐξέτασε ὁ βοηθός της καί πέρασα τό τελευταῖο μάθημα, πῆρα τό πτυχίο κι ἔφυγα ἀπ᾽ τήν Ἰταλία μετά ἀπό πέντε κοπιαστικά χρόνια! Δέν τό χωροῦσε ὁ νοῦς μου! Ἡ πίστι τοῦ πατέρα μου στήν Παναγία ἔφερε “τά πάνω κάτω”!»(ΣΣ, 462).


<>






Νεκτάριος Κακλαμάνος (ἐγγονός τοῦ π. Σαράντη Σαράντου): 

«Ὁ δικός μας ὁ παππούς δέν ἦταν ἕνας ἁπλός παππούς! Ἦταν συγχρόνως καί πνευματικός μας καί γι᾽ αὐτό προσπαθοῦσε νά μᾶς καθοδηγῆ μέ κάθε τρόπο, χωρίς πολλά λόγια, ἀλλά περισσότερο μέ πράξεις. Δέν ἤθελε νά γίνεται φορτικός, ἀλλά ἀνάλαφρα μᾶς νουθετοῦσε, χωρίς καλά-καλά νά τό καταλαβαίνουμε! Ἔτσι κάποια φορά, πού δέν μποροῦσε νά μᾶς πάρη ἀπ᾽ τό σχολεῖο, γιατί εἶχε κάποια κηδεία, γυρίσαμε στό σπίτι μόνοι μας. Μπήκαμε μέσα, πετάξαμε κάτω τίς τσάντες μας, τά παπούτσια μας, τά μπουφάν μας κι ἀρχίσαμε νά παίζουμε. Ὁ παπποῦς μας, ὅμως, ἐπειδή μᾶς εἶχε ἔννοια, πού ἤμασταν μόνοι μας, μέχρι νά γυρίσουν οἱ γονεῖς μας, ἦρθε στό σπίτι μας ἀμέσως μετά τήν κηδεία. Μπῆκε μέσα, χωρίς νά τό καταλάβουμε. Ἀντίκρυσε τά πεταμένα μας πράγματα καί πολύ σιγανά καί διακριτικά πῆρε τό ἐξώρασό του καί τό τοποθέτησε πολύ ὄμορφα καί εὐθυγραμμισμένα στό πάτωμα! Ἔπειτα ἦλθε κοντά μας κι ὅταν πλέον τόν ἀντιληφθήκαμε, σηκωθήκαμε ὅλοι, πήραμε τήν εὐχή του καί τόν ἀγκαλιάσαμε. Τότε διαπιστώσαμε ὅτι τό ράσο του ἦταν πεταμένο στό πάτωμα. Μέ ἔκπληξι, ἀλλά καί λίγο θράσος, τοῦ εἶπαμε:
—Καλέ παπποῦ, τί κάνεις; Πέταξες κάτω τό ράσο σου;
Κι αὐτός τότε μέ χαμόγελο, μᾶς ἀπάντησε:
—Μά, καλά ἐκεῖ δέν εἶναι ἡ κρεμάστρα σας;
Τότε, ὅλοι μας καταλάβαμε καί τρέξαμε νά μαζέψουμε ἀπό κάτω τό χαμό, πού εἴχαμε ἀφήσει, μπαίνοντας ἀπ᾽ τό σχολεῖο. Αὐτός ἦταν ὁ παπποῦς μας! Μᾶς καθοδηγοῦσε, χωρίς ὅμως νά μᾶς κάνει καμμία παρατήρησι!»(ΣΣ, 444).

<>







«Δέν ὑπάρχει “ἡ σωστή στιγμή”.
Ὑπάρχουν μόνο “στιγμές” καί τί κάνεις μέ αὐτές».



<>




«Ρώτησα κάποτε τόν Eddie Rickenbacker [πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, 1890-1973] ποιό ἦταν τό μεγαλύτερο μάθημα πού ἀποκόμισε μέ τούς συντρόφους του τίς εἴκοσι μία μέρες τίς ὁποῖες ἔζησαν στίς σχεδίες τους ἀπελπιστικά χαμένοι, ἔρμαια τοῦ Εἰρηνικοῦ. “Τό μεγαλύτερο μάθημα τό ὁποῖο ἔμαθα ἀπό αὐτή τήν ἐμπειρία εἶναι”, μοῦ εἶπε, “ὅτι ἄν ἔχης ὅσο καθαρό νερό θέλεις γιά νά πίνης καί ὅσο φαγητό θέλεις γιά νά τρῶς, δέν πρέπει ποτέ νά παραπονιέσαι γιά ὁτιδήποτε”»(CD, 215).


<>




«Πρίν πολλά χρόνια σέ μιά ἀγροτική περιοχή ζοῦσε μία εὐσεβής οἰκογένεια.
Ἐπειδή δέν γνώριζαν πολλά γράμματα εἶχαν τή συνήθεια νά προσεύχωνται μεγαλοφώνως μέσα στό σπίτι μέ τόν Ἀρχαγγελικό Χαιρετισμό, καί αὐτόν ἀκριβῶς τό Χαιρετισμό ἀκούγοντας καί ὁ μικρός γυιός τῆς οἰκογένειας ἀπ᾽ τήν παιδική του ἡλικία, τόν ἐπαναλάμβανε συνέχεια, εἶτε βρισκόταν μέσα στό σπίτι, εἶτε ἔπαιζε ἔξω στήν αὐλή!
Μιά μέρα, πού εἶχε λίγο μεγαλώσει, ἀπομακρύνθηκε λίγο ἀπ᾽ τό σπίτι καί πῆγε νά παίξη μέ τά ἄλλα παιδάκια κοντά στό ποτάμι πού πέρναγε δίπλα ἀπ᾽ τό χωριό τους.
Ἀπρόσεκτος καθώς ἦταν γλίστρησε καί ἔπεσε στό ποτάμι!
Καί καθώς ἦταν χειμώνας καί τά νερά ἦταν φουσκωμένα ὁ μικρός, πού δυστυχῶς δέν γνώριζε κολύμπι, παρασύρθηκε γρήγορα ἀπ᾽ τά ὅρμητικά νερά.
Τά ἄλλα παιδάκια ἄρχιζαν νά φωνάζουν γιά βοήθεια, οἱ χωριανοί ἔτρεξαν ἀμέσως καί κάποιοι βούτηξαν μάλιστα στό ποτάμι καί κολύμπησαν στήν προσπάθειά τους νά βροῦν τό παιδάκι.
Ἐντωμεταξύ εἰδοποιήθηκε καί ἡ μάνα καί γεμάτη ἀγωνία ἔτρεξε κι αὐτή στό σημεῖο ὅπου εἶχε πέσει μέσα στό ποτάμι ὁ μικρός τῆς γυιός.
Ἡ ώρα περνοῦσε καί ὁ μικρός δέν ἔδινε σημεῖο ζωῆς.
Κάποιοι ἄρχισαν νά ψάχνουν πιά καί στίς δύο ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, γιά νά περισυλλέξουν τό νεκρό κορμάκι τοῦ ἀγοριοῦ, ἦταν πεπεισμένοι, ὅτι ὁ μικρός θά εἶχε πνιγεῖ.
Μόνο ἡ μάνα του εἶχε τήν ἐλπίδα της στήν Θεοτόκο καί μέ δάκρυα στά μάτια τήν παρακαλοῦσε νά κάνη τό θαῦμα της καί νά τῆς χαρίση τό παιδί της.
Καί, ὦ, τοῦ παραδόξου θαύματος!
Βλέπουν ἀπ᾽ τό βάθος τοῦ ποταμοῦ, νά ξεπροβάλλη μία μορφή, πού ἐρχόταν κόντρα στήν φορά τῶν νερῶν τοῦ ποταμοῦ.
Ὅταν πλησίασε κάπως διέκριναν τό μικρό νά ἐπιπλέη στό ποτάμι, μέ τά ροῦχα του στεγνά καί νά χαμογελάη κτυπώντας χαρούμενα τά χέρια του.
Τόσο ἡ μάνα ὅσο καί οἱ ὑπόλοιποι βούτηξαν στά νερά καί ὁ μικρός βρέθηκε στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του, πού γεμάτη δάκρυα εὐχαριστοῦσε τήν Παναγία μας γιά τό θαύμα Της.
—Μά γιατί κλαῖς μανούλα μου, ρώτησε ἀπορημένος ὁ μικρός!
—Παιδί μου τόση ὥρα πού λείπεις νομίσαμε ὅτι πνίγηκες καί θά σέ ἔχανα γιά πάντα!
—Ἄχ μανούλα μου!, ἀπάντησε ψύχραιμα ὁ μικρός, μόλις ἔπεσα στό νερό ἔνοιωσα δύο χέρια νά μέ σηκώνουν ψηλά. Γύρισα καί εἶδα τήν Παναγίτσα μας νά μέ κρατάη ἀγκαλιά, καί ὅλη αὐτή τήν ὥρα ἤμουν μαζί Της! Καί ξέρεις μανούλα μου... παίζαμε μαζί! Ἐγώ τήν χαιρετοῦσα ὅπως μέ ἔχεις μάθει νά κάνω ἀπό μωρό, Της ἔλεγα συνέχεια: “Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία!” καί ἐκείνη χαμογελαστή μοῦ ἀπαντοῦσε: “Ο Κύριος μετά σοῦ!”.


<>


«Ἔσυραν τόν Κύπριο στρατιώτη μπροστά στούς αἰχμαλώτους. Φωνάζοντας στά τουρκικά ἄρχισαν νά τόν χτυποῦν ἀλύπητα. 
—Βγάλε σταυρό σου, πέτα τον χαμαί καί πάτα τον!, εἶπε ἕνας Τουρκοκύπριος μέ σπαστά ἑλληνικά.
Ἡ ἰδέα ἐνθουσίασε τούς ὑπόλοιπους στρατιῶτες πού μέ ἰαχές φώναζαν:
— Bγάλε τον καί πάτα τον!
Ὁ Ἐλληνοκύπριος στρατιώτης, μέ ὅση δύναμι εἶχε, φώναξε:
—Ὄχι! Ποτέ!
—Ἄρχισαν νά τόν χτυποῦν μέ λύσσα.
—Βγάλε τό σταυρό σου! Βγάλε!
—Ὄχι!
Ὅσο ἀρνιόταν τόσο περισσότερο τόν χτυποῦσαν μέ λύσσα παντοῦ. Τόν λόγχιζαν καί τό αἷμα ἔρρεε ποτάμι.
Τά μικρά παιδιά τρόμαξαν, ἄρχισαν νά κλαῖνει. Οἱ μάνες προσπαθοῦσαν νά τά κάνουν νά μή βλέπουν καί νά τά ἡσυχάσουν. Φοβόντουσαν μήν τραβήξουν τήν προσοχή τῶν Τούρκων μέ δυσοίωνα ἀποτελέσματα.
Μισή ὥρα τόν χτύπαγαν, τόν κλώτσαγαν, τόν λόγχιζαν φωνάζοντάς του νά βγάλη τό σταυρό του. Μά ὁ Ἑλληνοκύπριος στρατιώτης ἦταν ἀποφασισμένος νά πεθάνη παρά νά τόν βγάλη.
Τόν τράβηξαν πίσω ἀπό κάτι δέντρα. Ὅλοι πίστευαν ὅτι τόν πῆραν γιά νά τόν σκοτώσουν. Μά οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν νά τοῦ ἐκμαιεύσουν πληροφορίες...
—Ποῦ εἶναι (οἱ) δικοί μας;
—Δέν ξέρω.
Κλωτσιά στά πλευρά καί πάλι τόν σήκωναν καί ρώταγαν γιά τούς δικούς τους. Οἱ αἰχμάλωτοι ἄκουγαν μά ἀμφέβαλλαν ἄν πραγματικά νοιάζονταν οἱ Τοῦρκοι γιά πληροφορίες ἤ ἦταν ἁπλῶς ψεύτικες ἀφορμές γιά νά χτυποῦν τό παλληκάρι. 
Ὁ Ἑλληνοκύπριος στρατιώτης δέν μποροῦσε πιά νά στηρίξη τό σῶμα του. Τοῦ εἶχαν σπάσει τά πλευρά, τόν εἶχαν λογχίσει παντοῦ. Τόν εἶχαν χτυπήσει πολύ ἄσχημα. 
Ἕνας Τοῦρκος ἅπλωσε τότε τό χέρι του νά τραβήξη τή μαύρη καδένα ἀπ᾽ ὅπου κρεμόταν ὁ σταυρός. Τό χέρι τοῦ Ἑλληνοκυπρίου πρόλαβε καί τόν ἅρπαξε. Ὁ Τοῦρκος σάστισε. Ποῦ τή βρῆκε τή δύναμι; Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω. Ὁ Ἑλληνοκύπριος μέ τό χέρι νά σφίγγη τό σταυρό ἔπεσε μέ πάταγο στό χῶμα.
Αἱμόφυρτο καί λιποθυμισμένο, σωστό ματωμένο κουβάρι, τόν πέταξαν στά πόδια τῶν αἰχμαλώτων.
Τότε ὁ σταυρός του, ἄν καί γεμάτος αἵματα, ἔλαμψε ξαφνικά μέ ἕνα φῶς ἀπόκοσμο, θεϊκό!
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ μίσους δέν τό εἶδαν. Οὔτε κατάλαβαν γιατί οἱ Ἕλληνες αἰχμάλωτοι κοίταγαν μέ δέος τό παλληκάρι μπροστά τους. Ἦταν τά μάτια τους θολά καί σκοτεινά, τό φῶς δέν μποροῦσε νά τούς ἀγγίξη»(ΣΜ, 41).

INS.

<>




Χαμογέλα!
Αγάπα!
Συγχώρα!
Ξύπνα!
Ζήσε!!
Τόλμησε!
Κλάψε!
Τραγούδα!
Χόρεψε!
Αγκάλιασε!
Δώσε φιλιά παντού!
Άσε
όλο αυτό
το ρεύμα του Φωτός
και της θείας Αγάπης
να σε διαπεράσει.
Όλα αυτά,
δεν γίνονται μαγικά,
απλά και μόνο
επειδή ήρθε στο ημερολόγιο
η Ανάσταση.
Διότι,
και πέρυσι ήρθε.
Και πρόπερσι.
Και κάθε χρόνο
απ' το 33 μ.Χ. έρχεται.
Η Ανάσταση είναι
αυτό που ζω ή ακυρώνω
την κάθε μέρα
μέσα μου.
Ο Χριστός
δεν είναι
πυροτέχνημα στιγμής
και λαμπάδα
τρίωρης λάμψης,
μα άθλημα
ισόβιο.


<>







Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά περπατήσης μπροστά, πρέπει νά κουβαλᾶς μαζί σου μόνο ὅ,τι εἶναι πολύτιμο!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ χειρότεροι ἐχθροί εἶναι ἐκείνοι πού μεταμφιέζονται σέ φίλους.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ξέρετε πότε ἀποτυγχάνουμε ;
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν ἐκτιμούμε τούς ξένους περισσότερο ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν στό σπίτι μας.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν γράφουμε σπουδαῖα κείμενα ἀφιέρωμα, ἤ κάνουμε party γιά φίλους ἤ ἀγνώστους καί ξεχνάμε νά τιμοῦμε την οἰκογένειά μας κάθε μέρα.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν, ἡ ὄμορφη κούπα εἶναι γιά τούς ἐπισκέπτες, ἀλλά γιά ἐκείνους στό σπίτι, τήν σπασμένη κούπα.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν προσπαθοῦμε τόσο πολύ νά εὐχαριστήσουμε τούς ἄλλους, ἀλλά τό νά κάνουμε μιά χάρι στή μαμά εἶναι βάρος.
Ἡ οικογένεια εἶναι τό μεγαλύτερο ἀγαθό τοῦ ἀνθρώπου.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ὅλα ὅσα δίνονται καί γίνονται μέ τήν καρδιά δέν πάνε ποτέ χαμένα...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Υπάρχουν πράγματα πού δέν θά βγοῦν ποτέ ἐκτός μόδας, ἡ ἀρχοντιά, ἡ εὐγένεια, ἡ εἰλικρίνεια καί οἱ καλοί τρόποι.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

31. Διαβάζουμε: «Λέγεται ὅτι ἕνα χελιδόνι δέν φέρνει τήν ἄνοιξι· σημαίνει ὅμως αὐτό ὅτι ἕνα ἄλλο χελιδόνι, πού αἰσθάνεται καί περιμένει τήν ἄνοιξι, δέν πρέπει νά πετᾶ; Ἄν κάθε χορταράκι περίμενε κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἡ ἄνοιξι δέν θά ἐρχόταν ποτέ. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τήν πραγμάτωσι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· δέν πρέπει νά σκεπτώμασθε ἄν εἴμαστε τό πρῶτο ἤ τό χιλιοστό χελιδόνι»(στό: LT).


32. Victor Hugo: «Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία στή ζωή εἶναι ἡ πεποίθησι ὅτι μᾶς ἀγαποῦν, μᾶς ἀγαποῦν γιά τούς ἑαυτούς μας, ἤ καλύτερα μᾶς ἀγαποῦν παρά τούς ἑαυτούς μας»(ΜΑ).

33. «Ὁ κουτός ἄνθρωπος ἔχει τήν καρδιά στή γλῶσσα του, ἐνῶ ὁ ἔξυπνος ἔχει τή γλῶσσα στήν καρδιά του»(Ἡμερολόγιο τοίχου).

34. Μικρές ἀλήθειες: «Τό ξῖφος μπορεῖ νά κόβη τά πάντα. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά λύση τίποτε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ θάνατος ἔρχεται σάν αἰφνίδιος ἔλεγχος τῆς ἐφορίας. Οἱ πολλοί δέν ἔχουν τά βιβλία τους ἐντάξει»(Ἡμερολόγιο τοίχου).

35. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἐπισημαίνει: «Γιατί τάχα νά συμβαίνη, ὥστε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος νά προτιμᾶ τό θάνατο χάριν τῆς ἀρετῆς; Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μονάχα πήλινο καί φθαρτό σῶμα, θά ἔπρεπε νά τόν ἐνδιαφέρουν μονάχα τά ὑλικά πράγματα καί σέ αὐτά νά εἶναι ἀπόλυτα προσηλωμένος.
Κάποιος ἄλλος, λοιπόν, μέσα στόν πήλινο ἄνθρωπο, εἶναι πού ἀνεβαίνει πρός τά πνευματικά καί τά ὑπερφυσικά. Καί αὐτός ὁ ἄλλος εἶναι ἡ ἀθάνατη καί λογική ψυχή. Αὐτή, σάν ἄλλος μουσικός, πού παίζει τή λύρα, ὑπαγορεύει καί στό σῶμα τά ἀνώτερα καί καλύτερα»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

36. Διαβάζουμε: «Οἱ λέξεις, Κύριε, εἶναι εὔκολο νά εἰπωθοῦν —δέν κοστίζουν τίποτε. Βγαίνουν ἀπό μόνες τους. Μποροῦμε νά τίς ποῦμε καί μετά νά φύγουμε, χωρίς νά κάνουμε τίποτε γιά τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μας.
Γι᾽ αὐτό, Κύριε, αὐτήν τή φορά δέν θά μιλήσω! Ἀλλά θά παρηγορήσω τόν ἄνθρωπο πού ἔχει παγιδευθῆ μέσα στόν πόνο. Θά ὑποστηρίξω τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο οἱ ἄλλοι κοροϊδεύουν. Θά ἀνοίξω μέ χαρά τήν πόρτα στό πρόσωπο πού εἶναι χαραγμένο ἀπό λύπη. Θά καλωσορίσω χωρίς νά κρίνω τόν ἄνθρωπο πού εἶναι στό περιθώριο, τόν ὁποῖο δέν ἀγαπᾶ κανένας. Θά δώσω ὅ,τι ἔχω στόν ἄνθρωπο πού πεινάει καί πού δέν ἔχει τίποτε, ἀκόμη κι ἄν αὐτό εἶναι μόνο τό χαμόγελό μου καί ἡ ἀνακούφισι τῆς παρουσίας μου. Δέν θά μιλήσω, Κύριε, ἀλλά θά κηρύξω τήν ἀγάπη Σου. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε με δυνατό, γιά νά προσφέρω τήν ἀγάπη στά ἀδέλφια μου αὐτοῦ τοῦ κόσμου»(ΙΣ22).

37. Τhomas Εlliot: «Πολλοί ὑψώνουν τή φωνή τους σέ “Ζήτω” γιά νά ἁπλώσουν κατόπιν τό χέρι σέ “ζητῶ”»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας). 

38. Ἀναφέρει ὁ Bernie May: «Ὁ Τζίμ Μπαπτίστα εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τῆς λεπτομερείας. Πάντα πρίν ξεκινήση μέ τό ἀεροπλάνο του, κρατώντας ἕνα νοερό σημειωματάριο, ἐξετάζει προσεκτικά, μέ κάθε λεπτομέρεια, ὅλα ὅσα συνήθως ἐλέγχονται πρίν τήν πτῆσι.
Μιά φορά πετάξαμε μαζί στό Jackson τῆς Arizona, γιά νά πάρουμε ἕνα μεταχειρισμένο Dakota γιά τήν JAARS. Φαινόταν καλή εὐκαιρία καί ἐλέγξαμε τά πάντα, ἀκολουθώντας ἕνα κατάλογο ἐλέγχου. Μέχρι πού φθάσαμε στούς κινητῆρες. Ὁ Τζίμ καί ἐγώ κοιταχθήκαμε, καθώς ἕνα ὄργανο ἔδειχνε ὅτι ἡ πίεσι τοῦ λαδιοῦ στό δεξιό κινητῆρα ἦταν χαμηλή. Αὐτό ἦταν σοβαρό. Βέβαια δέν ἤμασταν σέ θέσι νά ἀγοράσουμε ἄλλο κινητῆρα κι ἔτσι ἀρκεσθήκαμε νά ἐξετάσουμε τί συνέβαινε.
Τό ἡμερολόγιο τοῦ σκάφους ἔδειχνε ὅτι ὁ κινητήρας ἦταν ὁλοκαίνουργιος. Ὁ παραπέρα ἔλεγχος ἔδειξε ὅτι αἰτία τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ παλαιοῦ κινητῆρα ἦταν ἀκριβῶς ἡ χαμηλή πίεσι λαδιοῦ. Ὅμως ἦταν μᾶλλον δύσκολο νά δεχθοῦμε ὅτι δύο μηχανές, ἀπ᾽ τίς ὁποῖες ἡ μία καινούργια, μποροῦσαν νά παρουσιάσουν τό ἴδιο πρόβλημα.
Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος τῆς λεπτομερείας ἀποφάσισε νά πειραματισθῆ γιά λίγο. Μπαίνοντας κάτω ἀπ᾽ τόν πίνακα ὀργάνων, ὁ Τζίμ ἀντέστρεψε τά καλώδια στούς δεῖκτες τοῦ λαδιοῦ, τοποθετώντας τό καλώδιο τοῦ δεξιοῦ κινητῆρα στόν ἀριστερό καί ἀντίστροφα. Λοιπόν τό μαντεύσατε!
Τώρα ὁ ἀριστερός κινητήρας ἔδειχνε χαμηλή πίεσι λαδιοῦ. Συμπέρασμα: ἡ βλάβη ἦταν στό ὄργανο καί ὄχι στόν κινητῆρα. Κάποιος εἶχε τοποθετήσει ἕνα καινούργιο κινητῆρα ἀξίας 12.000 δολλαρίων, ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένης ἐνδείξεως ἑνός ὀργάνου 30 δολλαρίων.
Γιά κάποιους λόγους, συνηθίζουμε νά πιστεύουμε ὅ,τι μᾶς δείχνει ἕνα ὄργανο, ἁπλᾶ καί μόνο γιατί ὑπάρχει σ᾽ ἕνα πίνακα ὀργάνων. Ἕνας χαλασμένος ἤ ἐλαττωματικός δείκτης πιέσεως λαδιοῦ, ἤ μιά πυξίδα, μπορεῖ νά ὁδηγήση τόν πιλότο σέ τέτοιες σφαλερές ἐνέργειες, πού ἴσως στοιχίσουν τή ζωή του.
Καθώς πετούσαμε ἐπιστρέφοντας, μέ τούς δύο κινητῆρες νά μουγκρίζουν, σκέφθηκα γιά κάποιους ἄλλους δεῖκτες, πού διακηρύττουν τήν “ἀλήθεια”. Μερικοί εἰδοποιοῦν ὅτι χρειάζεται ριζική ἀλλαγή. Ἄλλοι μέ βεβαιώνουν ὅτι ὅλα πᾶνε καλά.
Ἄν θέλετε, ὀνομάστε με πνευματικό ἄνθρωπο τῆς Λεπτομερείας· ὅμως ἀναρωτιέμαι γιά μερικά ἀπ᾽ αὐτά τά ὄργανα. Ἔχω παύσει νά δέχωμαι ἀβασάνιστα τήν ἔνδειξι ἑνός ὀργάνου, ἀκόμα κι ἄν ὅλες τίς προηγούμενες φορές οἱ ἐνδείξεις του ἦταν σωστές. Κανένας μετρητής —καμμιά φωνή— δέν δίνει πάντοτε σωστές ἐνδείξεις.
Ἕνας δείκτης, πού ἐπιμένει νά εἶναι πράσινος, ὅταν ὁ κινητήρας ἀφηνιάζη, μπορεῖ νά εἶναι τό ἴδιο θανάσιμος μέ ἕναν, πού σέ ἀναγκάζει νά κλείσης τό γκάζι, ὅταν δέν ὑπάρχη λόγος. Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἀντιστρέφει πότε-πότε τά καλώδια, ὕστερα ἐλέγχει τό ἐγχειρίδιο πτήσεως... ἤ ἀκόμα ἀπευθύνεται καί στόν κατασκευαστή.
Μερικές φορές αὐτό μπορεῖ νά τόν σώση ἀπό ἕνα ὁλοκαύτωμα»(ΚΘ 51).
Ὁ μόνος ἀλάνθαστος δείκτης εἶναι ἡ Βίβλος.

39. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὅποιος φοβᾶται νά πλησιάση τήν κυψέλη δέν εἶναι ἄξιος τῆς κηρήθρας»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Σηκώνοντας τά βάρη τῶν ἄλλων, ἐλαφρώνουμε τά δικά μας»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Στό σήκωμα τῆς ἄγκυρας ὁ δειλός τρέμει, χάνοντας τή σιγουριά. Ὁ γενναῖος ἀγάλλεται ἀντικρύζοντας τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ὠκεανοῦ»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

40. Κ. Κούρκουλας: «Στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ τά παραλυμένα σώματα τή θεραπεία τήν εὕρισκαν ὄχι στά γαληνεμένα νερά, ἀλλά στά ταραγμένα. Ὅταν ὁ ἄγγελος “ἐτάρασσε τό ὕδωρ”. Καί στίς ἀνθρώπινες ψυχές δέν εἶναι ἡ ἀκύμαντη καί μαλθακή ζωή, ἀλλά οἱ θύελλες καί οἱ δοκιμασίες, πού τίς θεραπεύουν καί τίς γιγαντώνουν. Οἱ στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὅλα γύρω “ταράσσονται”. “Κύριε, ἐν θλίψεσιν ἐμνήσθημέν Σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

41. Ἐπισημαίνει ὁ π. Αὐγουστίνος Καντιώτης: «Ὦ βλάσφημε, εἴτε πιστεύεις εἴτε δέν πιστεύεις στό Θεό, παραλογίζεσαι. Διότι, ἄν μέν πιστεύης, τότε πῶς βλασφημεῖς Αὐτό τόν ὁποῖο λατρεύεις; Ἄν πάλι δέν πιστεύης, τί βλασφημεῖς κάποιον πού γιά ἐσένα εἶναι ἀνύπαρκτος;»(ΑΚ 142).

42. Ἕνας «μοναχός ἔζησε στόν καιρό τοῦ μεγάλου καί θαυμαστοῦ Παλάμωνος, δασκάλου καί Γέροντος τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ Παχωμίου. Μιά ἡμέρα πῆγε καί ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο Παλάμωνα καί, σάν εἶδε φωτιά ἀναμμένη ἔξω ἀπ᾽ τό κελλί του, λέει μέ ὑπερηφάνεια στόν Ὅσιο Παλάμωνα καί στό μαθητή του Παχώμιο:
—Ἄν ἔχετε πίστι, ἐλᾶτε νά μποῦμε στή φωτιά, λέγοντας τήν Κυριακή προσευχή καί δέν θά πάθουμε τίποτε.
Ὁ θεῖος Παλάμων τοῦ εἶπε:
—Πρόσεξε, παιδί μου, διότι αὐτά τά ὁποῖα λές εἶναι σημεῖο μεγάλης ὑπερηφανείας. Ἐμεῖς λάβαμε ἐντολή νά πράττουμε καλά ἔργα καί ἀγαθές πράξεις, γιά νά λυτρωθοῦμε ἀπ᾽ τήν αἰώνια φωτιά τῆς κολάσεως.
Σάν ἄκουσε τοῦτα τά λόγια ὁ πλανεμένος ἐκεῖνος μοναχός, τά περιφρόνησε καί μπῆκε στή φωτιά· ὁπότε μέ τή βοήθεια τοῦ σατανᾶ δέν κάηκε, παρά βγῆκε ἔξω καί περιγελοῦσε τούς Ἁγίους (Παλάμωνα καί Παχώμιο) ὅτι δέν ἔχουν πίστι. Ὅμως ὁ παμπόνηρος δαίμονας, σάν εἶδε ὅτι ἔφθασε στήν κορυφή τῆς ὑπερηφανείας, μεταμορφώθηκε σέ ὄμορφη γυναῖκα, ἡ ὁποία μπῆκε μέσα στό κελλί του καί τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τήν κρύψη, διότι κακοί ἄνθρωποι ζητοῦν νά τή φυλακίσουν. Πείσθηκε, λοιπόν, στά γλυκά καί ἀπατηλά λόγια τῆς φανταστικῆς γυναίκας, τή λυπήθηκε καί ἄρχισε νά τή συμπαθῆ καί νά τήν παρηγορῆ· ὁπότε ἄναψε δυνατά στήν καρδιά του ἡ φωτιά τῆς αἰσχρῆς ἐπιθυμίας, ὥστε τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή συμφώνησε ν᾽ ἁμαρτήση μαζί της καί, ὅταν τήν ἀγκάλιασε, μπῆκε μέσα του ὁ δαίμονας, τόν ἔρριξε κάτω καί κειτόταν πολλή ὥρα σάν νεκρός, θέαμα δηλαδή ἐλεεινό. Καί ὅταν συνῆλθε λιγάκι, ἄρχισε κι ἔτρεχε σάν τρελλός. Τότε μπῆκε μέσα σ᾽ ἕνα θερμό λουτρό ὅπου κάηκε τό σῶμα του, ἐνῶ τήν ψυχή του τήν παρέλαβε τό πονηρό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί τή μετέφερε στή φωτιά τῆς αἰωνίου κολάσεως»(ΔΠ 28).

43. Μικρές ἀλήθειες: «Ἀρέσει στούς ἀνθρώπους νά βλέπουν τήν εἰκόνα τους σέ θολούς καθρέπτες»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό καλό τό ὁποῖο ἔχουμε τό παίρνει ὁ θάνατος. Τό καλό τό ὁποῖο κάνουμε τό παίρνει ὁ οὐρανός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ προσευχή θά σέ κάνη νά μήν ἁμαρτάνης. Ἡ ἁμαρτία θά σέ κάνη νά μήν προσεύχεσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

44. Ἀναφέρει ὁ μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἐδῶ στήν Πάρο ἦταν μία γυναῖκα, τήν ὁποία γνώρισα καί ἐξομολόγησα. Ἦταν 16 χρόνια τελείως ἀκίνητη. Εἶχε παραμορφωθῆ. Εἶχε γίνει ἕνα κουβάρι. Ποτέ δέν ἐγόγγυσε οὔτε στενοχωρήθηκε. Διαρκῶς ἔλεγε σάν τόν Ἰώβ: “Δόξα σοι, ὁ Θεός”. Πάντοτε χαιρόταν καί ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός τήν ἀγαπᾶ καί ὅτι τῆς ἔδωσε αὐτό τόν παιδεμό, γιά νά τήν ἀναπαύση αἰωνίως στούς οὐρανούς. Πέθανε πρίν ἀπό 4 χρόνια. Μέ τήν ὑπομονή της ἁγίασε καί τώρα βρίσκεται στήν αἰώνια ἀγαλλίασι»(ΔΠ 35).

45. Κ. Κούρκουλας: «Φρόντισε ἐσύ τό οἰκογενειακό σου περιβάλλον νά εἶναι Παράδεισος καί μήν ἀνησυχῆς γιά τά παιδιά σου πού πήδηξαν τό φράχτη του. Ὅσο μακρυά κι ἄν βρεθοῦν καί ἀπ᾽ ὅποιο κατήφορο τῆς ζωῆς κι ἄν περάσουν, θά νοσταλγοῦν πάντα ἐκεῖνο τό ὁποῖο γνώρισαν καί ἔζησαν πίσω ἀπ᾽ τό φράκτη. Καί κάποτε θά τόν ξαναπηδήξουν ἀλλά πρός τά μέσα αὐτή τή φορά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

46. «Στή φθορά τοῦ χρόνου, τά οἰκοδομήματα πού ἀντέχουν, εἶναι ἐκεῖνα πού ἔχουν γερούς ἀκρογωνιαίους λίθους στά θεμέλια καί ὄχι φιοριτοῦρες στά ἀετώματα. 
Οἱ ἀκρογωνιαῖοι δέν φαίνονται, ἀλλά στηρίζουν τά οἰκοδομήματα. Τά διακοσμητικά φαντάζουν, ἀλλά δέν ἐπιβιώνουν.
Καί στή φύσι ἐπιβιώνουν τά φυτά πού ἔχουν ρίζες καί ὄχι ἄνθη· καθώς καί στή ζωή ὅσοι διαθέτουν ἀρετές καί ὄχι φιοριτοῦρες»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

47. «Τό κυνήγι καί ἡ σκόπευσι ὑψηλῶν στόχων στή ζωή μοιάζει —ἔλεγε ὁ Bismarck— μέ τό κυνήγι τῆς ἀγριόπαπιας στό βάλτο.
Τό σημαντικό δέν εἶναι τό πότε θά πυροβολήσης ἀλλά τό πῶς καί ποῦ θά πατήσης πάνω στή λάσπη τοῦ βάλτου γιά νά μήν βουλιάξης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

48. Γράφει κάποιος Χριστιανός: «Μοῦ ἔκαναν ἐντύπωσι δύο ἐπεισόδια, πού ἀναφέρονται σέ δύο βιβλία. Στό ἕνα, στό: Γιά Ποιόν Κτυπᾶ ἡ Καμπάνα, τοῦ Hemingway, παρουσιάζεται ἕνας κομμουνιστής  γεροστρατιώτης, πού εἶναι φρουρός σέ μιά γέφυρα. Τό νοιώθει, πώς ὕστερα ἀπό λίγο θά πεθάνη, θά σκοτωθῆ. Καί νοιώθει τήν ἀνάγκη νά προσευχηθῆ. Μά τά μαρξιστικά τσιτάτα δέν δέχονται κάτι τέτοιο. Καί τό νοιώθει σάν μειονέκτημα. Καί σκέπτεται, σάν κέρδιζαν τόν πόλεμο, νά ἔκανε μιά εἰσήγησι στήν Κεντρική Ἐπιτροπή, γιά τήν καθιέρωσι κάποιας λατρευτικῆς διαδικασίας.
Τό δεύτερο εἶναι ἀπό ἕνα μυθιστόρημα τῆς Oriana Fallaci, πού περιγράφει τή ζωή τῆς Ἀμερικῆς ἀπό ἕνα μάτι εὐρωπαϊκό κοιταγμένη. Ἡ ἡρωΐδα τοῦ μυθιστορήματος καταλαμβάνεται ἀπό κατάθλιψι, ἀπ᾽ τή ζωή καί τούς ἔρωτες, τούς ὁποίους εἶναι ἀναγκασμένη νά κάνη καί σέ μιά στιγμή ἀπελπισίας, ἐντελῶς ἐνστικτώδικα φωνάζει: “Ἄχ, Θεέ μου...”. Μά ἐπειδή ἦταν δασκαλεμένη, πώς Θεός δέν ὑπάρχει, συμπληρώνει: “Τί κρῖμα νά μήν ὑπάρχης”»(ΜΒ 11).

49. Μικρές ἀλήθειες: «Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς πολλές φορές μᾶς ἐμπνέουν. Τό ρυάκι χάνει τό τραγούδι του ὅταν τοῦ ἀφαιρέσης τούς βράχους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο στή ζωή σέ σηκώνει... Τό παραπάνω χρειάζεται ἐσύ νά τό σηκώσης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Θεός δέν ζητᾶ συνηγόρους, πού νά προβάλλουν μέ τά λόγια τους τήν ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ζητᾶ ὑπηκόους πού δείχνουν μέ τήν ὑποταγή τους καί τόν ἄψογο βίο τους τή δύναμι τοῦ Χριστοῦ»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός



<>





Ἕνας γιατρός ἐἶπε κάποτε:
 “Τό καλύτερο φάρμακο γιά τόν ἄνθρωπο ἐἶναι ἡ αγάπή”.
Κάποιος ρώτησε:
 “Καί άν δέν δουλέψει;”.
Ὁ γιατρός χαμογέλασε καί ἐἶπε:
  “Αὔξησε τή δόσι”.

https://www.facebook.com/orthodoxes.anthodesmes/


<>




Ὅταν κάποιος σέ βοηθάει ἐνῶ περνάει καί ὁ ἴδιος δύσκολα...
Δέν εἶναι βοήθεια...
Ἀγάπη εἶναι...

https://www.facebook.com/olagiatinpsixikiygeia/

<>





«Εἶπε στήν κόρη του, “Μήν πεῖς σέ κανένα ὅτι ὁ πατέρας σου εἶναι σκουπιδιάρης, θά σέ κοροϊδεύουν”.
Ἐκείνη ἀνέβασε στό instagram αὐτή τή φωτογραφία καί ἔγραψε: “Ὁ πατέρας μου εἶναι σκουπιδιάρης. Εἶναι ὁ ἡρωάς μου. Σ᾽ ἀγαπῶ μπαμπά”»(Τροφή για Σκέψη, https://www.facebook.com/trofigiaskepsii).
<>






«Πάσχει ἀπό Alzheimer ἀλλά γιά μιά στιγμή ἀναγνωρίζει τήν εγγονή τῆς πού τή φροντίζει καί τῆς λέει “Σ᾽ ἀγαπῶ”!  
Ἐπιμ.: Δ. Ντζαδήμα»(https://www.facebook.com/fractalart.gr).

<>




Μενέλαος Λουντέμης: «Τά ἀγριολουλουδα ἔχουν δύο παραπανίσιες ἀξίες:
Πρώτα, δέν πουλιοῦνται κι ἔπειτα ἐκεῖνος πού τά χαρίζει τά μαζεύει μόνος  του»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>




Babyhamsta: «Ὁ παπποῦς καί ἡ γιαγιά μου εἴχανε τήν 60ή ἐπέτειο γάμου.
 Ὁ παπποῦς μου εἶχε alzheimer. Δέν θυμόταν τά παιδιά του, τό σπίτι του ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλά ὅσο ἄσχημα κι ἄν ἦταν, ὅποτε ἔβλεπε τή γιαγιά μου ἔλεγε “κοίτα τήν ὄμορφη γυναῖκα μου”»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>





Ξένη Τσολακίδου: «Μέ ρώτησαν μιά μέρα τί εἶναι ἀγάπη.
Ἀγάπη εἶναι ὁ παππούς μου, πού ἔχει δυό χειρουργεῖα στά πόδια καί ἔνα μπαλονάκι στήν καρδιά. Ἀλλά σιδερώνει γιά τή γιαγιά μου πού ἔχει πόνους στά χέρια, στά πόδια στή μέση καί εἶναι μαζί 53 χρόνια.
Ἀγάπη εἶναι νά μήν φοβᾶσαι μήν καταπατηθῆ ὁ ἀνδρισμός σου. Σοῦ φτάνει μόνο νά βλέπης τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶς νά εἶναι καλά.
Αὐτό εἶναι ἀγάπη.
Σέ εὐχαριστώ παπποῦ πού μοῦ ἔμαθες τί εἶναι ἀγάπη»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>







Η θυσιαστική και με μακαρία υπομονή αγάπη ενός άνδρα για τη γυναίκα του και η επιστροφή της


«Διηγεῖται ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός μία πραγματική ἱστορία, γιά νά μαρτυρηθῆ μέ ζωντάνια ἡ θυσιαστική καί μέ μακαρία ὑπομονή ἀγάπη ἑνός ἀνδρός γιά τή γυναῖκα του, ἕνα παράδειγμα ἀπ᾽ τή μαχητικότητα ἑνός ἡρωϊκοῦ συζύγου, ὄχι κάποια πλασμένη διήγησι πρός διδαχή, ἀλλά μία ἀληθινή ἱστορία πού ἐκτυλίχθηκε στίς μέρες μας. “Εἶναι πολύ συγκλονιστικό”, δηλώνει ἐξαρχής ὁ παπποῦς, ἕνα ἀληθινό παράδειγμα θυσίας, “ἀπ᾽ τά μέσα πού χειρίζονται οἱ πραγματικοί σύζυγοι, γιά νά συγκρατήσουν τήν ἑνότητά τους”. Ὁ Γέροντας ἐκκινεῖ τήν ἐξιστόρησί του, παρουσιάζοντας ἕνα “τζέντλεμαν”, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία πέραν τῶν τριάντα ἐτῶν, ἐπιθύμησε νά δημιουργήση οἰκογένεια. “Ἔκανε ἐκεῖ τήν προσευχούλα του, καί, ὅπως τοῦ ἔτυχε ἐκεῖ, βρῆκε μία κορούλα καί τήν πῆρε ὡς σύζυγο, τήν παντρεύτηκε νομίμως”. Ἐκείνη ἦταν μικρή, “κάτω καί τῶν εἴκοσι σχεδόν ἐτῶν”, ἀλλά ὄχι μονάχα αὐτό, διότι ἦταν καί ζωηρή, ἔκανε λάθη, ὡστόσο, ὡς γνήσιος “τζέντλεμαν” ὁ ἄνδρας της, ὡς ἄνθρωπος πού διέθετε διάκρισι, προσποιοῦνταν ὅτι δέν ἔβλεπε τά ἀτοπήματά της, “σάν πατέρας της τῆς φερόταν”, ὡς ἕνας γνήσιος ἥρωας ἀπ᾽ τίς πρῶτες ἐποχές τῆς συζυγίας τους.

Ὁ ἄνδρας ἦταν μέτοχος σέ ἑταιρεία πού ἕδρευε στό ἐξωτερικό καί ἄρα τό ἀνάγκαζε ἡ συγκυρία νά φύγη τό ζευγάρι γιά τά ξένα, ὅπως καί ἔφυγε. “Ἔ, τήν πῆρε καί ἔφυγαν στό ἐξωτερικό, σάν σύζυγό του, μαζί ἐκεῖ”. Ἐκεῖ, ὅμως, στά μακρινά, ἦρθε ὁ κακός λογισμός καί παρέσυρε μέ δίνη τό κορίτσι. “Ὅπως ἦταν λίγο ζωηρούλα καί ἀκατάρτιστη, σκέφτηκε ὅτι αὐτό γιά μένα τό ἔκανε —τό νά μετακινηθοῦν— γιά νά μέ χωρίση ἀπ᾽ τό περιβάλλον μου”. Πίστεψε τό νοῦ της, καί, τότε, “τόν παρατάει τόν ἄνδρα της καί φεύγει καί ἔρχεται πίσω στήν Ἑλλάδα καί πηγαίνει σέ κάποιο καζίνο καί δουλεύει σάν ἐλεύθερη γυναῖκα, ἐπ᾽ ἀμοιβή”. Ὁ σύζυγος, ὡστόσο, δέν φάνηκε νά πτοῆται ἀπ᾽ τήν ἄξαφνη φυγή της, διότι ἐκεῖνος τήν ἀγαποῦσε καί ἦταν ἱκανός νά τή συγχωρῆ, νά κάνη θυσίες, νά μακροθυμῆ, νά διασώζη τά πολλά καί σπουδαία λάθη της. “Αὐτός”, διηγεῖται ὁ Γέροντας, “ἀπ᾽ τή στιγμή πού ἔφυγε ἀπό κοντά του, ἄρχισε νά ἐξομολογῆται στό Θεό καί νά τόν παρακαλῆ, μέ ἕνα εἶδος, οπως νά σοῦ πῶ, δικαζότανε μέ τό Θεό!”.

Ὁ Βατοπαιδινός ἀναφέρεται στίς συγκλονιστικές προσευχές αὐτοῦ τοῦ “τζέντλεμαν” καί τίς δεήσεις ἑνός ὁλόκληρου καιροῦ: “Ἐπί δύο ἔτη, κάθε μέρα ἔκλαιγε: ‘Πανάγαθε, παρά δέ Κυρίου ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί, ἐγώ προσευχήθηκα σέ Σένα καί ξέρεις τή διάθεσί μου. Εἶναι ἀδύνατον νά πιστέψω ὅτι αὐτή ἡ γυναῖκα εἶναι τυχαία γιά μένα! Ἐσύ μοῦ τήν ἔδωσες! Τή θέλω, Πανάγαθε! Ζητῶ τή γυναῖκα μου! Τί πειράζει, ἄν πλανήθηκε ἕνα κοριτσάκι; Γιά ποιόν σκοπό ἦρθες στή Γῆ; Δέν ἦρθες Ἐσύ νά ἐπιστρέψης τό πεπλανημένο; Δέν ὁρκίστηκες στό Ὄνομά Σου, ὅτι δέν θέλεις τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ; Δέν ὑποχωρῶ, ἐπιμένω, ζητῶ δικαιοσύνη! ̓”. Ἔκλαιγε. Σπάραζε. Γονάτιζε. Ζοῦσε ὅπως ζοῦσε, ὁ καιρός περνοῦσε. Ἡ κορούλα δέν γυρνοῦσε, ἀλλά ἐκεῖνος ὡς ἀκλόνητη ὀροσειρά εἶχε καταφέρει νά συμπληρώση εἴκοσι τέσσερεις ὁλόκληρους μῆνες τῆς ἴδιας ἐπιμονῆς κραυγῆς πρός τό Θεό: “Θέλω τή γυναῖκα μου, νά μοῦ τή φέρης πίσω! Ἀφοῦ δέν μπορεῖ ἐκείνη, γιατί πλανήθηκε, πάρε τή δική μου προσευχή! Δέν εἶπες Κύριέ μου, ‘εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε; ̓”. Δύο χρόνια ἡ ἴδια ἱστορία. Τό ἴδιο κλαμα, ἡ ἴδια ἡρωϊκή διάθεσι. “Στεκόταν στήν ἔπαλξι τῆς ἀπαιτήσεως πρός τό Θεό”. Ἡ προσευχή του ἔφθασε νά εἶναι φοβερά παράκλησι, ἐπαινετά ἐξαντλητική γιά τή μικρή ὀμορφούλα τῆς καρδιᾶς του.

Ἐκεῖ, ὅμως, στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, σέ περιμένει ὁ Θεός γιά νά σέ πιάση. “Στά δύο χρόνια ξύπνησε ἡ κόρη!”, λέει, τώρα, ὁ παπποῦς. Τήν κορούλα τή βασάνιζαν οἱ τύψεις. Γνώριζε τό μέγεθος τοῦ ἀτοπήματός της καί ἄρα τήν κλοτσοῦσε ἠ συνείδησί της. “Ἄρχισε νά σκέφτεται ὅτι θά πρέπη ὁ Θεός νά κάνη ἄλλη κόλασι, γιατί τούτη πού εἶναι, εἶναι μικρή γιά μένα. Πιάνει καί γράφει ἕνα γράμμα στόν ἄνδρα της, καί λέει: ‘Δέν τολμῶ νά σέ ὀνομάσω, δέν ἔχω θέσι. Ἀλλά, ἄν ἐπιστρέψω, δέν μέ δέχεσαι πίσω σάν ὐπηρέτρια; ̓”. Ὁ ἄνδρας, μόλις διάβασε τό γράμμα της, πλημμύρισε ἀπό χαρά. Δέν ὑπῆρξε γι᾽ αὐτόν οὔτε ἴχνος δεύτερης σκέψεως. Ἀμέσως λαχτάρισε πίσω τή γυναῖκα του. Ἡ ἀγάπη συγχωρεῖ, ζέει ὀρθή, δέν γνωρίζει μικρότητες. Μεγαλοθυμεῖ! Σημειώσεις λαθῶν δέν θά κρατήση ἡ ἀγάπη. Σχίζει τά τεφτέρια. Τά διαγράφει ὅλα, σχεδιάζει τά μέλλοντα. “Ἀπαντάει αὐτός”. Γράφει καί στέλνει μία ἀπάντησι ἡρωϊκή. “‘Ἀγάπη μου ̓, ἔγνεφε μέσα μέ ζεστασιά, ‘γιατί εἶπες αὐτό τό λόγο; Δέν σέ ἔστειλα γιά διακοπές καί ἀναμένω τή σύζυγό μου νά ἔρθω πίσω στήν ἀγκαλιά μου; ̓. Ἔ, πῆρε θάρρος αὐτή καί λέει ἔρχομαι!”.

Πανηγύριζε ἤδη ὁ οὐρανός, οἱ Ἅγιοι, οἱ Ἄγγελοι, ὅλοι μαζί ἕνας ψαλμός γιά τό ζευγάρι πού ἑνώνονταν ξανά, διότι χαίρεται πολύ καί ἡ Θεοτόκος σμίγοντας πίσω τά ζευγάρια. Ἀπέμεινε ἡ συνάντησί τους. “Συνεννοήθηκαν γιά τό χρόνο κι αὐτός τήν περίμενε στό ἀεροδρόμιο. Ὅταν ἦρθε στό ἀεροδρόμιο καί βγῆκε ἔξω καί ἐλευθερώθηκε, μόλις τόν εἶδε ἀπέναντι, ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά κλαίη, νά χτυπιέται. Ἐκεῖνος τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, ἔτσι μπροστά στόν κόσμο. ‘Ἀγάπη μου, γιατί κάνεις ἔτσι καί μέ πληγώνεις; Μέ τόση λαχτάρα σέ περιμένω νά πᾶμε σπίτι μας, κι ἐσύ τί κάνεις ἔτσι; ̓. Τήν πῆρε στό σπίτι”.

“Ἔ, αὐτό τό βράδυ, πάτερ”, εἶχε ἐμπιστευτῆ ἐκεῖνος ὁ σύζυγος στό Γέροντα Ἰωσήφ τό Βατοπαιδινό, “ἀπ᾽ τήν ὥρα πού ἔβαλα τό κεφάλι μου στό μαξιλάρι μου μέχρι τό πρωΐ, ὁ φύλακας μου ἄγγελος μέ γύρισε ὅλες τίς χωρεῖες τῶν Ἁγίων, ὅλη τή δόξα τοῦ Παραδείσου!”»(ΚΠ, 437).


<>








Η αγάπη βρίσκει τον τρόπο, η αδιαφορία βρίσκει πάντα μια δικαιολογία


<>


Λόγια Αγίων περί Αγάπης


*Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής.

—Aγιος Αυγουστίνος Ιππώνος Β. Αφρικής


* Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να κατακτήσει την τέλεια αγάπη, παρά μονο εκείνος που απέβαλε τον παλιό εαυτό του.

—Άγιος Βασίλειος ο Μέγας


*Πουθενά δεν βρίσκεται η αγάπη χωρίς ταπείνωση, ούτε ταπείνωση χωρίς αγάπη. Ο κλέφτης αποφεύγει τον ήλιο και ο υπερήφανος καταφρονεί την ταπείνωση.

—Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης


* Η πολυχρόνια υπομονή οδηγεί στην ταπείνωση. Η ταπείνωση οδηγεί στην υγεία της ψυχής. Η υγεία της ψυχής στη γνώση του Θεού. Η γνώση του Θεού στην αγάπη του Θεού. Και, τέλος, η αγάπη του Θεού στη χαρά του Θεού, τη γλυκύτερη όλων

—Άγιος Ισαάκ ο Σύρος



<>





Έρωτας σε γάμο...

Μια όμορφη και πιστή οικογένεια έζησε πολύ καλά το Μυστήριο του Γάμου, είκοσι χρόνια γάμου.  Μια μέρα ξέσπασε σφοδρή φωτιά στο σπίτι.  Οι γείτονες κάλεσαν την πυροσβεστική, η γυναίκα και ο σύζυγός του μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο.  Λίγες μέρες αργότερα, οι γιατροί είπαν στον σύζυγό της:

 - Καταφέραμε να σώσουμε τη γυναίκα σου, αλλά είναι αγνώριστη: από τη μέση και πάνω είναι μια αγνώριστη από  το καμένο δέρμα, το στόμα της είναι παραμορφωμένο, έχει χάσει ένα κομμάτι από τη μύτη της, το αυτί της.  Θα είναι δύσκολο για εμάς να βοηθήσουμε τη γυναίκα σας να ξαναβρεί τη ζωή της.

 Είπε χαμηλόφωνα:

 - Κι εγώ υπέφερα πολύ από αυτή τη φωτιά, είμαι τυφλός, πρέπει να φοράω ειδικά γυαλιά.

 Πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο και μεταφέρθηκαν στο  σπίτι που αγοράστηκε με τη βοήθεια συγγενών και φίλων και κλείστηκαν στο σπίτι, αλλά δεν έβγαιναν από το σπίτι.  Ήταν εντελώς παραμορφωμένη, αλλά έζησαν μαζί για άλλα δεκαεπτά χρόνια .Μετά η γυναίκα του πέθανε .

 Στην κηδεία ... η έκπληξη συγγενών και φίλων ήταν μεγάλη!  Ήταν χωρίς γυαλιά και χωρίς μπαστούνι: δεν ήταν τυφλός.  Είπε ψέματα γιατί ήξερε ότι αυτή η σύζυγος δεν θα μπορούσε ποτέ να αισθανθεί ότι την αγαπούν πραγματικά αν ήξερε ότι έβλεπε την παραμόρφωσή της.

 Ηθική: Να αγαπάς σημαίνει να έχεις το θάρρος να παίζεις στα τυφλά για να βλέπει ο άλλος το φως.  Να αγαπάς σημαίνει να θυσιάζεσαι για τον άλλον και να ζεις μέσα από τον άλλον!  Η αληθινή αγάπη δεν κρατά μόνο στον τάφο, αλλά περνά πέρα ​​από τον θάνατο στην αιωνιότητα σε Αυτόν που είναι - Ζωή χωρίς θάνατο και Αγάπη χωρίς τέλος!

https://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/07/blog-post_90.html


<>




Ποιος πρέπει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Η γυναίκα ή ο άντρας;


—Γέροντα, ποιος πρέπει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Η γυναίκα ή ο άντρας; 

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994):

—Όποιος προλάβει πρώτος... Αυτός θα έχει και τον μεγαλύτερο μισθό.



<>


“Nομικός τίς προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτόν καί λέγων· ... τίς ἐστί μου πλησίον;” (Λουκ. 10, 25-37, Παραβολή Καλοῦ Σαμαρείτη)


“Nομικός τίς προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτόν καί λέγων· ... τίς ἐστί μου πλησίον;” (Λουκ. 10, 25-37, Παραβολή Καλοῦ Σαμαρείτη)


Μία ἀπ᾽ τίς πιό ἀπολαυστικές στιγμές τῆς Ἱερωσύνης


εἶναι ἡ στιγμή πού ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία,


μέσα στήν ἡσυχία


καί μέ τήν ἐκκλησιά νά μοσχοβολᾶ πατόκορφα λιβάνι,


ὁ ἱερέας βρισκόμενος “μόνος μόνῳ Θεῷ”


καταλύει (τρώγει τό περιεχόμενο) τό Ἅγ. Ποτήριο.


Τί εἶναι μέσα στό Ποτήριο;


Ὁλάκερος ὁ κόσμος (ὁρατός καί ἀόρατος)


Ἐκεῖ εἶναι ἡ Παναγία πού τόσο εὐλαβεἶσαι...


Ἐκεῖ ὁ Θυσιαζόμενός μας Χριστός...


Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος πού φέρεις


βαρύ φορτίο κληρονομιᾶς τό ὄνομά του...


Ἐκεῖ ὅμως καί ἐκείνος


πού δέν συμπαθεῖς,


πού ἐνῶ δέν τοῦ κρατᾶς κακία (γιατί εἶσαι καί “Χριστιανός”)


ἀλλάζεις πεζοδρόμιο γιά νά μήν συναντηθῆτε...


κι ὅμως μπορεῖ νά μήν τόν ἀντέχῆ ἡ “ἁγιότητά” σου


βρίσκεται δίπλα σου μέσα στό Ποτήριο


κολυμπώντας στήν ἀδιάκριτη ἀγάπη τοῦ Χριστού μας...


Λυγίζουν τά γόνατα τοῦ ἱερέως


στό ὑπέρλογο θέαμα


τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ Ἁγ. Ποτηρίου...


Γίνεται καί ὁ παππούλης


μέ τήν κατάλυσι


ἕνα χωνευτήρι τῆς ἀγάπης!


π. Ἰωάννης Παπαδημητρίου


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2020/01/blog-post_563.html




<>


Ένας καλλιτέχνης...


Ένας καλλιτέχνης που ζούσε σε ένα μικρό χωριό, έκανε αγιογραφίες και τις πουλούσε σε καλή τιμή. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί.


Μια φορά ήρθε ένας κακός άνθρωπος από το χωριό και του είπε:


"Βγάζεις πολλά λεφτά από τη δουλειά σου. Γιατί δεν βοηθάς τους φτωχούς στο χωριό; Κοίταξε τον χασάπη, δεν έχει πολλά λεφτά, αλλά δίνει δωρεάν κρέας στους φτωχούς κάθε μέρα. Κοίταξε τον φούρναρη - κι ας είναι φτωχός και πατέρας μεγάλης οικογένειας, δίνει δωρεάν ψωμί κάθε μέρα".


Ο καλλιτέχνης δεν του απάντησε, αλλά μόνο χαμογέλασε. 


Ο άνθρωπος έφυγε θυμωμένος και διέδωσε στο χωριό ότι ο καλλιτέχνης είναι πολύ πλούσιος, αλλά είναι ένας άθλιος και δεν βοηθάει τους φτωχούς.


Μετά από λίγο ο καλλιτέχνης αρρώστησε και κανείς στο χωριό δεν του έδωσε σημασία. Πέθανε μόνος του.


Πέρασε καιρός και οι κάτοικοι του χωριού παρατήρησαν ότι ο χασάπης δεν έδινε πλέον δωρεάν κρέας στους φτωχούς, ο φούρναρης επίσης δεν έδινε δωρεάν ψωμί στους φτωχούς. 


Όταν ρωτήθηκαν γιατί σταμάτησαν, είπαν:


"Σταματήσαμε γιατί ο καλλιτέχνης που μας έδινε χρήματα κάθε μήνα για να σας βοηθούμε, πέθανε".


Γι᾽ αυτό δεν πρέπει να καταδικάζουμε κανέναν γιατί δεν ξέρουμε τι κρύβεται στην ψυχή του. Μόνο ο Θεός ξέρει και μόνο αυτός έχει το δικαίωμα να κρίνει.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/03/blog-post_204.html




<>


Το να βοηθάς κάποιον άλλον μέσα από δυσκολίες είναι εκεί που ξεκινά ο πολιτισμός


Πριν από χρόνια, η ανθρωπολόγος Margaret Mead ρωτήθηκε από έναν μαθητή τι θεωρούσε ως το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια κοινωνία. Ο μαθητής περίμενε την Mead να μιλήσει για αγκίστρια ή πήλινα αγγεία ή γλυπτά. Αλλά όχι. Η Mead είπε ότι το πρώτο σημάδι του πολιτισμού σε έναν αρχαίο πολιτισμό ήταν ένα μηριαίο οστό που είχε σπάσει και στη συνέχεια είχε πλήρως επουλωθεί. Η Mead εξήγησε ότι στο βασίλειο των ζώων, αν σπάσεις το πόδι σου, πεθαίνεις. Δεν μπορείς να φύγεις από τον κίνδυνο, να φτάσεις στο ποτάμι και να πιείς νερό ή να κυνηγήσεις για φαγητό. Είσαι τροφή για άγρια θηρία. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει από ένα σπασμένο πόδι αρκετό καιρό ώστε να επουλωθεί το οστό. Ένας σπασμένος μηρός που έχει επουλωθεί είναι απόδειξη ότι κάποιος έχει πάρει χρόνο για να μείνει με αυτόν που έπεσε, έδεσε την πληγή, έχει μεταφέρει το άτομο σε ασφαλές μέρος και έχει φροντίσει το άτομο να ανακάμψει. Το να βοηθάς κάποιον άλλον μέσα από δυσκολίες είναι εκεί που ξεκινά ο πολιτισμός, είπε η Mead. 


"Είσαι στα καλύτερά σου όταν εξυπηρετείς άλλους. Να είσαι πολιτισμένος".


—Ira Byok" (Via: Ξένος Σάββας)


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2020/08/margaret-mead.html


<>


Κάνουν λάθοι αλλά κρύβουν τόση ηπιότητα και γλυκάδα μέσα στην καρδιά τους 


«Ζοφερό καί μαῦρο βλέπουμε τό μέλλον αὐτῆς τῆς Γῆς. Μά ὁ Θεός πού τοῦ ἀρέσουν τά surpise πάντα ἔχει ἕνα ἄλλο σχέδιο.


Θεωροῦμε τίς νέες γενιές ὡς ἀδιάρμιστες (ἀκατάστατες) καί κακοκαμωμένες καί κλαῖμε γι᾽ αὐτό πού ἔρχεται.


Κι ὅμως θωρείς στούς περισσότερους νέους μία εὐαισθησία, μία ἁπαλότητα, ἕνα πιό ταπεινό πνεῦμα καί μία εὐαισθητοποίησι γιά τόν πόνο τῶν ἄλλων καί ὅλης τῆς κτίσεως.


Γνωρίσαμε καί τίς παλαιές γενιές τῶν πιστῶν καί ἀθώων μέν ἀνθρώπων μά ἐπίσης καί τῶν σκληροκαρδίων, ἀμετάπειστων, ἀπόλυτων, ξεροκέφαλων καί σκληροτάτων ἀνθρώπων.


Προκρίνω τό σήμερα. Μέ παιδιά τά “κουζουλά” καί “απροσάρμοστα” πού κάνουν μέν λάθη ἀλλά κρύβουν τόση ἠπιότητα καί γλυκάδα μέσ᾽ τήν καρδιά τους.


Σέ πανήγυρι εὑρισκόμενος πρίν λίγες ἡμέρες, καί ἐνῶ καθόμουν μέσα στό Ἱερό εἶχε συνωστιστεί δίπλα μοῦ ἕνας ὄμιλος παιδιῶν καί ἐφήβων πού φοροῦσαν πολύχρωμες παπαδακίστικες στολές. Τά γέλια, τά πειράγματα καί τά πολλά τά λόγια δέν ἀπόλειπαν. Κάποια στιγμή μία μεγάλη, παρδαλή καί ἐπικίνδυνη σφήκα μπῆκε μέσα. Ἕνα παιδί στράφηκε ἐνστικτωδῶς νά τήν πατήση, ὅπως θά κάναμε ὅλοι στή θέσι τους.


Μά τότε φώναξαν οἱ ὑπόλοιποι:


—Ὄχι βρέ σύ, μήν τήν πατήσεις , ἄφησέ τήν νά ζήση.


Καί λαμβάνοντας, ἕνα χαρτομάντηλο τήν ἔπιασαν καί τήν ἄφησαν ἀπ᾽ τό παραθύρι τοῦ Ἱερού ν᾽ ἀναπετάξη στήν φωλιά της.


Πρίν μία ἑβδομάδα ἡ Πέμπτη Δημοτικοῦ ἑνός κοντινοῦ σχολείου ἐπισκέφθηκε τήν ἐκκλησία μας. Πῆραν τά παιδιά νά προσκυνοῦν μέ δέος ὅλες τίς ἁγίες εἰκόνες ὥσπου ἕνα ἀγοράκι παραπάτησε στά σκαλοπάτια τοῦ Τέμπλου καί κόντευσε νά πέση.


Ἀμέσως τότε ἕνα κοριτσάκι πῆγε νά βάλη τά γέλια.


Ὅμως ἕνας συμμαθητής της εἶχε ἄλλη ἄποψι.


—Εἶσαι καλά; Ἄν δηλαδή ἔπεφτε καί χτύπαγε τό κεφάλι του θά χαιρόσουν;


Στόν γκισέ μίας δημόσιας ὑπηρεσίας στέκονταν βαριεστημένος ἕνας 65άρης. Τοῦ ᾽χε προμηθεύσει ἡ σύζυγός του ὅλα τά χαρτιά πού ἔπρεπε. Ὅμως εἶχε λησμονήσει ἕνα δικαιολογητικό.


Τότε τήν παίρνει τηλέφωνο ἀπ᾽ τό κινητό του.


—Μωρή... γιατί μωρή ξέχασες αὐτό τό χαρτί, μήν ἔρθω ἐκεῖ καί...


Λίγο πιό μετά ἔφτασε στήν ἴδια ὑπηρεσία ἕνας 30άρης.


Καί ἐκείνου εἶχε ἀποξεχάσει ἡ γυναίκα του νά τοῦ προμηθεύση ἕνα ἀπ᾽ τά ἀπαραίτητα ἔγγραφα.


Την καλεί ἀμέσως στό τηλέφωνο καί τῆς λέει:


—Ἀγάπη μου, συγγνώμη ξέχασες τό τάδε χαρτί, σέ παρακαλώ ποῦ τό ἔχεις νά πάω νά τό πάρω;


Δέν ἐμφανίστηκε ὁ Θεός στόν Προφήτη Ἠλία οὖτε στό σεισμό, οὖτε στή φωτιά, οὖτε στή θύελλα, μά στή γλυκιά καί ἤπια αὔρα σάν τίς ψυχές ἐτοῦτες τῶν νέων γενεῶν πού ἦρθαν καί ἔρχονται σέ πεῖσμα τῶν ἐρεβομανῶν ἤ καί ἀπέλπιδων λατρευτῶν τῆς ζοφερῆς Κασσάνδρας»


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2019/04/blog-post_444.html



<>


Μερικές φορές μου άρεσει το ψημένο ψωμί λίγο καμένο


Ἀναφέρει ἡ Ntiana Meis:


«Μετά ἀπό μιά μακρά καί σκληρή ἐργάσιμη ἡμέρα, ἡ μητέρα μου ἔβαλε ἕνα πιάτο λουκάνικα καί μιά πολύ καμένη φέτα ψωμί μπροστά στόν πατέρα μου. Θυμᾶμαι πού τόν περίμενε νά τό προσέξη.


Ἀλλά αὐτός πῆρε τό ψωμί, χαμογέλασε καί μέ ρώτησε πῶς πῆγε ἡ ἡμέρα μου στό σχολεῖο. Δέν θυμᾶμαι τί τοῦ εἶπα, ἀλλά θυμᾶμαι νά τόν βλέπω χαλαρό καί γλυκό πάνω στό καμένο ψωμί καί νά τό τρώη. Ὅταν σηκώθηκε ἀπ᾽ τό τραπέζι ἐκεῖνο τό βράδυ, θυμᾶμαι πώς ἡ μαμά μου ζήτησε συγγνώμη ἀπ᾽ τόν μπαμπά μου γιά τό καμένο ψωμί καί δέν θά ξεχάσω ποτέ αὐτό πού εἶπε:


“Γλυκιά μου, μήν ἀνησυχείς, μερικές φορές μοῦ ἀρέσει τό ψημένο ψωμί, λίγο καμένο”.


Ἀργότερα, ὅταν ἦρθε νά μέ φιλήση καί νά μοῦ πῆ καληνύχτα, ὅπως ἔκανε κάθε βράδυ, δέν μποροῦσα νά συγκρατήσω τόν ἑαυτό μου καί νά τόν ρωτήσω ἄν τοῦ ἄρεσε πραγματικά τό καμένο ψωμί. 


Μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε, “ἡ μητέρα σου εἶχε μιά πολύ δύσκολη μέρα ἐργασίας, εἶναι πολύ κουρασμένη, καί τό καμένο ψωμί δέν κάνει κακό σέ κανένα”.


Ἡ ζωή εἶναι γεμάτη ἀπό ἀτελή πράγματα. Πρέπει νά μάθουμε νά δεχόμαστε ἐλαττώματα καί νά ἐκτιμοῦμε κάθε μιά ἀπ᾽ τίς διαφορές τῶν ἄλλων, διότι ἡ κατανόησι καί ἡ ἀνοχή εἶναι στή βάσι ὁποιασδήποτε καλῆς σχέσεως. Γι᾽ αὐτό νά εἶσαι πιό εὐγενικός ἀπ᾽ ὅσο νομίζεις, γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τή στιγμή πού ἔκαναν ἕνα λάθος ἤ ἕνα “καμένο ψωμί” ἔχουν κάποιο πρόβλημα. 


Νά σέβεσαι τίς προσπάθειες ὅλων, γιατί δέν ξέρεις τί ἔχει στό κεφάλι του καί ποιό εἶναι τό πρόβλημά του. Ἡ ζωή εἶναι μιά σειρά ἀπό μικρούς συμβιβασμούς γιά νά ἔχης κάτι μεγάλο, ἀληθινό”.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/11/blog-post_674.html




<>



Σε αγαπώ παιδί μου... 


Ένα συγκλονιστικό κείμενο για τους ηλικιωμένους γονείς μας


Οι γονείς για όλους μας είναι οι πιο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μας. Γιατί μας έφεραν στη ζωή και με υπομονή κι αγάπη μας έμαθαν τη ζωή.


Όταν όμως τα χρόνια περάσουν και κάποτε η ηλικία βαρύνει στους ώμους τους, είναι φορές που αντιμετωπίζονται ως βάρος από τα παιδιά τους. Τα παρακάτω λόγια ελπίζουμε να ευαισθητοποιήσουν ακόμη περισσότερο όσους έχουν ηλικιωμένους γονείς …χρειάζεται υπομονή.


Εάν μια μέρα με δεις “γέρο”, εάν λερώνομαι όταν τρώω και δεν μπορώ να ντυθώ, έχε υπομονή.


Θυμήσου πόσο καιρό μου πήρε για να σου τα μάθω… αυτά όταν εσύ ήσουν μικρός.


Εάν όταν μιλάω μαζί σου επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα, μην με διακόπτεις, άκουσε με.


Όταν ήσουν μικρός κάθε μέρα σου διάβαζα το ίδιο παραμύθι μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.


Όταν δεν θέλω να πλυθώ μην με μαλώνεις και μην με κάνεις να αισθάνομαι ντροπή…


Θυμήσου όταν έτρεχα από πίσω σου και έβρισκες δικαιολογίες όταν δεν ήθελες να πλυθείς.


Όταν βλέπεις την άγνοιά μου στις νέες τεχνολογίες, δώσε μου χρόνο και μη με κοιτάς ειρωνικά, εγώ είχα όλη την υπομονή να σου μάθω το αλφάβητο.


Όταν κάποιες φόρες δεν μπορώ να θυμηθώ ή χάνω τον συνειρμό των λέξεων, δώσε μου χρόνο για να θυμηθώ και εάν δεν τα καταφέρνω μην θυμώνεις…


Το πιο σπουδαίο πράγμα δεν είναι εκείνο που λέω αλλά η ανάγκη που έχω να είμαι μαζί σου και κοντά σου και να με ακούς.


Όταν τα πόδια μου είναι κουρασμένα και δεν μου επιτρέπουν να βαδίσω μην μου συμπεριφέρεσαι σαν να ήμουν ένα “βάρος”, έλα κοντά μου με τα δυνατά σου μπράτσα, όπως έκανα εγώ όταν ήσουν μικρός και έκανες τα πρώτα σου βήματα.


Όταν λέω πως θα ήθελα να “πεθάνω”… μη θυμώνεις, μια μέρα θα καταλάβεις τι είναι αυτό που με σπρώχνει να το πω.


Προσπάθησε να καταλάβεις πως στην ηλικία μου δεν ζεις, επιβιώνεις.


Μια μέρα θα ανακαλύψεις ότι παρόλα τα λάθη μου πάντοτε ήθελα το καλύτερο για σένα, για να σου ανοίξω τον δρόμο.


Βοήθησέ με να περπατήσω, βοήθησέ με να τελειώσω τις ημέρες μου με αγάπη και υπομονή.


Σε αγαπώ παιδί μου…».



<>


Ο Άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου (+1970) και η αγάπη του προς τα δένδρα


Ο αείμνηστος αγαπούσε πολύ το πράσινο και καθώς τα πεύκα ήταν σχεδόν άγνωστα στο νησί της Πάτμου, οι απλοϊκές γυναίκες όταν τα πρωτόειδαν φυτεμένα από εκείνον τα είπαν «Αμφιλοχιακά». Έκανε πρασιές πεύκων και από το φυτώριό του εφύτευε νέες ρίζες ο ίδιος και έδιδε και στους άλλους να φυτεύουν συχνά μάλιστα τους υποχρέωνε στην εξομολόγησή των να φυτεύουν 2-5 πεύκα για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των – σοφή σκέψη σοφού πατρός! Έτσι παρουσίασε λίγο πράσινο το κατάξερο νησί που τόσο αγαπούσε ο άγιος πατέρας. «Όποιος φυτεύει δένδρο φυτεύει ελπίδα, φυτεύει ειρήνη, φυτεύει αγάπη και έχει τις ευλογίες του Θεού» έλεγε πάντα στον κύκλο του. Αυτό το αναγνωρίζει η Αγνή Ρουσοπούλου που γράφει στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 8-10-1975:


«Στην προσπάθεια αυτή (της δενδροφυτεύσεως) μπορούν να βοηθήσουν και οι φωτισμένοι κληρικοί. Αρχή είχε κάμει ο μακαρίτης ήδη πατήρ Αμφιλόχιος στην Πάτμο, που ζητούσε από τους εξομολογουμένους σε ένδειξη μετανοίας να φυτέψουν ένα δένδρο».


Δεν εφρόντιζε μονάχα για το φύτεμά τους ο ίδιος. Κοπίαζε μαζί μου για το πότισμα των μικρών δένδρων στους άνυδρους μήνες του καλοκαιριού. Πίστευε πως γίνεται συνδημιουργός στη φύση με τον Πλάστη Θεό όποιος φυτεύει είτε ποτίζει ένα δένδρο. Τιμωρούσε πολύ αυστηρά τους εξομολογουμένους όταν του έλεγαν ότι κατέστρεψαν ένα δένδρο. Μια μοναχή είχε καταστρέψει ένα πεύκο, ποτέ δεν τον είδα να αγανακτήση τόσο πολύ και να θυμώση από ιερή αγανάκτηση σαν τον Κύριο που πήρε το μαστίγιο και έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό του Σολομώντος· την υπεχρέωσε να φυτεύσει πέντε πεύκα και να τα ποτίζει τρία χρόνια για να την συγχωρέση ο Θεός! Κι’ όταν μεγάλωναν τα δένδρα η χαρά του ήταν να βρίσκεται στην σκιά τους και να περνά ώρες ολόκληρες προσευχόμενος· αινούσε μαζί με τα δένδρα τον Κύριο, όπως ψάλλει ο προφήτης «Αινείτε τον Κύριον τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι… Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου» (Ψαλμός 148).


Λαχταρούσε να ιδή την Πάτμο καταπράσινη και πανηγύριζε στο άκουσμα ότι τα παιδιά της Πατμιάδος φύτεψαν χίλια ή δύο χιλιάδες πεύκα. Πόσοι πατέρες δεν έζησαν στο νηπτικό περιβάλλον δένδρων και δασών, που η σκέψη του ουρανού καλλιεργείται εύκολα μέσα στο Ναό της Φύσεως!


Ασφαλώς θα εγνώριζε την περσική παροιμία που λέγει «τα δένδρα είναι κάθετες προσευχές προς τον Ουρανό…». Σε πνευματικό του τέκνο στις 15- 9-53 έγραφε από τον άγιο Μηνά Αιγίνης: «έχομε μια μικρή ταράτσα που εκεί πάνω τα βράδια γίνεται ο εσπερινός και το απόδειπνο, και μαζί με τας αδελφάς συμψάλλουν τα πεύκα και η θάλασσα, ο δε γκιώνης με την μελαγχολική του φωνή νομίζεις ότι λέγει το «Κύριε ελέησον» και έτσι τα πάντα εδώ μιλάνε και δοξολογούν τον Πλάστη».


Μέσα στην φύση βρίσκει τον τρόπο να ζή το υπέρ φύσιν. Όλα τα δημιουργήματα τον συγκινούσαν, περισσότερο όμως τα δένδρα. Πονούσε και έκλαιγε όταν διάβαζε στις εφημερίδες πως δάση ολόκληρα της πατρίδας μας καίγονται, εγκληματίες καλούσε τους υπεύθυνους των πυρκαϊών. Και δεν είχε άδικο! Δεν ξεύρω τι θάλεγε σήμερα με τις ομαδικές πυρκαϊές σ’ αυτόν τον άμοιρο τόπο μας για τα ταπεινά συμφέροντα ορισμένων ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων!


Προστάτεψε τα δάση μας, Γέροντα, από τους Ουρανούς που είσαι!


Από το βιβλίο: Αρχιμ. Παύλου Νικηταρά, «ο Γέροντας Αμφιλόχιος», σελ.71-73, στ’ έκδοση 1999.


Πηγή:


https://www.orthodoxianewsagency.gr/gnomes/o-agios-amfiloxios-kai-i-agapi-tou-pros-ta-dendra/



<>


Η αγάπη και η ελεημοσύνη της Γερόντισσας Θεοφανώς, ηγούμενης της Ι. Μονής Κεχροβουνίου Τήνου


Ἡ Μοναχή Θεοφανώ Βιδάλη Προηγούμενη τῆς Ἱ. Μ. Κεχροβουνίου Τήνου ὅταν διακονούσε ὡς ἐκκλησάρισσα, ἡ Ἡγουμένη Μαγδαληνή Χρυσούλη τῆς ἔκανε δῶρο ἕνα ζευγάρι παπούτσια γιά νά ἀνεβαίνη χωρίς κίνδυνο στή σκάλα καί νά ἀνάβη τά κανδήλια. 


Μιά βροχερή ἡμέρα στό μοναστήρι ἀνέβηκε γιά νά προσκυνήση μιά φτωχή νησιώτισσα ξυπόλυτη. Χωρίς νά τό σκεφτῆ ἡ ἀδελφή Θεοφανώ, τῆς προσέφερε τά παπούτσια. 


Ἡ ἡγουμένη Μαγδαληνή μάλωσε τή μοναχή, ἡ οποία μέ ἁπλότητα ἀπάντησε:


—Ἐγώ Γερόντισσά μου ἔχω τά παλιά παπούτσια, ἐνώ αὐτή ἡ γριούλα ἦταν ἐντελῶς ξυπόλυτη στά νερά τῆς βροχῆς.


—Μα ἦταν πανάκριβα, εἶπε ἡ ἡγουμένη, στερηθήκαμε γιά νά σοῦ τά ἀγοράσουμε.


—Εὐλόγησον, συγχωρέστε με, εἶπε ἡ ἀδελφή Θεοφανώ. 


Τήν άλλη μέρα τό πρωΐ ὁ ταχυδρόμος κρατοῦσε ἕνα δέμα γιά τήν ἀδελφή Θεοφανώ πού περιεῖχε ἕνα ὁλοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια καί 50 δραχμές ἐσώκλειστες σέ φάκελο γιά προσευχή.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2016/07/blog-post_0.html



<>


Η προσευχή είναι αγάπη


Ἕνα κρουαζιερόπλοιο κατά τή διάρκεια μιᾶς σφοδρότατης καταιγίδας βυθίστηκε καί μόνο δύο ἀπ᾽ τούς ἐπιβάτες του κατάφεραν νά κολυμπήσουν μέχρι ἕνα μικρό ἐρημονήσι.


Οἱ δύο ναυαγοί μή ξέροντας τί ἄλλο νά κάνουν, συμφώνησαν ὅτι δέν εἶχαν ἄλλη διέξοδο ἀπ᾽ τό νά προσευχηθοῦν στό Θεό.


Ὡστόσο γιά νά ἐξακριβώσουν ποιανοῦ ἡ προσευχή εἶναι ἰσχυρότερη ἀποφάσισαν νά χωρίσουν τήν περιοχή στά δύο καί νά μείνουν στίς ἀντίθετες πλευρές τοῦ νησιοῦ.


Τό πρῶτο πράγμα γιά τό ὁποῖο προσευχήθηκαν ἦταν τροφή.


Το ἑπόμενο πρωϊνό, ὁ πρῶτος ἄνδρας εἶδε ἕνα δένδρο γεμάτο φροῦτα στήν πλευρά του καί ἱκανοποίησε τήν πεῖνα του.


Ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νησιού παρέμεινε ἄγονη.


Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα, ὁ πρῶτος ἄνδρας ἔνοιωθε μοναξιά καί ἀποφάσισε νά προσευχηθῆ γιά μιά σύζυγο. Τήν ἑπόμενη μέρα, μιά γυναίκα βγῆκε κολυμπώντας στή δική του πλευρά τοῦ νησιοῦ. Στήν ἄλλη πλευρά δέν ἔγινε τίποτε.


Σύντομα ὁ πρῶτος ἄνδρας προσευχήθηκε γιά ἕνα σπίτι, ροῦχα, περισσότερη τροφή. Τήν ἑπόμενη μέρα ἔγινε τό θαῦμα!


Ὅ,τι προσευχήθηκε τοῦ δόθηκε!


Ὡστόσο ὁ δεύτερος ἄνδρας ἀκόμη δέν κατάφερε νά ἀποκτήση τίποτε.


Τελικά, ὁ πρῶτος ἄνδρας προσευχήθηκε γιά ἕνα πλοῖο ὦστε αὐτός καί ἡ σύζυγος τοῦ νά μπορέσουν νά φύγουν ἀπ᾽ τό ἐρημονήσι.


Τό πρωΐ, βρῆκε ἕνα πλοῖο ἁραγμένο στή δική του πλευρά τοῦ νησιοῦ.


Ὁ πρῶτος ἄνδρας καί ἡ σύζυγός του ἐπιβιβάστηκαν στό πλοῖο καί ἀποφάσισαν νά ἀφήσουν τό δεύτερο ἄνδρα μόνο του στό νησί.


Θεώρησαν ὅτι ὁ δεύτερος ἄνδρας ἦταν ἀνάξιος νά λάβη τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καθώς καμμιά ἀπ᾽ τις προσευχές του δέν εἰσακούστηκαν.


Καθώς τό καράβι ἦταν ἔτοιμο νά σαλπάρη, ὁ πρῶτος ἄνδρας ἄκουσε μιά φωνή ἀπ᾽ τόν Παράδεισο νά δονῆ τόν ἀέρα:


—Γιατί παρατᾶς τόν σύντροφό σου στό νησί;


—Οἱ εὐλογίες εἶναι μόνο δικές μου, καθώς ἐγώ ἤμουν αὐτός πού προσευχήθηκε γιά νά τις λάβη. Ἀπ᾽ τίς δικές του προσευχές δέν εἰσακούστηκε καμμία καί ἔτσι δέν τοῦ ἀξίζει τίποτε, ἀπάντησε ὁ πρῶτος ἄνδρας


—Κάνεις πολύ μεγάλο λάθος, τόν ἐπίπληξε ἡ φωνή. Ὁ ἄνδρας αὐτός προσευχόταν μόνο γιά ἕνα πράγμα τό ὁποῖο καί εἰσακούστηκε. Ἄν δέν γινόταν αὐτό ἐσύ δέν θά λάμβανες καμμιά ἀπ᾽ τίς εὐλογίες Μου.


—Πές μου, ρώτησε ὁ πρῶτος ἄνδρας, ποιά ἦταν ἡ προσευχή του γιά τήν ὁποία τοῦ εἶμαι ὑποχρεωμένος;


—Προσευχόταν νά εἰσακουστοῦν ὅλες οἱ προσευχές σου...



<>


Ο μικρός Μίσα από τη Ρωσία


Τό παρακάτω περιστατικό συνέβη σ᾽ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο στή Ρωσία, ὅπου περιθάλπονται μικρά παιδάκια, ἐγκαταλελειμμένα καί κακοποιημένα. Στό ὁρφανοτροφεῖο, λοιπόν, αὐτό, πῆγε παραμονές Χριστουγέννων ἕνας καθηγητής νά μιλήση στά παιδιά γιά τή μεγάλη αὐτή Ἑορτή. Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἄκουγαν γιά πρώτη φορά γιά τό Χριστό καί γιά τή Γέννησί Του. Ἕνα ἀγοράκι ἕξι χρονῶν, ὁ Μίσα, ἄκουγε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τά λόγια τοῦ καθηγητῆ.


Στή συνέχεια δόθηκαν στά παιδιά ὑλικά γιά νά φτιάξουν τή σπηλιά, τή φάτνη καί ὅλα τά σχετικά.


Παρακολουθώντας ὁ καθηγητής τά χειροτεχνήματα τῶν παιδιῶν, πρόσεξε κάτι πού τοῦ ἔκανε ἐντύπωσι σέ ἐκεῖνο τοῦ Μίσα. Μέσα στή φάτνη τοποθέτησε δύο μωρά.


—Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, τοῦ εἶπε ὁ καθηγητής. Ποιό εἶναι τό ἄλλο παιδάκι στήν κούνια;


Τότε ὁ μικρός Μίσα ἄρχισε νά τοῦ λέη τήν ἱστορία τῆς Γέννησεως τοῦ Χριστού πού πρίν λίγο εἶχε ἀκοῦσει ἀπ᾽ τό στόμα τοῦ καθηγητή, προσθέτοντας, ὄμως, καί κάτι δικό του. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο ὅπου ἡ Θεοτόκος τοποθέτησε τό βρέφος στή φάτνη συνέχισε μέ αὐτά τά λόγια:


—Τότε ὁ μικρός Χριστός γύρισε, μέ κοίταξε καί μέ ρώτησε ἄν εἶχα ἕνα μέρος νά μείνω. Ἐγώ Τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω οὖτε μητέρα, οὖτε πατέρα, οὖτε πουθενά γιά νά μείνω. Τότε ὁ Χριστός μου εἶπε νά μείνω μαζί Του.


Ἐγώ τότε σκέφτηκα πώς δέν εἶχα κανένα δώρο νά Τοῦ δώσω, ὄπως οἱ ἄλλοι. Πῶς θά μέ κρατοῦσέ μαζί Του;


Τό μόνο δώρο πού μποροῦσα νά Τοῦ προσφέρω ἦταν νά Τόν κρατήσω ζεστό. Γι᾽ αὐτό τόν ρώτησα:


—Ἄν Σέ κρατάω ζεστό, εἶναι γιά Σένα αὐτό ἕνα καλό δῶρο;


Ὁ Χριστός μοῦ ἀπάντησε:


—Ἄν Μέ κρατήσης ζεστό, αὐτό θά εἶναι τό καλύτερο δῶρο πού Μοῦ ἔχει δώσει κανεῖς ποτέ.


Ἔτσι μπῆκα στή μικρή κούνια, κι ἀφού γύρισε καί μέ κοίταξε ὁ Χριστός μοῦ εἶπε ὅτι μποροῦσα νά μείνω μαζί Του γιά πάντα.


Ὅταν τέλειωσε τήν ἱστορία ὁ μικρός Μίσα, τά μάτια του ἦταν γεμάτα δάκρυα πού ἔτρεχαν ἀσυγκράτητα στά μαγουλάκια του. Ἔσκυψε πάνω στό τραπέζι, κάλυψε τό πρόσωπο μέ τό χέρι κι ἔκλαιγε γοερά. Τό μικρό ὀρφανό εἶχε βρεῖ, ἐπιτέλους, Κάποιον πού δέν θά τόν ἐγκατέλειπε ποτέ, πού δε θά τόν κακοποιοῦσε. Κάποιον πού θά τοῦ ἔλεγε νά μείνη μαζί Του γιά πάντα.


Ἀπό: περ. Παρά τήν Λίμνην, Μηνιαία ἔκδ. Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Δημητρίου Παραλιμνίου, Δ 2008



<>



Να σου κάνω ένα χυμό και να στο φέρω


Ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Παλαμᾶς, ἡγουμ. τῆς Ἱ. Μ. Θεοτόκου Καλλίπετρας:


“Γιά ἀρκετά χρόνια ἤμασταν μόνοι στή Μονή Προδρόμου. Τό κελλί του ἦταν στό πίσω μέρος τοῦ μοναστηριού καί τό δικό μου μπροστά, κοντά στήν πύλη. Κάποια μέρα ἤμασταν καί οἱ δύο γριπωμένοι. Καιγόμασταν ἀπ᾽ τόν πυρετό ἀλλά κανείς δέν ἦταν νά μᾶς διακονήση. Εἶχα δυό πορτοκάλια στό κελλί μου. Τά ἔκανα χυμό, καί πρίν πιῶ, σκέφθηκα ὅτι πιό σωστό θά ἦταν νά τά προσφέρω στόν π. Θεωνά πού κι ἐκείνος ψήνονταν ἀπ᾽ την ἴωση κι ἴσως τά εἶχε περισσότερη ἀνάγκη. Ντύθηκα καλά βγήκα στήν παγωμένη αὐλή γιά νά πάω τό χυμό στό ἄλλο ἄκρο, στό κελλί του. Βρῆκα τόν π. Θεωνά ντυμμένο νά ἔρχεται κι αὐτός πρός τό δικό μου κελλί μέ ἕνα ποτήρι κι αὐτός στό χέρι. 


—Είχα δυό πορτοκάλια, μου ἐίπε, κι ἐίπα ὅτι θά χεις περισσότερο ἀνάγκη ἐσύ νά σου τά κάνω ἕναν χύμο καί νά στό φέρω!”.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2016/10/1959-2016.html




<>


Ποιο είναι το μικρό όνομα της γυναίκας που καθαρίζει;


Κατά την διάρκεια του δεύτερου μήνα της νοσηλευτικής σχολής ο καθηγητής μου μας έδωσε να κάνουμε ένα κουίζ. Ήμουν συνεπής φοιτήτρια και απαντούσα με ευκολία σε όλες τις ερωτήσεις, μέχρι που διάβασα την τελευταία: “Ποιο είναι το μικρό όνομα της γυναίκας που καθαρίζει;” Μάλλον πρόκειται για κάποιο αστείο σκέφτηκα.


Είχα δει την καθαρίστρια πολλές φορές. Ήταν ψηλή, μελαχρινή και γύρω στα 50. Το όνομά της, όμως, δεν το ήξερα.


Παρέδωσα το κουίζ, αφήνοντας την τελευταία ερώτηση κενή. Λίγο πριν τελειώσει το μάθημα ένας φοιτητής ρώτησε, αν η τελευταία ερώτηση θα μετρήσει στην βαθμολογία. “Εννοείται, θα μετρήσει”, απάντησε ο καθηγητής. “Στην καριέρα σας θα συναντήσετε πολλούς ανθρώπους. Όλοι τους είναι σημαντικοί. Αξίζουν την προσοχή και την φροντίδα σας, ακόμα και αν αυτό είναι ένα χαμόγελο και ένας χαιρετισμός.”


Δεν ξέχασα ποτέ το συγκεκριμένο μάθημα. Επίσης, έμαθα, ότι το όνομα της ήταν Ντόροθι.



<>



Μικρές αλήθειες...


* «Μιά ζωή στερημένη ἀπό ἀγάπη εἶναι λουλούδι πού ἀνθίζει στήν ἐρημιά καί κανείς δέν χαίρεται τήν εὐωδία του».


* «Ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία μοιάζουν μέ τούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Δέν μπορεῖς μόνο νά εἰσπράττης. Πρέπει καί νά καταθέτης».


* Μια πράξη αγάπης μπορεί να ζυμώσει “πέντε άρτους”. Μιά λέξη ευγενική μπορεί να χορτάσει “πεντακισχιλίους”.


* Τα δάκρυα της μητέρας είναι η πιο ισχυρή υδροηλεκτρική δύναμη του κόσμου.


Πηγή:


http://www.truthtarget.gr


TRUTH TARGET - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ




<>


Αγαπώ τον σκουπιδιάρη μου


Ἦταν ἕνα φιλόδοξος, νέος δημοσιογράφος. Μόλις εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπ᾽ τή σχολή δημοσιογραφίας καί κατά τά δικά μας “ἐπιχειρηματικά ἤθη”, δούλευε ἄμισθος καί ὑπό δοκιμή σέ κάποια μεγάλη ἐφημερίδα. Ἦταν παραμονές πρωτοχρονιᾶς καί ἔπρεπε νά κάνη μία ἔρευνα ἀπό πόρτα σέ πόρτα.


—Γειά σας. Λέγομαι Γιάννης… καί κάνουμε μία ἔρευνα σ᾽ αὐτή τή συνοικία…


—Δέν ἐνδιαφέρομαι! Γειά σας!, … δυνατό κλείσιμο τῆς πόρτας καί κλείδωμα.


Ἀρκετές ἑκατοντάδες πόρτες ἦταν κλειστές γιά τήν ἔρευνα τοῦ φίλου μας, ὥσπου δέν ἄντεξε καί στήν τελευταία γυναίκα πού τοῦ ἄνοιξε τῆς εἶπε:


—Πρίν μοῦ κλείσετε κατάμουτρα τήν πόρτα, δέν πουλάω τίποτε, τό μόνο πού θέλω εἶναι νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν κοινότητα.


Ἡ νεαρή γυναίκα πού ἦταν μέσα, ἔκανε μία παύσι γιά λίγο, ὕψωσε τά φρύδια της σηκώνοντας τούς ὤμους της μέ ἀπορία, μπερδεμένη ἀπ᾽ τήν εἰσαγωγή του.


—Βέβαια, Περᾶστε. Μήν δίνετε σημασία στήν ἀκαταστασία. Εἶναι δύσκολο μέ τά παιδιά.


Ἦ ταν ἕνα παλαιό διαμέρισμα σέ μία ὑποβαθμισμένη γειτονιά ὅπου μποροῦσαν νά βροῦν κατάλυμα αὐτοί πού εἶχαν πενιχρό εἰσόδημα. Μέ τά λίγα πού εἶχαν, τό σπίτι ἔμοιαζε ἄνετο καί φιλόξενο.


—Χρειάζομαι μόνο νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν οἰκογένειά σας. Ἄν καί ἀκούγεται προσωπικό, δέν χρειάζεται νά χρησιμοποιήσω τά ὀνόματά σας. Αὐτές οἱ πληροφορίες θά χρησιμοποιηθοῦν…


Ἡ γυναίκα τόν διέκοψε.


—Θά θέλατε ἕνα καφέ; Φαίνεται ὅτι εἴχατε δύσκολη μέρα.


Μολις ἐπέστρεψε μέ τόν καφέ, ἕνας ἄνδρας ἦρθε στήν ἐξώπορτα. Ἦταν ὁ σύζυγός της.


—Νίκο, ὁ κύριος ἦρθε γιά νά κάνη μία ἔρευνα.


Ὁ δημοσιογράφος σηκώθηκε καί συστήθηκε εὐγενικά. Ὁ Νίκος ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, μέ πρόσωπο τραχύ καί γερασμένο, ἄν καί πρέπη νά ἦταν γύρω στά εἴκοσι μέ εἴκοσι πέντε. Τά χέρια του ἦταν ἄγρια, ὅπως ἐκεῖνα πού γίνονται ἀπ᾽ τή σκληρή δουλειά, ὄχι ἀπ᾽ τά μολύβια. Ἡ γυναίκα ἔγειρε καί τόν φίλησε ἀπαλά στό μαγουλο. Καθώς κοιτοῦσε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μποροῦσες νά διακρίνης τήν ἀγάπη πού τούς ἕνωνε. Χαμογέλασε καί ἀκούμπησε τό κεφάλι της στόν ὦμο του. Ἐκεῖνος ἄγγιξε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια του καί τῆς εἶπε ἀπαλά:


—Σ᾽ ἀγαπῶ.


Ἴσως νά μήν εἶχαν ὑλικό πλοῦτο ἀλλά αὐτοί οἱ δύο ἦταν πιό πλούσιοι ἀπ᾽ τούς περισσότερους πού ὁ φίλος μας εἶχε γνωρίσει. Εἶχαν μία ἀγάπη δυνατή. Τήν ἀγάπη ἐκείνη πού κρατάει τό κεφάλι σου ψηλά, ὅταν τά πράγματα δέν πᾶνε καλά.


—Ὁ Νίκος δουλεύει στό δῆμο, εἶπε αὐτή. Μαζεύει τά σκουπίδια. Ξέρετε, εἶμαι τόσο περήφανη γι᾽ αὐτόν!


—Γλυκιά μου, εἶμαι σίγουρος ὅτι τόν κύριο δέν τόν ἐνδιαφέρει αὐτό, εἶπε ὁ Νίκος.


—Ὄχι, πραγματικά μέ ἐνδιαφέρει, ἀποκρίθηκε ὁ δημοσιογράφος.


—Βλέπετε κύριε, ὁ Νίκος εἶναι ὁ καλύτερος σκουπιδιάρης στό δῆμο! Μπορεῖ νά φορτώση περισσότερα σκουπίδια στό φορτηγό ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο. Μπορεῖ νά βάλη τόσα πολλά στό φορτηγό πού δέν χρειάζεται νά προσπαθήσουν πολλή ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα μέ πολύ πάθος.


—Μακροπρόθεσμα, συνέχισε ὁ Νίκος, κάνω οἰκονομία καί στά χρήματα τοῦ δήμου. Οἱ ἐργατοῶρες εἶναι λιγότερες καί τό κόστος ἀνά φορτηγό λιγότερο.


Ἐ πικράτησε ἡσυχία. Ὁ νεαρός δέν ἤξερε τί νά πῆ. Κούνησε τό κεφάλι του , μάταια ἀναζητώντας τίς κατάλληλες λέξεις.


—Εἶναι ἀπίστευτο! Οἱ περισσότεροι θά βαρυγκωμοῦσαν μέ μία δουλειά σάν κι αὐτή. Σίγουρα εἶναι δύσκολη. Ἀλλά ἡ στάσι σας ἀπέναντί της εἶναι ἐκπληκτική!, εἶπε.


Ἡ γυναίκα προχώρησε στό ράφι δίπλα στόν καναπέ. Γυρίζοντας κρατοῦσε στά χέρια της ἕνα μικρό κάδρο καί ἄρχισε πάλι νά μιλᾶ:


—Ὅταν κάναμε τό τρίτο μας παιδί, ὁ Νίκος ἔχασε τή δουλειά του. Ἤμαστε ἄνεργοι γιά κάμποσο καί τελικά μπήκαμε στό ταμεῖο ἀνεργείας. Δέν μποροῦσε νά βρῆ δουλειά πουθενά. Τότε μία μέρα τόν ἔστειλαν σέ μία συνέντευξι ἐδῶ σ᾽ αὐτή τήνν κοινότητα. Τοῦ πρόσφεραν τή δουλειά πού κάνει τώρα. Γύρισε στό σπίτι θλιμμένος καί ντροπιασμένος. Μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν τό καλύτερο πού μποροῦσε νά κάνη. Στήν πραγματικότητα θά τοῦ ἔδιναν λιγότερα ἀπ᾽ ὅ,τι ἔπαιρνε ἀπ᾽ τό ταμεῖο ἀνεργίας.


Σταμάτησε γιά λίγο, πλησίασε τό Νίκο καί εἶπε:


—Πάντα ἤμουν περήφανη γι᾽ αὐτόν καί πάντα θά εἶμαι. Βλέ πεις, δέν νομίζω ὅτι ἡ δουλειά κάνει τόν ἄνθρωπο. Πιστεύω ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τή δουλειά!


—Ἔπρεπε νά ζοῦμε στό δῆμο γιά νά πάρω τή δουλειά. Γι᾽ αὐτό νοικιάσαμε αὐτό τό σπίτι, εἶπε ὁ Νίκος.


—Ὅταν μετακομίσαμε, αὐτό τό ἀπόφθεγμα κρεμόταν στόν τοῖχο δίπλα ἀπ᾽ τήν ἐξώπορτα. Αὐτό μᾶς ἔκανε νά δοῦμε τά πράγματα διαφορετικά. Ἤξερα πώς ὁ Νίκος ἔκανε τό σωστό, εἶπε καθώς τοῦ ἔδινε ἕνα κάδρο.


Αὐτό ἔγραψε: Ἄν κάποιος πρόκειται νά γίνη ὁδοκαθαριστής, θά πρέπη νά σκουπίζη τούς δρόμους ὅπως ἀκριβῶς ζωγράφιζε ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος, ἤ ὅπως συνέθετε μουσική ὁ Μπετόβεν, ἤ ὅπως ἔγραφε ποίησι ὁ Σαίξπηρ. Θά πρέπη νά καθαρίζη τούς δρόμους τόσο καλά ὥστε ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς νά σταματήσουν καί νά ποῦν: “Ἐδῶ ἔζησε ἕνας σπουδαῖος ὁδοκαθαριστής πού ἔκανε καλά τή δουλειά του!” . Τόν ἀγαπῶ γι᾽ αὐτό πού εἶναι. Ἀλλά αὐτό πού κάνει τό κάνει μέ τόν καλύτερο τρόπο. Ἀγαπῶ τόν σκουπιδιάρη μου!



<>


Αυτό είναι...


Κάποτε, όλοι οι χωρικοί αποφάσισαν να προσευχηθούν για να βρέξει.


Την ημέρα της προσευχής, όλοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν, αλλά μόνον ένα αγόρι ήρθε με μια ομπρέλα.


Αυτό είναι ΠΙΣΤΗ.


Όταν πετάμε τα μωρά στον αέρα, γελούν, επειδή ξέρουν, ότι θα τα πιάσουμε.


Αυτό είναι ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ.


Κάθε βράδυ, πέφτουμε για ύπνο, χωρίς καμία βεβαιότητα, ότι, το επόμενο πρωϊ, θα είμαστε ζωντανοί, όμως εξακολουθούμε, να βάζουμε ξυπνητήρια, για να ξυπνήσουμε.


Αυτό είναι ΕΛΠΙΔΑ.


Σχεδιάζουμε μεγάλα πράγματα, για το αύριο, παρά την μηδενική γνώση, που έχουμε, για το μέλλον.


Αυτό είναι ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ.


Βλέπουμε τον κόσμο να υποφέρει, αλλά, συνεχίζουμε να παντρευόμαστε και να γεννάμε παιδιά.


Αυτό είναι ΑΓΑΠΗ.


Στο πουκάμισο ενός υπερήλικα, ήταν γραμμένη η πρόταση:


«Δεν είμαι 80 ετών. Είμαι γλυκά 16, με 64 χρόνια εμπειρίας».


Αυτή είναι ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ (Νοοτροπία).




<>


Ο τσαγκάρης και η αγάπη προς τον πλησίον


Χριστιανική παραβολή


Ἕνας τσαγκάρης ζοῦσε σέ ἕνα χωριό. Ζοῦσε δίκαια, εἶχε ἰσχυρή πίστι. Καί πρίν ἀπό μία ἀπ᾽ τίς μεγάλες ἐκκλησιαστικές ἑορτές, ἀρρώστησε. Θλιμμένος πού δέν θά εἶναι σέ θέσι νά μπῆ στό ναό, ξαφνικά, στίς παραμονές τῶν μεγάλων ἑορτῶν, ὁνειρεύτηκε μιά φωνή, πολύ ἥσυχη καί εὐγενική νά λέη: “Ἄν δέν μπορῆς νά ἔρθη σέ μένα, θά ἔρθω Ἐγώ σέ σένα αὐτή τήν ἡμέρα”.


Ὁ τσαγκάρης ξύπνησε καί ἤταν χαρούμενος: “Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά ἔρθη σέ μένα;” σκέφτηκε.


Ὅλο τό πρωί καθάριζε τό σπίτι του, προετοίμαζε τίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις —όσο μποροῦσε— καί προετοίμαζε τήν ἄφιξη τοῦ εὐπρόσδεκτου φιλοξενούμενου. Καί ἔτσι, κατά τή διάρκεια τῆς προετοιμασίας, εἶδε ἕνα φτωχό ἀγόρι ἔξω ἀπ᾽ τό παράθυρο. Καλώντας τόν κοντά του, ὁ τσαγκάρης ρώτησε:


—Γιατί κλαῖς;


—Ἔχω τά τελευταῖα παπούτσια μου σκισμένα σήμερα καί δέν ἔχω τίποτε νά φορέσω. Καί ζοῦμε σέ μιά φτωχή οἰκογένεια καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά ἀγοράσουμε καινούργια...


Τότε ὁ τσαγκάρης διαβεβαίωσε τό ἀγόρι καί εἶπε:


—Δῶσε μου τά παπούτσια σου, θά τά φτιάξω γιά σένα.


Μετά ἀπό ἕνα μικρό χρονικό διάστημα, τό ἀγόρι πού λάμπει ἀπό εὐτυχία, φοράει τά ἐπισκευασμένα παπούτσια του. Ἀφοῦ ἔφυγε τό ἀγόρι, ὁ τσαγκάρης συνέχισε τό ἔργο του.


Ἦταν βράδυ. Καί τότε, μιά φτωχή γυναίκα ἔρχεται σέ αὐτόν καί λέει:


—Συγχωρήστε με, παρακαλώ! Σᾶς ἔδωσα γιά νά ἐπισκευάσετε τίς μπότες μου, ἄλλα δέν ἔχω νά σᾶς τίς πληρώσω... ἀλλά δέν ἀντέχω ἄλλο χωρίς παπούτσια, ἦρθε τό κρύο...


Ὁ τσαγκάρης χαμογέλασε καί εἶπε:


—Ἔτοιμες οἱ μπότες σας. Φορέστε τες καί μην τίς πληρώσετε!


Ἦρθε ἡ νύχτα. Ἀφοῦ τελείωσε ὅλες τίς ὑποθέσεις του, ὁ τσαγκάρης καθόταν δίπλα στό παράθυρο καί περίμενε τόν φιλοξενούμενο πού ὑποσχέθηκε νά ἔρθη σέ αὐτόν. Ξάπλωσε στό κρεββάτι κουρασμένος ἀπ᾽ τήν ἄσκοπη ἀναμονή καί τότε χτύπησε ἡ πόρτα.


Ἀφοῦ τήν ἄνοιξε, ὁ τσαγκάρης εἶδε ἕναν ταξιδιώτη μπροστά του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε:


—Ἐπιτρέψτε μου νά μείνω μιά νύχτα μαζί σας. Εἶμαι στό δρόμο ὅλη τήν ημέρα, ἀλλά δέν μπορῶ νά πάω σέ κανένα, κανείς δέν μέ ἀφήνει νά μπῶ γιά τή νύκτα...


Ὁ τσαγκάρης τόν δέχτηκε στό σπίτι του. Ἀφού ἄφησε τόν ταξιδιώτη νά ξεκουραστῆ ἀπ᾽ τό δρόμο, ὕστερα τόν ἔβαλε νά κοιμηθῆ στό κρεββάτι του, καί ὁ ἴδιος ξάπλωσε στό πάτωμα. Καί πρίν κοιμηθῆ σκέφτηκε:


—Ὑποθέτω ὅτι δέν ἤμουν ἄξιος γιά τόν ἐπισκέπτη, γιατί δέν ἦρθε νά μέ δῆ σήμερα. 


Μέ μιά τέτοια ζοφερή σκέψι ἀποκοιμήθηκε .


Καί τότε στόν ὕπνο του ἄκουσε μιά ἤρεμη φωνή:


—Ήρθα σέ σένα τρεῖς φορές σήμερα καί κάθε φορά μέ δέχτηκες θερμᾶ.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/04/blog-post_87.html




<>




Μια φορά κάποιος ζήτησε απ’ το Θεό ένα λουλούδι και μια πεταλούδα. Ο Θεός όμως αντί γι’ αυτά, του έδωσε ένα κάκτο και μια κάμπια.

Αυτό στεναχώρησε τον άνθρωπο.

Δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν πήρε αυτό που ζήτησε.

Είπε μέσα του:

-Ο Θεός έχει να νοιαστεί για τόσους ανθρώπους…

Και αποφάσισε να μην ζητήσει εξηγήσεις.

Μετά από λίγο καιρό πήγε να κοιτάξει αυτά που του είχαν δοθεί και τα ‘χε ξεχάσει.

Προς έκπληξή του, απ’ τον αγκαθωτό και άσχημο κάκτο, είχε φυτρώσει ένα όμορφο λουλούδι και η άσχημη κάμπια είχε μεταμορφωθεί σε μια υπέροχη πεταλούδα.

Ο Θεός τα κάνει πάντα όλα σωστά!

Ο τρόπος που ενεργεί είναι πάντα ο καλύτερος, ακόμα κι αν σε μας φαίνεται λανθασμένος.

Αν ζήτησες από το Θεό κάτι και πήρες κάτι διαφορετικό, δείξε Του εμπιστοσύνη.

Μπορείς να είσαι σίγουρος πως Αυτός θα σου δίνει, πάντα αυτό που χρειάζεσαι τη κατάλληλη στιγμή.

Αυτό που θέλεις… δεν είναι πάντα κι αυτό που χρειάζεσαι!

Το αγκάθι του σήμερα, είναι το λουλούδι του αύριο!

Ο Θεός σου δίνει πάντα ότι σου χρειάζεται.

https://www.ekklisiaonline.gr/nea/alla-zitise-apo-ton-theo-ke-alla-o-theos-tou-edose-giati-omos-afto/


<>





«Σήμερα τελέσαμε στό ναό μας τήν ἀκολουθία τῆς Παρακλήσεως στήν Παναγία γιά τούς μαθητές πού θά διαγωνιστοῦν.
Ἀνάμεσα στό πλῆθος ἦταν καί μιά φοιτήτρια πρωτοετής ἡ ὁποία, ὅπως εἶπε, συμμετεῖχε στήν ἀκολουθία, γιά νά εὐχαριστήση τήν Παναγία γιά τήν περσινή ἐπιτυχία!
Υ.Γ. Σπουδαῖο νά ἔχη μάθει κάποιος νά εὐχαριστῆ!
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_13.html).



<>




«Μοναχός κάθε βράδυ μνημονεύει τά ὀνόματα ἀστέγων, πού τά στέλνει ὑπάλληλος σέ κεντρικό δῆμο τῆς Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή διανομή φαγητοῦ.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_7.html).
«Οἰκογένεια λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων, μεσούσης τῆς περιόδου, διέκοψε τά φροντιστήρια στήν τελειόφοιτη κόρη τους.
Ἡ καθηγήτρια, ὅμως, συνέχισε τά μαθήματα χωρίς οἰκονομικό ἀντάλλαγμα.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_5.html).




<>







«Ἅγ. Berach, ἡγούμενος τοῦ Cluain Coirpthe στό Connaught τῆς Ἰρλανδίας (†595). Eochaid ἦταν τό ὄνομα τοῦ πατέρα του καί τό ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Fionmaith. Ὅταν ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Ἐπισκόπου Daigh, ὁ ὁποῖος ἦταν γυιός τοῦ Cairell, ὁ Daigh τόν ἔστειλε σ᾽ ἕνα μύλο στήν περιοχή Magh Muirtheimhne μαζί μέ ἕνα σακί μέ σιτάρι γιά νά τό ἀλέση καί ἐκεῖ βρῆκε μπροστά στό μύλο μία γυναῖκα καί ἕνα ἀγόρι πού κατάγονταν ἀπό τήν περιοχή καί αὐτοί εἶχαν μαζί τους ἕνα σακί μέ βρώμη γιά νά τήν ἀλέσουν. Ὁ Ἅγ. Berach τούς ζήτησε νά τοῦ δώσουν τή σειρά τους στόν μύλο, ὅμως, ἐκεῖνοι δέν τοῦ τήν ἔδωσαν καί ἔτσι ἔβαλαν μαζί τό σιτάρι καί τή βρώμη στό μύλο καί αὐτά διαχωρίστηκαν μεταξύ τους μέσα στό μύλο μέ τήν θαυματουργική ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἅγ. Berach καί ἡ βρώμη βρισκόταν στήν μία μεριά καί τό σιτάρι στήν ἄλλη καί ἔτσι δέν ἀναμείχθηκαν μεταξύ τους.
Ἀπ᾽ τό Μαρτυρολόγιο τοῦ Donegal, 15 Φεβρουαρίου, σ. 49»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2016/11/berach-cluain-coirpthe.html).


<>






«Πῶς μπορεῖς νά πλησιάσης τό συγκλονιστικό αὐτό γεγονός σάν ἔκτακτο γεγονός καί νά μήν φοβᾶσαι μέ τήν γραφή σου, μήν τυχόν τό ἀδικήσεις;
Αὐτό τό γεγονός ἔγινε ἀρχές τοῦ φετινοῦ Ἰούνιου (2019), μόλις ἔσφιξαν οἱ πρώτες ζέστες.
Μᾶς δόθηκε ἡ εὐλογία ἀπ᾽ τόν πνευματικό τῆς κοπέλλας πού τῆς συνέβη τό παρακάτω... ἔκτακτο γεγονός, ἡ ὁποία καί τό ἐξομολογήθηκε ἀμέσως στόν ἴδιο, διατηρώντας τήν ἀνωνυμία της...
(Ἦταν καί ἡ πρώτη ἐξομολόγησί της μετά ἀπό χρόνια)...
Σήμερα δίδεται πρός δόξα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Μιά ὁμάδα νεαρῶν κοριτσιῶν ἀπό μιά σχολή πού ἀσχολεῖται μέ τό modeling ξεκίνησε ἀπ᾽ τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ μέ τελικό προορισμό τή Μύκονο, ὅπου καί θά γινόταν ἐπαγγελματική φωτογράφισι.
Τά παρακάτω ὅπως τά ἀφηγήθηκε ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα...
Στό γρήγορο πλοῖο τῆς γραμμῆς ὅλα ἦταν πανέμορφα.
Ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας ἦταν ξεχωριστές εἰκόνες γιά τήν κοριτσο-παρέα πού σέ λίγες ὧρες θά ἀποβιβαζόταν στή μέκκα τῆς διασκεδάσεως καί τοῦ κεφιοῦ.
Ὅμως, τό μάτι τῆς συγκεκριμένης κοπέλλας εἶχε καρφωθῆ σέ κάποιες οἰκογένειες προσκυνητῶν μέ μικρά παιδάκια, πού ὅπως φαίνεται θά ἀποβιβαζόταν στό ἐνδιάμεσο λιμάνι τῆς Τήνου γιά νά προσκυνήσουν τή Μεγαλόχαρη.
Τό μυαλό της πῆγε μερικά χρόνια πίσω, ὅταν παιδούλα τήν πῆρε ἡ γιαγιά της γιά νά προσκυνήσουν τήν Παναγία τῆς Τήνου (τήν μεγάλωνε ἡ ἴδια ἡ γιαγιά της γιατί οἱ γονεῖς της χώρισαν καί τήν ἐγκατέλειψαν).
Ὅταν μάλιστα τό πλοῖο ἔπιασε Τῆνο καί εἶδε τό πάλλευκο καμπαναριό τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε ἔκανε τό Σταυρό της καί ἕνα δάκρυ κύλησε στό μάγουλό της, ἐνθυμούμενη τήν καλή γιαγιά της πού τήν ἔχασε πρίν λίγα χρόνια.
Τό πλοῖο τῆς γραμμῆς συνέχισε καί ἡ κοπέλλα δέν ἄργησε νά βρῆ τό κέφι της μαζί μέ τίς ἄλλες πού ἔβγαζαν μέ τά κινητά τους τηλέφωνα selfies.
Σέ λίγο βρισκόταν στή χώρα τῆς Μυκόνου καί μετά ἀπό λίγο στήν ἀκτή, ὅπου θά γινόταν ἡ ἐπαγγελματική φωτογράφισι.
Ἔφτασε τό ἀπόγευμα καί ὁ ἥλιος ἔκαιγε.
Τότε σκέφτηκαν μετά τό τέλος τῆς φωτογραφίσεως νά δροσιστοῦν στή θάλασσα.
Ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα ἀποτραβήχτηκε στήν ἀπόμερη ἄκρη τῆς ἀμμουδιᾶς γιά νά κάνη ἡλιοθεραπεία ἐντελῶς γυμνή.
Ἡ ζέστη ἦταν ἀνυπόφορη καί ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα κατόπτευε τόν χῶρο γιά νά μήν ἔχη καμμία ἐνοχλητική παρουσία.
Ξαφνικά καί ἀπ᾽ τό πουθενά ἐρχόταν πρός τό μέρος της μιά μαυροφόρα μέ τσεμπέρι (αὐτά πού φοροῦσαν οἱ παλαιές νησιώτισσες).
Ντράπηκε ἡ κοπέλλα καί ἔριξε ἕνα ροῦχο πάνω της.
Ὅλο καί πλησίαζε πρός αὐτήν ἡ φιγούρα τῆς μαυροφορεμένης γυναίκας, πού ἡ θωριά της δημιουργοῦσε στήν κοπέλλα μιά πρωτόγνωρη εἰρήνη.
Πλέον βρισκόταν δίπλα της καί ἄρχισε νά τῆς μιλάη καί νά τῆς λέη...
Ἡ κοπέλλα ἀνασηκώθηκε, ἕνα αἴσθημα ντροπῆς πού ἔφτανε στό σημεῖο τοῦ φόβου τήν κατακυρίευσε, ἐνῶ ἄκουγε ἀπ᾽ τά χείλη τῆς ἄγνωστης γερόντισσας μέ τό πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο...
—Γιατί εἶσαι γυμνή; Δέν σοῦ εἶπαν ὅτι τόν Υἱοῦ μου τόν ξεγύμνωσαν πάνω στό Σταυρό γιά νά σώση ἐσένα καί ὅλο τόν κόσμο; Γιατί εἶσαι θεόγυμνη σάν τήν Ἑλλάδα πού τήν ξεγύμνωσαν οἱ ἐχθροί μου; Γιατί δέν βλέπετε τούς ἐχθρούς πού ἔρχονται κατευθείαν ἐπάνω σας;Ἡ Ἑλλάδα καί ἐσύ θά σωθῆτε ἄν φορέσετε τήν μετάνοια...
Στά ἀπότομα καί κοφτά λόγια τῆς μαυροφόρας, ἡ κοπέλλα δέν μποροῦσε νά ἀντι-πῆ ἀπολύτως τίποτε.
Μόνο ψέλλισε δειλά...
—Εἶστε ἀπ᾽ τό νησί;
Ἡ γερόντισσα ἔγνεψε ἀρνητικά τήν Κεφαλή της καί τῆς εἶπε:
—Μένω στό ἀπέναντι νησί.
Καί τῆς ἔδειξε τήν Τῆνο...
Καί μετά ἀπ’ αὐτό, ἐξαφανίστηκε ἀπό κοντά της, ἀφήνοντας τήν κοπέλλα ἄναυδη, νά σταυροκοπιέται καί νά λέη ἀπό φόβο “Παναγιά μου”...
Δέν μπορεῖ καλοί μου ἀδελφοί νά γίνονται τόσα πολλά θεοσημεῖα στήν ἐλληνική ἐπικράτεια καί ἐμεῖς νά μένουνε ἀπαθεῖς στό σχέδιο τῆς Σωτηρίας, πού ἐκπόνησε γιά ἐμάς ὁ Ἅγιος Θεός...
Προσωπικά ἐδῶ καί μιά δεκαετία βρισκόμαστε ἐπί τῶν ἐπάλξεων τῆς ἀρθρογραφίας, γνωρίζοντας ἀπό παλαιά καί ἀπό τούς Ἁγ. Πατέρες τί ἔρχεται…
Στῶμεν καλῶς
Δρ. Κωντσταντίνος Βαρδάκας
Υ.Γ. Προσπάθησα νά σᾶς τό μεταφέρω τό γεγονός αὐτό μέ τόν πτωχό λόγου μου, τά συμπεράσματα εἶναι καθαρά δικά σας»(https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/i-mechalochari-emfanizete-se-fotomontelo-stin-mykono-ke-tis-lei/).




<>








«Ἀγαπητός φίλος, παρέδωσε σέ πολύτεκνη οἰκογένεια πού μένουν στήν ἴδια πολυκατοικία καί στεροῦνται τό μεταφορικό μέσο, τό δεύτερο κλειδί τοῦ αὐτοκινήτου, σέ περίπτωσι πού χρειάζονται νά ἐξυπηρετηθοῦν.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_94.html).





<>



«Τήν πόρτα ἀνοίγω τό βράδυ
τή λάμπα κρατῶ ψηλά,
νά δοῦνε τῆς γῆς οἱ θλιμμένοι,
νά ᾽ρθοῦνε, νά βροῦν συντροφιά.

Νά βροῦνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί γιά νά πιῆ ὁ καημός
κι ἀνάμεσά μας θά στέκη
ὁ πόνος, τοῦ κόσμου ἀδελφός.

Νά βροῦνε γωνιά ν᾽ ἀκουμπῆσουν,
σκαμνί γιά νά κάτση ὁ τυφλός
κι ἐκεῖ καθώς θά μιλᾶμε
θά ᾽ρθη συντροφιά κι ὁ Χριστός»(ΜΣ).




<>






«Πατέρας καί γυιός συμμετείχαν στη Θ. Λειτουργία ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο. Ξαφνικά ὁ γυιός σκουντᾶ τόν πατέρα καί γελᾶ.
—Μπαμπά, κοίτα αὐτόν τόν κύριο, τόν πῆρε ὁ ὕπνος!
Ὁ πατέρας ρίχνει ἕνα αὐστηρό βλέμμα στό γυιό του καί τού λέει:
—Θά ἦταν προτιμότερο νά κοιμᾶσαι βαθειά παρά νά μιλᾶς ἄσχημα γιά τούς ἄλλους.
Μερικοί μοναχοί ἐπισκέφτηκαν κάποτε τόν ἀββᾶ Ποιμένα καί τόν ρώτησαν:
—Ἀββᾶ, κατά τή γνώμη σου, ἄν ὁ ἀδελφός κοιμηθῆ στήν ἐκκλησία στήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, θά πρέπη νά τόν σκουντήσουμε γιά νά ξυπνήση;
Περιμένοντας τήν ἀπάντησι, τά μάτια τῶν ἀδελφῶν ἀνοίχτηκαν διάπλατα καί τά αὐτιά τεντώθηκαν στό ἔπακρο μήν χάσουν τό παραμικρό ἀπ᾽ τήν ἀπάντησι τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα.
—Στή θέσι σας, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ ἀββᾶς, θά ἔπαιρνα ἕνα μαξιλάρι νά τό βάλω κάτω ἀπ᾽ τό κεφάλι γιά νά τόν ἀναπαύσω περισσότερο. Γιατί ὁ ἀδελφός γιά μένα εἶναι ὁ κρυμμένος Χριστός... (ἀπ᾽ τό Γεροντικό)»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_853.html).




<>





«Ἡ ἱστορία τῆς μικρῆς Ἰωάννας

Γράφω ἀπ᾽ τή θέσι μιᾶς μητέρας πού ἔπρεπε πρίν 5 χρόνια νά διαλέξη καί διάλεξε σωστά. Καί αὐτό ὑπό τίς συνθῆκες πού εἶχα ἐγώ ἡ ἴδια δημιουργήσει, κάνοντας ὅτι χειρότερο μποροῦσα γιά νά φθάσω σέ μιά ἀξιοθρήνητη κατάστασι.
Ἤμουν ἔγκυος στήν 11η ἑβδομάδα ὅταν τό ἀνακάλυψα. Επειδή ἔπασχα ἀπό μανιοκαταθλιπτική ψύχωσι ἔπαιρνα δύο δυνατά τοξικά φάρμακα (...).
Δέν ἤθελα σέ καμιά περίπτωσι νά κάνω παιδί μέ τόν ἄνδρα πού εἶχα κοιμηθῆ σάν ἀπό ἀπόγνωσι καί τόν ὁποίο δέν τόν ἤθελα δίπλα μου.
Σκεφτόμουν ὅτι ἴσως ἡ θεραπεία πού ἔκανα θά λειτουργοῦσε ἀπό μόνη της ὡς ἀντισυλληπτικό. Καί νά πού βρέθηκα ἔγκυος, μέ τόν κίνδυνο νά γεννήσω ἕνα ἀνάπηρο παιδί. Τό (...) τό ὁποῖο ἔπαιρνα τούς τρεῖς πρώτους μῆνες μπορεῖ νά προκαλέση βλάβη στή σπονδυλική στήλη τοῦ παιδιού. Ἤμουν ὑπό μεγάλη πίεσι. Ἡ γυναικολόγος μοῦ εἶπε νά κάνω ἀποβολή ὅσο πιό γρήγορα, λαμβάνοντας ὑπόψιν τά φάρμακα πού πῆρα καί τή ψυχική μου κατάστασι.  Ἡ μητέρα μου μέ πίεζε κατατρομαγμένη γιά τό τί μπορεῖ νά ἀκολουθήση, ὁ πατέρας τοῦ παιδιού τό ἴδιο. Ὅμως, ἡ ἐναλλακτική λύσι —ἡ ἔκτρωσι— μέ τρόμαζε ἀκόμη πιό πολύ: Θά γινόμουν δολοφόνος τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ μου στερώντας του τό πιό θεμελιώδες δικαίωμα μιᾶς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως τό δικαίωμα νά ζήση.
Μόλις ἔμαθα ὅτι εἶμαι ἔγκυος ἔτυχε νά δῶ στή τηλεόρασι μιά ἐκπομπή πού ἀναφερόταν σέ παιδιά μέ σοβαρές ἀναπηρίες . Ἄλλα εἶχαν σύνδρομο Down, ἄλλα εἶχαν γεννηθῆ χωρίς χέρια ἤ πόδια, ἀλλά ἔδειχναν εὐτυχισμένα πού οἱ γονεῖς τους διάλεξαν γιά αὐτά τή ζωή.
Δέν εἶχε σημασία πού ἐγώ ἤμουν ἄρρωστη, ἀνύπανδρη , ἄνεργη καί μέ τή σκοτεινή προοπτική νά γεννήσω ἕνα παιδί ἀνάπηρο.
Τό παιδί πού βρισκόταν στή κοιλιά μου θά διάλεγε τή ζωή...
Γι᾽ αὐτό ἦταν ἡ μοναδική εὐκαιρία νά δῆ τό φῶς τῆς ἡμέρας. Ἡ γενέτικη τό ἔχει ἀποδείξει πρό πολλοῦ: Εἴμαστε μοναδικοί καί ἀνεπανάληπτοι. Ἔτσι παλεύοντας πρῶτα μέ τίς φοβίες μου καί τά ἀρνητικά μου συναισθήματα, ἀποφάσισα νά ἀφεθῶ στό ἔλεος καί τή συγχώρεσι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας στήν ὁποία προσευχόμουν ἀκατάπαυστα νά μήν πέσουν οἱ ἁμαρτίες πάνω στό παιδί μου καί νά γεννηθῆ ὑγιές.
Ἄν καί δέν ἐπιθυμοῦσα νά γίνω μητέρα, ἀπ᾽ τή στιγμή πού ἀποφάσισα νά ἀπορρίψω τή τρομακτική ἐναλλακτική λύσι τῆς ἐκτρώσεως ἀισθανόμουν μέσα μου ψυχική εἰρήνη καί ψυχική δύναμι.
Ἄν καί μέχρι τούς ἐννέα μῆνες δέν ἦταν καθόλου εὔκολα (ἔβγαλα ἕνα φρονιμίτη πού μέ πονοῦσε τρομερά πέρασα δύο ἰώσεις καί μιά βαριά γρίπη τόν ἕβδομο μήνα ἐνῶ τόν τελευταῖο μήνα εἶχα τά πόδια ὑπερβολικά πρησμένα καί ἀνεβασμένη τήν πίεσι), ὡστόσο χωρίς νά πάρω κάποιο φάρμακο ἀπό αὐτά πού ἔπαιρνα γιά τά νεύρα ἡ ψυχική μου κατάστασι ἦταν σταθερή .
Τελικά γέννησα τόν Ἰανουάριο τοῦ 2004. Ὁ γιατρός πού μέ εἶχε μαλώσει ἐπειδή ἤθελα νά γεννήσω παρά τά προβλήματά μου, ἀνακοίνωσε πρῶτα στούς γονεῖς μου ὅτι εἶχαν μιά ὑγιέστατη ἐγγονή πού ζύγιζε 3,900kg.
Εἶδα τήν κόρη μου τήν Ἰωάννα τήν ἑπόμενη μέρα καί νόμιζα ὅτι ονειρεύομαι. Καί ὅλα αὐτά —ἐπειδή ἀπό μιά στιγμή καί μετά— χρησιμοποίησα τή ἐλευθερία τοῦ νά διαλέξω, σεβόμενη καί τήν ἐλευθερία μιας ἀνθρώπινης ὑπάρξεως εὐρισκόμενης στήν ἀρχή τοῦ δρόμου καί τήν ὁποία δυστυχῶς κανείς, οὔτε ἕνας ἀνθρώπινος νόμος δέν μπορεῖ νά προστατέψει, ἐκτός ἀπ᾽ τόν ηθικό νόμο πού ἐμφύσησε ὁ Θεός σέ κάθε ἄνθρωπο καί φυσικά ἡ Πρόνοια Του.

Irina Roxana Ionescu

Πηγή: περ. Lumea Credintei, N 2008»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/03/14/%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%ae%cf%82-%ce%b9%cf%89%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b1%cf%82/).


<>



«Προσευχή π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου

“Κύριε Ἰησοῦ, γνωρίζεις πολύ καλά πόσο μεγάλη εἶναι στήν ἐποχή τήν ὁποία ζοῦμε ἡ ἀνάγκη τοῦ βλέμματός Σου, τῆς φωνῆς Σου.
Γνωρίζεις ὅτι ἕνα μόνο βλέμμα Σου μπορεῖ νά ἀναστατώση τίς ψυχές μας καί ἡ φωνή Σου μπορεῖ νά μᾶς βγάλη ἀπ᾽ τήν ἀκαθαρσία τῆς ζωῆς μας!
Τό γνωρίζεις καλλύτερα ἀπό μᾶς, ὅτι ἡ παρουσία Σου εἶναι ἀπαραίτητη στήν γενιά αὐτή, πού δέν γνωρίζει τήν ἀγάπη Σου, τόν λόγο Σου.
Σέ παρακαλοῦμε ὄχι γιά νά δοῦμε τό πρόσωπο Σου, ὅπως τό εἶδαν οἱ Γαλιλαίοι, οὔτε γιά νά χαροῦμε τή χαρά τῶν ματιῶν Σου, οὔτε μέ τόν τρελλό ἐγωϊσμό νά Σέ νικήσουμε μέ τήν παράκλησί μας.
Δέν ζητᾶμε νά σε δοῦμε μέ τήν δόξα τῆς δεύτερης φανερώσεώς Σου, νά ἀκούσουμε τίς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων καί ὅλη τήν ἄλλη λειτουργία τῆς τελευταίας ἡμέρας τοῦ κόσμου, τῆς Δευτέρας Παρουσίας Σου, οὔτε ζητᾶμε τήν λάμψι τοῦ προσώπου τήν ὥρα τῆς Μεταμορφώσεώς Σου— τό ξέρεις, εἶμαστε τόσο μικροί γιά νά ἔχουμε μιά τέτοια ἀπαίτησι.
Ἐσένα θέλουμε πάνω ἀπ᾽ ὅλα, γυμνό ἀπ᾽ τά μεγαλεῖα Σου αὐτά, μόνο ἐσένα θέλουμε, ὄχι τήν μορφή Σου —δέν εἴμαστε ἄξιοι— ἀλλά τό πληγωμένο Σῶμα Σου μέ τό ἔνδυμα τοῦ κηπουροῦ, ὅπως Σέ εἶδε ἡ Μαρία, τοῦ ὁδοιπόρου, ὅπως Σέ εἶδαν ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας, τοῦ ψαρᾶ, ἐπαίτη, ὅπως Σέ εἶδαν οἱ ἐπτά ψαράδες Ἀπόστολοι.
Θέλουμε νά μᾶς δοῦν τά μάτια Σου ἐκεῖνα πού διαπερνοῦν τήν σάρκα μας, νά ἀκούσουμε τά λόγια Σου ἐκεῖνα πού θεραπεύουν τήν πληγωμένη μας ψυχή— αὐτά τά μάτια πού ματώνουν τήν ψυχή σάν πέφτουν πάνω της, αὐτά τά λόγια πού τῆς μιλοῦν μέ τόση τρυφερότητα!
Θέλουμε νά ἀκούσουμε τήν φωνή Σου, πού ταράσσει τους δαίμονες καί μαγεύει τά παιδιά!
Αὐτό τό ἐσωτερικό θαῦμα θέλουμε, ὄχι τά ἄλλα τά ἐξωτερικά...”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_503.html).
«Στό Ναό μας ὑπάρχει μιά ἁγιογραφία ἡ ὁποία χρονικά ἔχει δημιουργηθῆ, πρίν ἀπό δέκα χρόνια καί ἐξοφλήθηκε πρίν ἀπό δύο ἡμέρες ἀπό οἰκογένεια πού ἔδινε κάθε μήνα ὅσα χρήματα εἶχαν δυνατότητα.
Ὑ.Γ.: Ὡς δέησι γράφτηκε ἡ παρακάτω φράσι:
“Ὑπέρ ὑγείας φτωχῆς οἰκογένειας πού ζητᾶ πλούσια τήν χάρι”.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_756.html).



<>



«Στήν Κύπρο καί συγκεκριμένα σέ ἐνορία πού ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὑπάρχουν εἰκόνες πρός προσκύνησι, ἁγιογραφημένες γιά πιστούς πού στεροῦνται τήν ὅρασι.
Στό πάνω μέρος ἔχει τή γραφή braille, γιά νά ξέρουν ποιός Ἅγιος εἰκονίζεται καί εἶναι ἀνάγλυφες, γιά νά μποροῦν νά ψηλαφήσουν τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἁγίου.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_610.html).



<>



«Σέ ὀρεινό χωριό δέν εἶχε προγραμματισθῆ Θ. Λειτουργία.
Ὁ ψάλτης τοῦ χωριοῦ, 81 ἐτῶν, πῆγε στά 11 σπίτια τῶν κατοίκων καί τούς διάβασε τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί τό Ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας.
Ὑ.Γ.: Ἡ ἀγάπη βρίσκει τρόπους!
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_440.html).
«Χωρίς Χριστό...
Μακρυά ἀπ᾽ τό Χριστό...
Ἀπέναντι ἀπ᾽ τό Χριστό...
Δέν ὑπάρχει ἀληθινή ζωή καί πραγματική ἀγάπη...
Μέ τό Χριστό...
Κοντά στό Χριστό...
Δίπλα στό Χριστό...
Ὑπάρχει ἀληθινή ζωή γεμάτη ἀγάπη... γιατί ὁ ἴδιος εἶναι ἡ πηγή καί τῶν δύο...

π. Χρῆστος Κουτσουράκης»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_816.html).




<>





«Ἕνας 17χρονος στέλνει γράμμα στό Χριστό...

Ἰησοῦ... Χριστέ.... εἶμαι ἕνα ἁπλό παιδί, ἄν καί ἔκλεισα τά 17 μου. Εἶναι ἡ ἡλικία τῆς ἐφηβείας, ἀλλά δέν θέλω καί δέν μπορῶ νά τή σκέφτομαι. Δυσκολεύομαι.
Σοῦ γράφω κάποιες σκέψεις. Δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι θά τίς λάβης. Δέν ἔχεις κάποια διεύθυνσι. Δέν ξέρω πού βρίσκεσαι καί στό κάτω-κάτω Ποιός εἶσαι Ἐσύ. Ὁ κόσμος δέν μοῦ λέει σχεδόν τίποτε γιά Σένα. Δέν Σέ γνωρίζει καί οὔτε πού θέλει νά Σέ γνωρίση. Προσπάθησα νά μάθω κάποια πράγματα γιά Σένα, ἀλλά δέν κατάφερα τίποτε. Οὔτε τουλάχιστον τό ὄνομά Σου δέν προφέρουν οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται γύρω μου. Καί τότε, Χριστέ, πῶς νά Σέ βρῶ; Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι;
Πῶς νά εἶμαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχεις; Ὅτι μέ γνωρίζεις, ὅτι μ᾽ ἀγαπᾶς, ὅτι ἔχεις καί γιά μένα μιά σταγόνα ἀγάπης; Οἱ γύρω μου δέν Σέ βλέπουν, κοντά τούς δέν Σέ ἀισθάνομαι. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς πού μέ περιτριγυρίζουν ὑποφέρουν ἀπό ἐγωϊσμό, ἀπό ὑποκρισία, ἀπό μίσος. Δέν μοῦ λένε τίποτε γιά Σένα. Δέν θέλουν νά Σέ βροῦν, νά Σέ ἀισθανθοῦν, νά Σέ συναντήσουν.
Ὅταν τούς ρωτάω κάτι γιά Σένα μοῦ γελοῦν εἰρωνικά καί μέ κοιτάζουν μέ περιφρόνησι. Δέν ἔχουν χρόνο καί γιά Σένα. Ἴσως δέν πιστεύουν σέ Σένα. Εἶναι ἀπασχολημένοι μέ τά προβλήματά τους, τά τόσο μικρά, τά τόσο πρόσκαιρα, τά τόσα ποταπά.
Καί μέ πονάει τό ὅτι πάντοτε φαίνονται χαρούμενοι καί εὐτυχισμένοι. Τό χαμόγελο ἐμφανίζεται στά χείλη τους. Φαίνονται νά ζοῦν τή ζωή τους. Ἐγώ, ὅμως, δέν μπορῶ νά ἀισθανθῶ ἔτσι. Ἴσως δέν ξέρεις πόσο συχνά μέ βαρύνει ἡ λύπη, ἡ ἀδυναμία, ἡ μοναξιά...
Ἴσως θά ἤθελα νά εἶμαι σάν αὐτούς... ἀλλά κάτι ἀπ᾽ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μέ σταματάει! Συχνά ἀισθάνομαι ἐγκαταλελειμμένος ἀνάμεσά τους. Αἰσθάνομαι σάν ἕνα νησί λύπης καί πόνου στό μέσο ἐνός “ὠκεανοῦ εὐτυχίας”. Γιατί αὐτοί μποροῦν νά εἶναι εὐτυχισμένοι κι ἐγώ ὄχι; Ποιός κάνει λάθος Χριστέ; Αὐτοί ἤ ἐγώ; Ἄν ὑπάρχης γιατί δέν ἔρχεσαι νά μοῦ δώσης μιά καθαρή καί σίγουρη ἀπάντησι;
Ὅσοι δέν ἔχουν ἰδέα γιά Σένα, δέν ξέρουν τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τό νά διασκεδάζουν, νά ζοῦν τή ζωή τους καί τά νειάτα τους. Ἀλλά μέ ἐμένα τί θά γίνη; Σάν νά ἔχω στή ψυχή μου ἕνα παιδάκι πού κοιτάζει γύρω του τούς ἀνθρώπους καί τοῦ ἔρχεται νά κλαίη... Δέν καταλαβαίνω συχνά λόγους καί συμπεριφορές...
Γιατί μόνο τά μάτια μου ἔχουν δάκρυα πόνου; Μόνο ἐγώ πρέπει νά κλαίω; Μόνο ἐγώ δέν ἔχω τό δικαίωμα νά εἶμαι εὐτυχισμένη. Μήπως ἐσύ μ᾽ ἐμποδίζεις νά εἶμαι σάν τούς ἄλλους; Καί γιατί τό κάνεις αὐτό; Ἴσως δέν καταλαβαίνω τί περιμένεις ἀπό ἐμένα... Ἴσως δέν μπορῶ νά διακρίνω τό θέλημά Σου...
Ὅλοι μοῦ ζητοῦν, σχεδόν μέ ὑποχρεώνουν νά εἶμαι σάν αὐτούς... ἀλλά Ἐσύ δέν λές τίποτε. Ἀπολύτως τίποτε... οὔτε μιά λέξι! Καί πῶς νά ξέρω τί θέλεις ἀπό ἐμένα; Τρέφομαι μέ δάκρυα καί πάλι μέ δάκρυα... Δέν μπορῶ νά κλάψω μπροστά στούς φίλους μου. Ξέρεις καλά ὅτι κοντά τους προσπαθῶ νά χαμογελῶ καί νά φαίνομαι εὐτυχισμένος. Ἐνῶ ἄν κάποια μέρα δέν καταφέρω νά ὑποκριθῶ τόν εὐτυχισμένο καί ἡ λύπη μου πιέζει ὅλη μου τήν ὕπαρξι κανείς δέν μέ ρωτάει τί ἔχω. Ἄραγε δέν τούς ἐνδιαφέρει; Μήπως δέν βλέπουν καί δέν καταλαβαίνουν;
Ἀγαπῶ τό Θεό, ἀλλά δέν ξέρω πώς νά τό ἀποδείξω... ἀρχίζω νά πιστεύω ὅτι τά πάντα εἶναι μάταια! Ποιός μπορεῖ νά τά καταλάβη ὅλα αὐτά; Σέ ποιόν νά παραπονεθῶ; Παλεύω μέ τόν ἑαυτό μου καί προσεύχομαι σέ Σένα. Κανείς δέν μέ μαθαίνει πῶς καί τί πρέπει νά σοῦ πω. Προσεύχομαι ὅπως μοῦ ἔρθει. Ἔφτασα νά κρύβομαι ἀκόμη κι ἀπ᾽ τήν οἰκογένειά μου. Οἱ γονεῖς μου χαίρονται ὅταν πηγαίνω στή ντισκοτέκ, ἀλλά δέν χαίρονται ὅταν προσεύχομαι. Ποιός ἔχει δίκιο, Ἰησοῦ; Καί γονατίζω στά κλεφτά καί ψάχνω λόγια. Ἴσως πιό πολύ κλαίω. Τί θέλεις νά σοῦ πῶ; Πιστεύω ὅτι ξέρεις τά πάντα καί δέν ἔχεις ἀνάγκη τά λόγια μου, ἀλλά ὡστόσο ἀισθάνομαι ὅτι μέ ἀκοῦς. Καί ἄν δέν ἀισθανόμουν οὔτε ἀπό ἐσένα ἔλεος καί ἀγάπη, εἶμαι σίγουρος ὅτι θά τρελαινόμουν ἀπ᾽ τόν πόνο καί τή μοναξιά. Ἴσως δέν προσεύχομαι καλά. Ἴσως καί νά μήν προσεύχομαι καθόλου. Ἀλλά προσπαθῶ. Πρέπει! Ἐπειδή δέν μπορῶ νά εἶμαι σάν αὐτούς πού δέν προσεύχονται...
Γιά Σένα γνωρίζω ὅτι δέν μπορεῖς παρά νά συγχωρεῖς καί ν᾽ ἀγαπᾶς. Ἀκόμη ξέρω ὅτι στό πέρασμά Σου ἀπ᾽ τή γῆ τό κάθε δευτερόλεπτό Σου ἦταν ἕνας ὠκεανός πόνου. Δέν γέλασες οὔτε μιά φορά! Ἴσως νά χαμογέλασες λίγο... Ξέρω σίγουρα ὅτι ἔκλαψες· ὄχι γιά Σένα ἀλλά γιά τούς ἄλλους. Καί ξέρω ὅτι δέν ὑποσχέθηκες σέ κανένα στή γῆ εὐτυχία, ἐδώ καί τώρα. Ὑποσχέθηκες, ὅμως, τά καλύτερα γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλά γιατί ὅλα αὐτά; Τελικά δέν μπορεῖς νά δώσης κάτι γιά τή θλιμμένη μου ἐφηβεία; Δέν ἀξίζω ἕνα χαμόγελο καί μία ὥρα εὐτυχίας;
Πόσο θά ἤθελα νά μοῦ ἀπαντήσης.
Δηλαδή νά καταλάβω ὅτι ὁ κόσμος μέ ὑποχρεώνει νά ὑποφέρω; Ἴσως ἔτσι νά εἴναι. Μοῦ εἶναι εὔκολο νά Σοῦ γράψω ὅτι ὁ κόσμος γύρω μου εἶναι ἐγωϊστής, ψεύτης καί διεστραμμένος. Ἐσύ τά ξέρεις καλύτερα ἀπό ἐμένα! Μέ πληγώνει ἡ ἀδιαφορία τους. Μέ πληγώνει ἡ κακία καί ἡ ὑποκρισία τους.
Σέ ποιόν νά παραπονεθώ; Σ᾽ αὐτούς πού δέν κλαῖνε πια; Ἀκόμη θέλω νά σοῦ πῶ ὅτι μέ πονάει ἡ βρωμιά πού βλέπω γύρω μου. Πόση ὑπομονή νά κάνω ἀκόμα καί γιά πόσο ἀκόμη θά μπορέσω νά διατηρήσω αὐτή τή σταγόνα ἀξιοπρέπειας καί ἁγνότητος ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού δέν ξέρουν τίποτε ἄλλα ἀπ᾽ τό νά μιλοῦν καί νά σκέφτονται βρώμικα; Πῶς νά ἐξηγήσω σέ Σένα τόν ἀναμάρτητο ὅτι σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο τά πάντα συνοψίζονται στή διαφθορά; Δέν βλέπεις ἄραγε τή γενική κατάπτωσι πού τείνει νά μέ ρουφήξη σάν ἕνας τυφώνας; Ὅλοι θέλουν μόνο σέξ, ναρκωτικά, δυνατές συγκινήσεις.
Δέν ἔμεινε σχεδόν τίποτε καθαρό σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο. Σοῦ γράφω εἰλικρινά ὅτι προσπαθῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή νά πιστέψω σέ Σένα. Καί ἀναρωτιέμαι ἄν θά τά καταφέρω... Ὁ κόσμος πού δημιούργησες θά ἔπρεπε νά εἶναι καλός. Ἔτσι τόν θέλησες, ἔτσι τόν ἀγάπησες. Ἀλλά τώρα τί καλό ὑπάρχει σ᾽ αὐτόν; Μέχρι καί τό χορτάρι, ἡ ὀμορφιά ἑνός λουλουδιοῦ καί τό χαμόγελο ἑνός παιδιοῦ “τσαλαπατοῦνται” ἤ καί ἀγνοοῦνται. Καί τότε τί καί ποιός μέ βοηθάει νά πιστέψω σέ Σένα;
Ἔγινα στόχος εἰρωνειῶν τῶν γύρω μου. Ἄν μιλοῦσα βρώμικα καί ζοῦσα μιά ζωή πρόστυχη κανείς δέν θά γελοῦσε μαζί μου. Δέν θά ἔβλεπαν κάτι τό διαφορετικό, θά μέ θεωροῦσαν δικό τους. Ὡστόσο ἐγώ δέν θέλω νά φτάσω νά γίνω αὐτό πού τώρα μέ ἀηδιάζει.
Ἄν Ἐσύ, Ἰησού, ζοῦσες γιά μιά μέρα στήν κοινωνία πού ἐγώ ζῶ, τί θά ἔκανες; Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά μοῦ πῆ; Ὅλοι χαίρονται γύρω μου, ἐγώ δέν τά καταφέρνω. Ὧρες-ὧρες ἀπελπίζομαι Ἰησοῦ. Ἀξίζει νά ὑποφέρω κι ἄν ὁ κόσμος ἔχει δίκαιο ὅταν μοῦ λέη ὅτι δέν ὑπάρχεις, ὅτι εἶσαι ἕνας μύθος; Μήπως δέν κάνω τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τό νά χάνω τίς χαρές καί τίς ἱκανοποιήσεις τῆς νιότης; Μήπως μετά τό θάνατο δέν ὑπάρχει τίποτε; Μήπως δέν θά εἶμαι εὐτυχισμένος καί στήν ἄλλη ζωή;
Μήπως δέν βλέπεις ὅτι πολλοί γύρω μου δέν πιστεύουν σέ Σένα; Πολλοί ὁρκίζονται ὅτι εἴδαν ἐξωγήινους καί ὅτι θά ἤθελαν πολύ νά ὑπάρχουν, ἀλλά Ἐσένα δέν Σέ δέχονται. Πιστεύουν σέ χαμένους πολιτισμούς, ἀλλά γιά Σένα δέν θέλουν ν᾽ ἀκούσουν. Θέλω ἀκόμη νά ξέρης ὅτι κάποιες φορές ἡ μοναξιά μου γίνεται ἀπόλυτη. Δέν ξέρω σέ ποιόν νά ἔχω ἐμπιστοσύνη. Ποιός εἶναι στ᾽ ἀλήθεια φίλος μου; Ζῶ 17 χρόνια σ᾽ αὐτή τή γῆ καί ἀκόμη δέν ξέρω σέ ποιόν νά ἔχω ἐμπιστοσύνη. Συχνά προδόθηκα, συχνά πληγώθηκα. Ἀπό ποιόν; Ἀπό ἐκείνους πού τό περίμενα λιγότερο, πού περίμενα μιά ἀληθινή στήριξι... Ἄν θά ἤμουν σίγουρη ὅτι εἶσαι κοντά μου... Ἄν θά μποροῦσα γιά λίγα λεπτά ν᾽ ἀκουμπήσω τό κεφάλι μου στήν ἀγκαλιά Σου καί νά ἀισθανθῶ ὅτι κάποιος μέ συγχώρησε καί μέ ἀγάπησε πραγματικά.
Ἐσύ ἄραγε εἴχες φίλους; Δεῖξε μου, μάθε μου τί εἶναι φιλία! Κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι οἱ κορυφές τῶν βουνῶν δέν ἔχουν πατηθῆ τόσο ὅσο οἱ πλατεῖες. Ὅσο πιό ψηλά ἀνεβαίνεις, τόσο λίγοι σέ συντροφεύουν στό δρόμο. Ἐγώ προσπαθῶ νά ἀνέβω πρός ἐσένα. Γι᾽ αὐτό μένω ὅλο καί πιό μόνος. Ὅλο καί πιό ἀπογοητευμένος. Μ᾽ ἐγκαταλείπουν σταδιακά ὅλοι ὅσοι εἶχα ἐμπιστοσύνη. Δέν μέ καταλαβαίνουν, δέν μέ πιστεύουν. Ἴσως δέν φταῖνε αὐτοί. Δέν μποροῦν νά μοῦ δώσουν ὅτι ζητῶ, ἐπειδή δέν ἔχουν ἀπό πού. Δέν τούς ἔμαθε κανείς τί εἶναι ἀφοσίωσι, φιλία, εἰλικρινής ἀγάπη, αὐτοθυσία...Ἴσως!
Οἱ ἄνθρωποι δέν δίνονται πιά ὁλοκληρωτικά. Μένει πάντοτε μιά σκιά ἐγωϊσμοῦ στόν καθένα μας. Ἴσως καί φοβοῦνται νά δοθοῦν ὁλοκληρωτικά θυσιάζοντας τόν ἑαυτό τους. Ἴσως καί νά μήν μοῦ ἔχουν ἐμπιστοσύνη. Ἴσως καί ἐγώ, ὅμως, ν᾽ ἀπογοητευω τούς ἄλλους. Ἀλλά ὡστόσο ἔχω ἀνάγκη ἕνα στήριγμα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, ἔναν ὤμο ν᾽ ἀκουμπήσω τό κεφάλι μου.
Ἔχω ἀνάγκη κάποιον πού νά σκέφτεται καί νά ἀισθάνεται σάν ἐμένα. Νά ἔχω τουλάχιστον πού καί πού τή βεβαιότητα ὅτι δέν περιπλανιέμαι μάταια σ᾽ ἔναν κόσμο ψεύτη καί ἐγωιστή. Ἔχω τήν ἀνάγκη νά λέω κάπου τόν πόνο μου.
Θά ἤθελα νά τά λέω ὅλα αὐτά σέ Σένα. Ἀλλά μερικές φορές μοῦ φαίνεται ὅτι Εἶσαι πολύ μακρυά! Γιατί ἄφησες μιά τόσο μεγάλη ἀπόστασι ἀνάμεσα σέ Ἐσένα καί σέ ἐμένα Ἰησοῦ; Γιατί κάποιες σπάνιες φορές ἀισθάνομαι ὅτι μ᾽ ἀγαπᾶς, ὅτι μέ συγχωρεῖς, ὅτι μέ βοηθᾶς σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μου, ἐνῶ τίς πιό πολλές φορές ἀισθάνομαι ὅτι οὔτε δέν ξέρεις ἄν ὑπάρχω. Μήπως ἐπειδή ἁμαρτάνω καί οἱ ἁμαρτίες μου Σέ ἀπομακρύνουν καί Σέ λυποῦν; Μήπως πιστεύεις ὅτι μοῦ ἀρέσει νά βυθίζομαι στή λάσπη, τή βρωμιά τήν ὁποία καί ἐγώ σιχαίνομαι καί θέλω ν᾽ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾽ αὐτή μιά γιά πάντα;
Μισῶ τήν ἁμαρτία, ἀλλά μοῦ φαίνεται ἀδύνατον νά μήν κάνω λάθος. Ὅταν πέφτω, αἰσθάνομαι κατάθλιψι. Τότε καταλαβαίνω τί εἶναι κόλασι. Καί ὑπόσχομαι νά μήν ἐπαναλάβω τό ἴδιο λάθος. Ἀλλά εἶμαι ἕνα παιδί, Ἰησοῦ καί εἶμαι ἀδύναμο. Εἶμαι μόνος σ᾽ ἔναν κόσμο βρώμικο καί ὑποκριτή. Ἀλήθεια, δέν τά ξέρεις ὅλα αὐτά; Καί ὡστόσο ἁμαρτάνω. Μερικές φορές μισῶ τόν ἑαυτό μου. Θά ἔδινα τό πᾶν νά ξεκινῶ κάθε φορά ἀπ᾽ τήν ἀρχή. Ἀλλά ξέρω ὅτι δέν γίνεται.
Τί εἶναι τό καλό; Τί εἶναι τό ὄμορφο; Ποιος θά μέ μάθη; Ποιός θά μέ μάθη; Ποιός θά μοῦ δείξη; Μέ ἀφήνεις νά διαλέξω μόνος. Ξέρω ὅτι σέβεσαι τήν ἐλευθερία μου... ἀλλά δώσε μου ἕνα σημάδι ὅτι βρίσκομαι στόν καλό δρόμο!
Σέ παρακαλῶ καί κάτι ἀκόμη... νά μοῦ πῆς ποιός εἶμαι καί ποιός ὁ σκοπός μου στή γῆ. Οἱ ἄλλοι μέ εἰρωνεύονται ὅταν ἀκοῦν αὐτή μου τήν ἐπιθυμία. Ἐσύ μ᾽ ἔφερες σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο; Καί τί περιμένεις ἀπό ἐμένα;
Ὑπάρχει Ἰησοῦ ζωή μετά τό θάνατο; Τήν ἀπάντησι δέν μπορῶ νά τή βρω στούς γύρω μου. Αὐτοί ζοῦν μόνο γιά τό σήμερα. Γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς ὀρέξεις καί τίς ἐπιθυμίες τους. Δέν σηκώνουν τά μάτια τους πέρα ἀπ᾽ τόν ὁρίζοντα, πέρα ἀπ᾽ τό αὔριο. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάνουν πλάνα γιά τό μέλλον. Σέ πλάνο, ὅμως, διανοητικό καί ὑλικό. Μοῦ φαίνεται ὅτι θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους, ἀθάνατους, ποτέ δέν θέτουν τό θέμα τοῦ θανάτου. Ποιόν νά πιστέψω; Βοήθα μέ νά πιστέψω...
Λέγονται τόσα πολλά γιά Σένα... Ὑπάρχουν γνῶμες πού ἀντιφάσκουν ὁλοφάνερα, Χριστέ! Ὅλο καί πιό λίγες φωνές λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ὑἱός τοῦ Θεοῦ ὁ ἐνανθρωπήσας γιά τή σωτηρία μας. Γιά νά μήν πῶ καί ὅτι γιά τό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασι μόνο στίς ἐκκλησίες μιλᾶνε πια. Γιά πολλούς δέν εἶσαι παρά ἕνας ἄνθρωπος σάν ὅλους τούς ἄλλους. Σέ κατέβασαν στό ἐπίπεδό τους, σ᾽ ἔκαναν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσί τους, μήπως καί τούς κρίνεις, μήπως καί ἀποκτήσεις κανένα δικαίωμα νά τούς ἐπιπλήξης γιά κάτι. Αὐτοί θέλουν νά εἶσαι ἕνας σάν κι αὐτούς. Τό ἴδιο βρώμικος, τό ἴδιο ἄσχημος, τό ἴδιο ἐμπαθής.
Ἐνώ ἐσύ, Χριστέ, δέν λές τίποτε. Δέν θέλεις κι ἐσύ νά ὑπερασπιστῆς τόν Ἑαυτό Σου;
Διάβασα τό “Μύθο τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστή”. Πόσο δίκαιο εἶχε ὁ ἰδιοφυής συγγραφέας! Ἐσύ δέν ξέρεις νά ὑπερασπιστῆς τόν Ἑαυτό Σου. Δέν τό ἔκανες οὔτε μπροστά στόν Πιλάτο. Δέν τό ἔκανες οὔτε μπροστά στά ἑκατομμύρια τῶν Πιλάτων καί τῶν Ἰούδων τῶν ἡμερῶν μας. Ἐσύ μόνο σωπαίνεις, ἀγαπᾶς καί σέ ὅσους ἐξομολογοῦνται τίς ἁμαρτίες τους στόν πνευματικό, σβήνεις τίς ἀμαρτίες τους μέ τό σπόγγο τοῦ ἐλέους Σου. Ἴσως θά ἔπρεπε ἐγώ νά σωπάσω καί ἐσύ νά μιλᾶς... θά ἔπρεπε ἡ βρωμιά καί τό κακό νά ἐξαφανιστοῦν, ἐνῶ ὅτι εἶναι καθαρό καί ὄμορφο νά ἔχη μιά εὐκαιρία στή ζωή καί στό φῶς.
Θά ἤθελα νά Σου γράψω κι ἄλλα. Ἀλλά ἐσύ τά ξέρεις ὅλα. Ἐσύ δέν ἔχεις ἀνάγκη τά λόγια μου, ἀλλά ἐμένα, τήν καρδιά μου. Ἐσύ δέν ἔγραψες τίποτε... οὔτε μιά λέξι. Ἐσύ μόνο ἀγάπησες. Θυσιάστηκες καί θεράπευσες τίς ἀδυναμίες μας καί τά βάσανά μας.
Θεράπευσέ μέ καί ἐμένα Ἰησοῦ.
Δῶσε μου δύναμι νά ὑπάρχω.

Ἀπό τό βιβλίο “Invitatii la libertate”, μοναχού Παυλίνου»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/03/21/%ce%ad%ce%bd%ce%b1%cf%82-17%cf%87%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%bd%ce%b5%ce%b9-%ce%b3%cf%81%ce%ac%ce%bc%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%87%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84/).



<>




«Το ωραίο ποίημα τοῦ Βαλαωρίτη μήπως θά βρῆ καί σήμερα τή θέσι του, ἔστω κι ἄν φαίνεται ἀδύναμη ἡ Ἑλλάδα μας μπροστά στό βράχο τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καί τοῦ Δ.Ν.Τ.;...

Ὁ βράχος καί τό κύμα (Βαλαωρίτης Ἀριστοτέλης)

“Μέριασε, βράχε, νά διαβῶ!” τό κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στήν πέτρα τοῦ γιαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
“Μέριασε! Μέ τά στήθη μου, πού ‘σαν νεκρά καί κρύα
μαῦρος βοριάς ἐφώλιασε καί μαύρη τρικυμία.
Ἀφρούς δέν ἔχω γι᾽ ἄρματα, κούφια βοή γι᾽ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μέ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, πού βαρέθηκε, τοῦ κόσμου πού ‘πε τώρα:
“Βράχε, θά πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!”
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο ‘γλυφα καί σο ‘πλενα τά πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ᾽ ἐκοίταζες καί φώναζες τοῦ κόσμου,
νά δῆ τήν καταφρόνεσι πού πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντίς ἐγώ κρυφά-κρυφά, ἐκεῖ πού σέ φιλοῦσα,
μέρα καί νύχτα σ᾽ ἔσκαφτα τή σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
και τήν πληγή πού σ᾽ ἄνοιγα, τό λάκκο πού ‘θε κάμω,
μέ φύκη τόν ἐπλάκωνα, τόν ἔκρυβα στόν ἄμμο.
Σκύψε νά ἰδῆς τή ρίζα σου στῆς θάλασσας τά βύθη,
τά θέμελά σου τά ‘φαγα, σ᾽ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νά διαβῶ! Τοῦ δούλου τό ποδάρι
θα σέ πατήση στό λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι...”

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στήν καταχνιά κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τό μέτωπο, σχισμένο ἀπό ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, πού ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρα του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καί στόν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθῶς ἀνεμοδέρνουνε καί φτεροθορυβούνε
τή δυσωδία τοῦ νεκροῦ τά ὄρνια ἄν μυριστοῦνε.

Τό μούγκρισμα τοῦ κύμματος, τήν ἄσπλαχνη φοβέρα,
χίλλιες φορές τήν ἄκουσεν ὁ βράχος στόν ἀθέρα
ν᾽ ἀντιβοᾶ τρομαχτικά χωρίς κἄν νά ξυπνήση,
καί σήμερα ἀνατρίχιασε, λές θά λιγοψυχήση.
“Κύμμα, τί θέλεις ἀπό μέ καί τί μέ φοβερίζεις;
Ποιός εἶσαι σύ κι ἐτόλμησες, ἀντί νά μέ δροσίζης,
ἀντί μέ τό τραγούδι σου τόν ὕπνο μου νά εὐφραίνης,
καί μέ τά κρύα σου νερά τή φτέρνα μου νά πλένης,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾽ ἀφρούς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἄν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δέν πεθαίνω!”

“Βράχε, μέ λένε ἐκδίκησι. Μ᾽ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολή καί καταφρόνεσι. Μ᾽ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιά φορά καί τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδώ μέσα στά σπλάχνα μου, βλέπεις, δέν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιά καί καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σέ ζητοῦν τοῦ ἅδη μου τ᾽ ἀχνάρια...
Μ᾽ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... μέ φόρτωσες κουφάρια...
Σέ ξένους μ᾽ ἔριξες γιαλούς... τό ψυχομάχημά μου
τό περιγέλασαν πολλοί καί τά πατήματά μου
τά φαρμακέψανε κρυφά μέ τήν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νά διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!”

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τό κύμμα στήν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τό κούφιο τό κορμί του.
Χάνεται μέ τήν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σά νά ‘ταν ἀπό χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιά λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δέν ἀπομένει
στόν τόπο πού ‘ταν τό στοιχειό, κανείς παρά τό κύμμα,
πού παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπ᾽ τό μνῆμα»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/05/05/%ce%bf-%ce%b2%cf%81%ce%ac%cf%87%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%ce%ba%cf%8d%ce%bc%ce%b1/).



<>




«Ἀπ᾽ τήν ἔχθρα στήν συγχώρησι!

Μιά ἀληθινή ἱστορία

Τοῦ Johann Christoph Arnold

Ὅταν ἡ διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ ἐκτελέστηκε στίς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 1998, στό Χάντσβιλλ τοῦ Τέξας, μία μικρή ὁμάδα διαδηλωτῶν ἐνάντια στή θανατική ποινή ἔκαναν μία ὁλονυχτία μέ ἀναμμένα κεριά. Ἀλλά πολλές περισσότερες ἑκατοντάδες ἦταν ἐκεῖ ἔξω ἀπ᾽ τή φυλακή γιά νά χαροῦν γιά τό θάνατό της. Ἕνα πανό πού κρατοῦσε κάποιος τά ἔλεγε ὅλα: “Εἶθε ὁ Παράδεισος νά σέ βοηθήση. Εἶναι τόσο σίγουρο ὅσο ἡ κόλασι, ὅτι ἐμεῖς δέν θά σέ βοηθήσουμε!”.
Μέσα στή φυλακή, ὡστόσο, ἕνας ἄνδρας, ὀνόματι Ρόν Κάρλσον, προσευχόταν γιά τήν Κάρλα καί ὄχι στήν αἴθουσα τῶν μαρτύρων ὅπου βρίσκονταν οἱ οἰκογένειες τῶν θυμάτων τῆς Κάρλα, ὅπου λογικά θά ἔπρεπε νά εἶναι, ἀλλά στό χῶρο πού ἡ φυλακή παρεῖχε γιά τήν οἰκογένεια τῆς δολοφόνου.
Ἔχουν περάσει δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνώρισα τόν Ρόν καί ἄκουσα τό ἀξιοθαύμαστο ταξίδι του ἀπ᾽ τό μίσος στή συμφιλίωσι, ἀλλά αὐτά πού μοῦ εἶπε εἶναι κολλημένα στό μυαλό μου λές καί ἦταν χτες: “Λίγο μετά πού εἶχα γυρίσει σπίτι μετά ἀπό μία μέρα κοπιαστικῆς δουλειᾶς (ἦταν 13 Ἰουλίου τοῦ 1983) χτύπησε τό τηλέφωνο. Ἦταν ὁ πατέρας μου. Εἶπε, “Ρόν, πρέπει νά ἔρθης ἀμέσως στό μαγαζί. Ἔχουμε λόγους νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀδελφή σου δολοφονήθηκε.” ἔπεσα στό πάτωμα. Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω. Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω ἀκόμα κι ὅταν εἶδα στήν τηλεόρασι τό σῶμα τῆς ἀδελφῆς μου νά τό μεταφέρουν ἔξω ἀπό ἕνα διαμέρισμα. Ἡ Ντέμπορα ἦταν ἀδελφή μου, καί μέ εἶχε μεγαλώσει. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν χωρίσει ὅταν ἤμουν πολύ μικρός, ἕξι χρονῶν. Δέν εἶχα ἀδελφούς μόνο μία μεγαλύτερη ἀδελφή καί γι’ αὐτό ἡ Ντέμπορα ἦταν κάτι τό πολύ ἰδιαίτερο γιά μένα. Πολύ ἰδιαίτερο.
Ἡ Ντέμπορα φρόντιζε πάντα νά ἔχω ροῦχα, καί νά ὑπάρχη φαγητό στό τραπέζι. Μέ βοηθοῦσε στά μαθήματά μου, καί μέ χτυποῦσε στά χέρια ἄν ἔκανα κάτι λάθος. Εἶχε γίνει ἡ μητέρα μου.
Τώρα ἦταν νεκρή, μέ δεκάδες μώλωπες ἀπό γροθιές σ᾽ ὅλο της τό σῶμα, καί τήν πληγή ἀπό σφαίρα στήν καρδιά της. Ἡ Ντέμπορα δέν ἦταν ἄνθρωπος πού εἶχε ἐχθρούς. Ἁπλά βρέθηκε στό λάθος μέρος, τήν λάθος ὥρα. Οἱ δολοφόνοι εἶχαν ἔρθει νά κλέψουν ἀνταλλακτικά μοτοσικλετῶν ἀπ᾽ τό σπίτι πού αὐτή ἔμενε, καί ὅταν ἀνακάλυψαν τόν Τζέρρυ Ντήν, τόν ἄνθρωπο μέ τόν οποίο ἦταν μαζί, τόν χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω ἀπό μεγάλη ἐπήρεια ναρκωτικῶν. Μετά ἀνακάλυψαν τήν Ντέμπορα κι ἔτσι ἔπρεπε νά τήν σκοτώσουν κι αὐτήν...”.
Tό Xιοῦστον ἦταν ἀνάστατο. Οἱ ἐφημερίδες περιέγραφαν μέ πηχυαίους τίτλους τό ἔγκλημα, καί ἡ πόλι ζοῦσε σέ φόβο. Μερικές βδομάδες ἀργότερα οἱ δολοφόνοι —δύο ναρκομανεῖς, ἡ Κάρλα Τάκερ καί ὁ Ντάνιελ Γκάρετ— παραδόθηκαν ἀπό συγγενεῖς. Στή συνέχεια δικάστηκαν καί καταδικάστηκαν σέ θάνατο. Ὁ Ντάνιελ ἀργότερα πέθανε στή φυλακή. Ὡστόσο ὁ Ρον δέν αἰσθανόταν ἀνακούφισι: “Χάρηκα πού συνελήφθηκαν, φυσικά, ἀλλά ἤθελα νά τούς σκοτώσω ἐγώ ὁ ἴδιος. Εἶχα γεμίσει μέ ἀπόλυτο μίσος, καί ἤθελα νά ἰσοφαρίσω. Ἤθελα νά χτυπήσω τήν καρδιά τῆς Κάρλα ὅπως ἐκείνη εἶχε κάνει στήν ἀδελφή μου”.
Ὁ Ρόν λέει ὅτι ἀπό πρίν τό θάνατο τῆς ἀδελφῆς του, εἶχε πρόβλημα μέ τό ποτό καί τά ναρκωτικά, ἀλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα καί ὁ πατέρας τους πυροβολήθηκε ἀπό ληστές.
“Συχνά μεθοῦσα, καί βυθιζόμουν στά ναρκωτικά ὅπως LSD καί μαριχουάνα καί ὅτι ἄλλο ἔβρισκα. Ἐπίσης, συνεχῶς τσακωνόμουν μέ τή γυναῖκα μου. Ἤθελα νά σκοτώσω τόν ἐαυτό μου...
Τότε ἕνα βράδυ, ἀισθανόμουν ὅτι δέν ἄντεχα ἄλλο, καί σκεφτόμουν ὅτι ἔπρεπε νά κάνω κάτι γιά τό μίσος καί τήν ὀργή πού μέ πλημμύριζαν. Εἶχαν γίνει τόσο ἄσχημα μέσα μου, πού ἤθελα συνεχώς νά κάνω κακό σέ ἀντικείμενα καί ἀνθρώπους. Βάδιζα στό ἴδιο μονοπάτι μέ τούς δολοφόνους τῆς ἀδελφῆς μου καί τοῦ πατέρα μου. Ἐκεῖνο τό βράδυ, ὅμως, ἀποφάσισα νά ἀνοίξω τή Βίβλο, καί ἄρχισα νά διαβάζω.
Ἦταν ἀλήθεια παράξενο. Ἤμουν κάτω ἀπό ἐπήρεια ναρκωτικῶν καί διάβαζα τό Λόγο τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά ὅταν ἔφτασα ἐκεῖ πού σταύρωσαν τόν Ἰησοῦ ἔκλεισα ἀπότομα τό βιβλίο. Γιά κάποιο λόγο μέ χτύπησε στήν καρδιά ὅπως ποτέ πριν: “Θεέ μου”, σκέφτηκα, “σκότωσαν ἀκόμα καί τόν Ἰησοῦ!”.
Τότε ἔπεσα στά γόνατά μου καί δέν τό εἶχα κάνει ποτέ πρίν αὐτό —καί ζήτησα ἀπ᾽ τό Θεό νά ἔρθη στή ζωή μου καί νά μέ ἀλλάξη ὅπως ἐκεῖνος ἤθελε νά εἶμαι, καί νά εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς μου. Αὐτό ἦταν βασικά πού συνέβη ἐκεῖνο τό βράδυ.
Ἀργότερα διάβασα περισσότερο τή Βίβλο, καί μία γραμμή ἀπ᾽ τό Πάτερ Ἡμῶν —ἐκείνη ἡ γραμμή πού λέει “συγχώρησέ μας ὅπως καί ἐμεῖς συγχωροῦμε” —πήδηξε ἔξω ἀπ᾽ τό κείμενο πρός ἐμένα. Τό νόημα φαινόταν καθαρό: “Δέν θά συγχωρηθῆς ἄν δέν συγχωρήσης”. Θυμᾶμαι ὅτι ἐπιχειρηματολογοῦσα μέ τόν ἑαυτό μου: “Δέν μπορῶ ἐγώ νά τό κάνω αὐτό, ποτέ δέν θά μποροῦσα νά κάνω κάτι τέτοιο”. Καί ὁ Θεός φαινόταν νά μοῦ ἀπαντάη ἀμέσως, “Καλά, Ρόν, ἐσύ δέν μπορεῖς. Ἀλλά μέσῳ ἐμένα μπορεῖς”.
Δέν πέρασε πολύς καιρός καί μία μέρα μιλοῦσα μέ ἕνα φίλο στό τηλέφωνο, καί μέ ρώτησε ἄν ἤξερα ὅτι ἡ Κάρλα ἦταν σέ μία φυλακή στήν πόλι μας. “Θά πρέπη νά πᾶς ἐκεῖ καί νά τῆς πῆς τίς σκέψεις σου”, μοῦ εἶπε. Αὐτός ὁ φίλος δέν ἤξερε τήν πνευματική μου πορεία, καί δέν τοῦ εἶπα τίποτε. Ἀλλά ἀποφάσισα νά πάω νά δῶ τήν Κάρλα.
Ὅταν πῆγα ἐκεῖ καί τήν ἀντίκρισα τῆς εἶπα ὅτι εἶμαι ὁ ἀδελφός τῆς Ντέμπορα. Δέν εἶπα τίποτε ἄλλο στήν ἀρχή. Μέ κοίταξε παράξενα καί εἶπε, “Ποιός εἶπες ὅτι εἶσαι;”, ἐπανέλαβα, ἀλλά ἀκόμα μέ κοιτοῦσε ἀποσβολωμένη, σάν νά μήν πίστευε αὐτό πού ἄκουγε. Μετά ξέσπασε σέ κλάμα.
Εἶπα, “Κάρλα, ὅ,τι καί νά βγῆ ἀπ’ αὐτό, θέλω νά ξέρης ὅτι ἐγώ σέ συγχωρῶ, καί δέν ἔχω τίποτε ἐναντίον σου.“Ἐκείνη τή στιγμή ὅλο τό μίσος καί ἡ ὀργή ἔφυγε. Ἦταν σάν ἕνα μεγάλο βάρος νά σηκώθηκε ἀπ᾽ τούς ὤμους μου”.
Ὁ Ρόν λέει ὅτι μίλησε πολύ ὥρα μέ τήν Κάρλα, καί στή διάρκεια τῆς συνομιλίας του ἀνακάλυψε ὅτι κι ἐκείνη, ἐπίσης, πρόσφατα εἶχε πιστέψει στό Θεό, καί ὅτι ἡ πίστι της εἶχε ἀλλάξει τή στάσι της γιά τή ζωή. Ἦταν τότε πού ὁ Ρόν ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νά ξαναπάη καί νά μάθη περισσότερα γι’ αὐτήν:
“Στήν ἀρχή ἁπλά ἤθελα νά πάω καί νά τήν συγχωρήσω καί νά φύγω, ἀλλά μετά ἀπό ἐκείνη τήν πρώτη ἐπίσκεψι χρειαζόμουν νά πάω ξανά. Ἤθελα νά ἀνακαλύψω ἄν ἦταν εἰλικρινής γιά τή Χριστιανική πορεία τήν οποία ἰσχυριζόταν ὅτι εἶχε. Ἐπίσης, ἤθελα νά μάθω γιατί οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ποτέ δέν τό ἔμαθα αὐτό, ἀλλά ἔμαθα ὅτι ἡ Κάρλα ἦταν εἰλικρινής. Ἐπίσης, ἀνακάλυψα, μέσα ἀπό αὐτήν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νά ἀλλάξουν καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζωντανός.
Ἡ μητέρα τῆς Κάρλα ἦταν πόρνη καί ναρκομανής, καί εἰσήγαγε τήν κόρη της ἀπό πολύ νεαρή ἡλικία σέ ὅλα αὐτά. Ἡ Κάρλα εἶχε ἀρχίσει νά κάνη ἐνέσεις ἡρωίνης ἀπό δέκα ἐτῶν. Στή φυλακή ἦταν πού ἄλλαξε ἡ ζωή τῆς 180 μοῖρες —μέσῳ μίας διακονίας πού ἀσχολοῦνταν μέ γυναῖκες καί ἔδινε Βίβλους καί μιλοῦσε γιά τό νόημα τῆς ζωῆς μέ τό Θεό”. Ὁ Ρόν ἐπισκεπτόταν κάθε δύο μῆνες τήν Κάρλα, ἐνόσω αὐτή ἀνέμενε τήν ἐκτέλεσί της, γιά τά ἐπόμενα δύο χρόνια, καί ἐπίσης ἀλληλογραφοῦσε μέ αὐτή. Σύντομα εἶχαν γίνει στενοί φίλοι.
Θυμᾶται: “Οἱ ἄνθρωποι γύρω μου δέν μποροῦσαν νά τό πιστέψουν. Ἔλεγαν πῶς εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι κάτι πάει στραβά μέ ἐμένα —ὅτι θά ἔπρεπε νά μισῶ τόν ἄνθρωπο πού σκότωσε τήν ἀδελφή μου, ὄχι νά τήν πλησιάζω. Ἕνας συγγενής μοῦ εἶπε ὅτι ντρόπιαζα τή μνήμη τῆς ἀδελφῆς μου μέ τόν τρόπο πού ἐνεργοῦσα, καί ὅτι πιθανῶς “τά κόκαλά της νά ἔτριζαν στόν τάφο της”. Ἕνας ἄλλος ἔκανε μία δημόσια δήλωσι τή μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς Κάρλα γιά τό πόσο χαρούμενος ἦταν πού σέ λίγο θά ἦταν νεκρή”.
Ἡ ἴδια ἡ Κάρλα εἶχε μείνει ἔκπληκτη ἀπ᾽ τή στάσι τοῦ Ρον ἀπέναντί της. Μιλώντας σέ μία τηλεοπτική συνέντευξι λίγο πρίν τήν ἐκτέλεσί της, εἶχε πει: “Εἶναι ἀπίστευτο, φανταστικό! Ἡ συγχώρεσι εἶναι ἕνα πράγμα. Ἀλλά τό νά πάη κάποιος πέρα ἀπό αὐτό καί νά μέ πλησιάση —νά μέ ἀγαπήση ἐνεργά;” τῆς ἦταν πολύ πιό εὔκολα νά κατανοήση τήν ὀργή χιλλιάδων ἀνθρώπων πού ἤθελαν τό θάνατό της: “Μπορῶ νά κατανοήσω τήν ὀργή τους. Ποιός δέν θά μπορούσε; Εἶναι μία ἔκφρασι τοῦ πόνου καί τῆς πληγῆς τους. Τό ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουν ὅτι ἀξίζω συγχώρεσι. Ἀλλά ποιός τήν ἀξίζει; Μοῦ ἔχει δοθῆ μία νέα ζωή, καί ἡ ἐλπίδα —ἡ ὑπόσχεσι —ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡ τελική πραγματικότητα”. Ἡ Κάρλα προχώρησε στόν θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς ἔκανε τήν τελευταία της δήλωσι: “Λυπᾶμαι πολύ γι’ αὐτό πού ἔκανα... ἐλπίζω ὁ Θεός νά σᾶς δώση εἰρήνη μέσῳ τοῦ θανάτου μου”.
Ὅσο γιά τόν Ρόν, ἐπιμένει ὅτι δέν χρειαζόταν ἡ ἐκτέλεσί της: “Δέν ὠφελεῖ... Σίγουρα μοῦ λείπει ἡ ἀδελφή μου. Ἀλλά μοῦ λείπει, ἐπίσης, καί ἡ Κάρλα...”.

(Μετάφρασι ἀπ᾽ τό περιοδικό The Plough Reader, Ἄνοιξι 2000)»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/06/10/%ce%b1%cf%80%ce%bf-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b5%cf%87%ce%b8%cf%81%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%83%cf%85%ce%b3%cf%87%cf%89%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b7/).




<>




«Στέλλα, τό σπουργιτάκι τοῦ Θεού

Μέ τή Στέλλα γνωριστήκαμε τό καλοκαίρι τοῦ 1979 στήν Σοκολατοποιΐα. Ἦταν ἐργάτρια, ἐργαζόταν πολύ σκληρά, ὑπερέβαινε τίς 9 ὧρες καθημερινά. Ὅλοι τήν ἐκμεταλλευόντουσαν, ὅλοι τήν διέταζαν καί αὐτή ὑπήκουε ἄμεσα καί μέ χαμόγελο. Στέλλα, ἐδῶ, Στέλλα, ἐκεῖ. Ὁ ἰδιοκτήτης-ἐργοδότης τήν ἀγαποῦσε γιά τήν ὑπακοή της καί τήν ἐργατικότητά της.
Γιά τούς πιό πολλούς ἐργαζομένους ἦταν “ἡ Στέλλα ἡ χαζή”. Τό πρόσωπό της ἔλαμπε, τά χείλη τῆς ψέλλιζαν. Ὅταν τήν ἀφουγκραζόσουν ἄκουγες τό “Δόξα Σοι, ὁ Θεός”.
Πολύ συχνά ὁ προϊστάμενος μᾶς ἀνέθετε νά διεκπεραιώσουμε ἀπό κοινοῦ κάποια ἐργασία καί ἔτσι μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά δεχθῶ τήν καλωσύνη της, τήν ἀγάπη της. Θυμᾶμαι ὅτι μονίμως ἔλεγε τήν εὐχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε τό κεφαλάκι της πρός τούς οὐρανούς. Τότε ἔλαμπε.
“Δόξα σοι, ὁ Θεός”, ἄκουγες συχνά ἀπ᾽ τό στόμα της.
Ἡ Σοκολατοποιΐα αὐτή ἔκανε διάφορα εἴδη σοκολατάκια. Τά δεύτερης κατηγορίας τά ἐξήγαγε σέ χῶρες τῆς Ἀφρικῆς. Αὐτό στενοχωροῦσε τήν Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε πού ἐργαζόμασταν στήν συσκευασία μαζί, θυμᾶμαι τήν Στέλλα πάνω ἀπ᾽ τά κουτιά συγκεντρωμένη νά εύχεται “για τά ἀραπάκια πού θά ἔτρωγαν τά σοκολατάκια”.
Σέ ὁποιαδήποτε ἀδικία πού συνέβαινε στό χῶρο τῆς ἐργασίας —μας “τρώγανε” μεροκάματα— δέν ἀπαντοῦσε, δέν κατέκρινε, δέν ἀντιδροῦσε. Ἐκείνη τήν περίοδο ἡ Στέλλα ἦταν γιά μένα ἕνα λιμανάκι θαλπωρῆς, ἐγώ ἀντιδροῦσα σέ κάθε ἀδικία. Ἐκείνη στά σχόλιά μου ἀπαντοῦσε μέ ἕνα γέλιο, μέ μιά λέξι “Ἄ! Μηλίτσα”. Δέν τήν θυμᾶμαι ποτέ νά ἔβαλε ἕνα σοκολατάκι στό στόμα της (ὑπενθυμίζω ὅτι ἐργαζόμασταν σέ ἐργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Ἄν καί οἱ πιό πολλοί ἐργαζόμενοι τήν θεωροῦσαν “χαζή”, ἐντούτοις τήν σέβονταν καί διερωτῶντο πῶς κατόρθωνε νά ἐργάζεται τόσο ἀποτελεσματικά.
Ἡ Στέλλα δέν συμμετεῖχε σέ συζητήσεις πού κάναμε· ἦταν μαζί μας, ἀλλά συγχρόνως μακρυά ἀπό σχόλια, μακρυά ἀπό περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, ὅταν τήν ρωτοῦσαν νά πῆ τή γνώμη της, ἔκανε τήν παλαβή. Τό εἶχα προσέξει ὅτι τό ἔκανε ἐπίτηδες. Γιά ὅλα τά τοῦ κόσμου ἦταν τρελλή, παλαβή, ὅταν ὅμως τῆς ζητοῦσες βοήθεια στήν ἐργασία, τά χεράκια της κινιόντουσαν μέ στοργή νά βοηθήσουν, εἰ δυνατόν καί νά δουλέψουν γιά σένα.
Μέσα σ’ αὐτό τό περιβάλλον γνωριστήκαμε. Τήν σεβόμουν τόσο πού ποτέ δέν τήν ρώτησα γιά τήν προσωπική της ζωή. Ἀπό μόνη της μοῦ εἴπε ὅτι καταγόταν ἀπ᾽ τή Κων/πολι. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωσι ὅτι ὅλοι ὅσοι τήν γνώριζαν τήν χαρακτήριζαν λίαν ἐπιεικῶς “τρελλή”, ἐνῶ ἐγώ ἔνιωθα ὅτι κάνουν λάθος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολύ νωρίς κατάλαβα ὅτι ἡ Στελλίτσα ἤθελε νά τή θεωροῦν “τρελλή”. Κάποιες φορές τύχαινε νά ἤμαστε οἱ δυό μας καί νά μιλᾶμε φυσιολογικά καί ὅταν πλησίαζε κάποιος ἄρχιζε καί ἔλεγε ἄλλα ἀντί ἄλλων. Ἐμένα μοῦ δημιουργοῦσε αίσθημα γαλήνης καί μέ ἄφηναν ἀδιάφορη οἱ κρίσεις τῶν ἄλλων.
Στό ἐργοστάσιο αὐτό τῆς Σοκολατοποιΐας ἐργάσθηκα γιά λίγο χρονικό διάστημα. Τήν Στελλίτσα τήν συναντοῦσα συχνά στούς δρόμους καί πάντα εἶχε στήν καρδιά της, στά χείλη της τήν εὐχή. Συνήθιζε νά τήν λέη ἐκφώνως, ἀλλά πολύ σιγά. Πού καί πού ἐρχόταν στό σπίτι μου. Ἐκείνη τήν ἐποχή κατοικοῦσε στό πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.
Τά χρόνια πέρασαν, τήν ἔχασα, μά πάντα τήν θυμόμουν μέ μιά γλυκειά ἀνάμνησι καί νοσταλγία.
Μετά παντρεμμένη πιά θά τήν συναντοῦσα στήν Ἱ. Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Ὁσίας Πελαγίας) στό Ἀκραίφνιο. Εἴχαμε πάει μέ τόν ἄνδρα μου καί θά διανυκτερεύαμε στήν Μονή γιά τήν πρωϊνή Θ. Λειτουργία. Οἱ μοναχές μέ πολλή στοργή καί εὐγένεια μοῦ ζήτησαν συγγνώμη, ἐπειδή λόγὡ τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν δέν εἶχαν χῶρο νά μέ φιλοξενήσουν καί ἀναγκαστικά ἔπρεπε νά μοιραστῶ τό κελλί, όπου ἐφιλοξενείτο “μιά ἰδιόρρυθμη γυναίκα”. Δέχθηκα. Μέ ὁδήγησαν στό κελλί, ὅπου μέ κατάπληξι διεπίστωσα ὅτι “ἡ ἰδιόρρυθμη γυναίκα” ἦταν ἡ στοργική μου Στελλίτσα, πού εἶχα χρόνια νά τή δῶ. Ἡ χαρά μου δέν περιγράφεται. Μείναμε ἀγκαλιασμένες γιά ἀρκετή ὥρα καί ξαφνικά ἀκούω τίς ἀδελφές νά φωνάζουν: “Ἐλᾶτε, Γερόντισσα, νά δήτε τήν Στελλίτσα μέ τή Μηλίτσα ἀγκαλιά”. Ὅλοι χαρήκαμε. Ἐκείνο τό βράδυ ἡ Στελλίτσα ἔκανε σάν παιδάκι ἀπ᾽ τή χαρά της. Χτυποῦσε παλαμάκια, γελοῦσε, σταυροκοπιόταν...
—Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα πού παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα γιά νά παντρευτῆς. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι πού ὑποφέρεις ἀπ᾽ τά ποδαράκια σου. Ξέρω ἔχεις πρόβλημα. Ὑπομονή, προσευχή. (Ὑπόψιν ὅτι ἡ Στελλίτσα δέν γνώριζε ὅτι μοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ ἕνα χρόνιο ἐπώδυνο πρόβλημα ὑγείας στά πόδια μου). Ὁ ἄνδρας σου θ’ ἀλλάξη χῶρο, μήν ἀνησυχής, θά εἶναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, ἀναγκάσθηκε νά μεταφέρη σέ ἄλλο χῶρο τό κτηνιατρεῖο του).
Ἐκείνο τό βράδυ εἰπώθηκαν πολλά. Τήν ἄλλη μέρα καί ἐνῶ ἡ Στέλλα ἦταν μακρυά, εἶπα στίς ἀδελφές ὅ,τι εἶχα ἀντιληφθή γι᾽ αὐτήν, ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἁγία ψυχή... Τήν ἑπόμενη μέρα ἡ Στέλλα ἔφυγε ἀπ᾽ τό Μοναστήρι. Τό κατάλαβε. Δέν ἤθελε νά τήν ἐπαινῆς. Ὅταν ἀργότερα συναντηθήκαμε, μέ αὐστηρό τρόπο μέ ἐπέπληξε γιά τό ὅτι τήν ἐπαινῶ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δέν εῖχα πῆ τίποτε. Κι ὅμως τό ἤξερε...
Ἀργότερα, κάποια ἄλλη στιγμή, μοῦ εἶχε πη: “Δεν ἀντέχω τήν τιμή πού μοῦ κάνει ἡ Γερόντισσα. Νά, κοίτα νά δῆς· τελευταῖα μέ ἔβαλε νά φάω μαζί τους· μέ τίς ἀγίες ψυχές! Ποιά εἶμαι ἐγώ... Πώ, πώ, πώ, Μηλίτσα!”.
Γιά μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τά ἴχνη της. Ἡ Γερόντισσα μας τηλεφωνοῦσε καί μᾶς ρωτοῦσε ἄν τήν εἴδαμε. Ἐκεῖνο τό διάστημα κατάλαβα ὅτι, ἄν θέλω νά τή δῶ δέν πρέπει νά μιλῶ γι’ αὐτήν.
Τώρα ἡ Στελλίτσα ἦταν ἄστεγη, ἀπ᾽ τήν ἐργασία της εἶχε συνταξιοδοτηθῆ μέ τό πιό μικρό ποσό τῆς συντάξεως τοῦ ΙΑ (411 εὐρώ μηνιαίως), τά ὁποία μοίραζε σέ φτωχούς, φυλακισμένους, στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή κ.ἀ.. Τώρα πλέον ζοῦσε στά παγκάκια, στά ὑπόστεγα, στά ἐρημοκκλήσια, στίς σκάλες, σέ οἰκοδομές. Μοῦ τό ἐμπιστεύθηκε.
Κάτω ἀπ᾽ τήν πίεσι τῆς Γερόντισσας καί τή δική μου, ἤλθε κάποιες φορές, ὅταν ἔκανε βαρυχειμωνιά, καί ἔμεινε κοντά μας. Ζητοῦσε νά μείνη στό πιό ταπεινό μέρος τοῦ σπιτιοῦ.
Θυμᾶμαι μέ πολλή νοσταλγία, ὅταν τήν φιλοξενούσαμε στό σπίτι ἐπικρατοῦσε γαλήνη, φῶς, ὅλα εἰρηνικά. Ὅταν στήν παρέα μας ἐρχόταν ὁ ἄνδρας μου, ἡ Στελλίτσα ἔφευγε καί ὅταν τῆς μιλοῦσε δέν τόν κοιτοῦσε ποτέ. Χαρά της ἦταν νά τρώη ἀλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογοῦσε τό Θεό καί ἡ ψυχή της ξεχείλιζε ἀπό εὐγνωμοσύνη μέ ἕνα ἀδιάκοπο “Σ᾽ εὐχαριστῶ, Σ᾽ εὐχαριστῶ”.
Πολλές φορές τό βράδυ, προφασιζόμενη ὅτι εἶμαι κουρασμένη, τῆς ζητοῦσα νά κάνη αὐτή τό ἀπόδειπνο. Ἀδύνατον νά περιγράψω τί συνέβαινε, ὅταν ἄρχιζε τήν προσευχή. Σιγά-σιγά ἀλλοιωνόταν ἡ ἔκφρασί της, τό προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τήν ἄφηνα καί πήγαινα γιά ὕπνο.
Κάποια φορά, ἐνῶ τήν σκεπτόμουν μέ συμπόνοια “πώς γυρνάει σάν σπουργιτάκι στούς δρόμους” ξαφνικά μέ κοιτάζει καί μοῦ λέει:
—Μήν στενοχωριέσαι, θέλημα Θεοῦ εἶναι νά κοιμᾶμαι στά παγκάκια. Εἶμαι πολύ καλά, εἶμαι εὐτυχισμένη. Ξέρεις ἐκεῖ στά παγκάκια ράβω καί τά ροῦχα μου. (Ἡ Στέλλα ἦταν καί πολύ καλή ράπτρια). Νά, τό Πάσχα πέρασα πολύ ὡραία. Τό Μ. Σάββατο πῆγα καί πῆρα λίγο ἀρνάκι, τό ἔβαλα σ᾽ ἕνα ταψάκι ἀπό μπακλαβά, τό ἔδωσα στό φοῦρνο καί μοῦ τό ἔψησαν. Τό ἔκρυψα στό παγκάκι καί τήν ἄλλη μέρα ἔκανα Πάσχα στό παγκάκι μου, χαρούμενη καί εὐτυχισμένη, γιατί ὁ ἱερέας μοῦ εἶχε δώσει κι ἕνα κόκκινο αὐγό. Μήν στενοχωριέσαι γιά μένα. Ὄχι, ὄχι, γιατί εἶμαι ὑπό τήν σκέπη τῆς Παναγίας μας.
Μιά ἄλλη φορά, ὅπως μοῦ διηγήθηκε, πῆγε καί λούστηκε στήν τουαλέτα τῶν ἰατρείων τοῦ Δήμου. Τήν εἴδαν οἱ ἐργαζόμενοι καί τήν ἐπέπληξαν αὐστηρά. Ἡ Στέλλα δέν δέχθηκε τήν παρατήρησι λέγοντάς τους ὅτι δέν κλέβει τίποτε, οὔτε νερό, οὔτε σαπούνι, γιατί ὅλα αὐτά τά ἔχει πληρώσει εἰσφορές στό ΙΑ ὡς ἐργαζόμενη. Τούς μίλησε ἄσχημα καί αὐτοί κάλεσαν τήν ἀστυνομία κι ἔτσι ἡ Στέλλα ὁδηγήθηκε στό Ἀστυνομικό Τμῆμα. Κάπως ἔτσι μοῦ διηγήθηκε τόν διάλογο μέ τόν Διοικητή:
—Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με πού σᾶς κουράζω, ἀλλά ἀκοῦστε με, σᾶς παρακαλῶ. Εἶμαι ἄστεγη, δέν ἔχω τίποτε δικό μου. Νά μόνο αὐτό τό βιβλιάριο ἀσθενείας τοῦ ΙΑ, πού βεβαιώνει ὅτι ἔχω πληρώσει εἰσφορές. Τά ἰατρεία πού λούστηκα εἶναι τοῦ ΙΑ, ἄρα ἀνήκουν καί σέ μένα. Ὅταν βρίσκομαι μέσα στό ΙΑ, νιώθω ὅτι εἶμαι μέσα στό σπίτι μου. Συγχωρέστε με.
—Πήγαινε τώρα, ἀλλά τήν ἄλλη φορά πού θά λουστῆς νά προσέξης νά μη σέ δοῦν. Ἄντε στό καλό.
Ἔφυγε δοξάζοντας τό Θεό καί εὐγνωμονώντας τόν Διοικητή.
Πολλά βράδια κοιμόταν σέ σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα νά ποῦμε προσποιόταν ὅτι κοιμόταν, γιατί ὅταν ἡσύχαζε τό Νοσοκομεῖο, ἔτρεχε κοντά σέ μοναχικούς ἀσθενεῖς, πού εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας καί τούς συνέτρεχε, ἀλλά, ὅταν καταλάβαινε ὅτι κάποιο τρίτο πρόσωπο τήν ἀντιλαμβανόταν, τότε ἄρχιζε τά “παλαβά” της.
Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας γιά τήν ἐργασία μου (γύρω στίς 6:30-7:00 π.μ.) τήν συναντοῦσα νά βγαίνη ἀπ᾽ τό Νοσοκομεῖο ΚΑΤ καί στήν ἐπιμονή μου γιατί δέν ἔρχεται νά κοιμηθή στό σπίτι μας μοῦ ὁμολόγησε: Ἀγαποῦσε πολύ τούς Ἁγίους, τούς θεωροῦσε φίλους της, συγγενεῖς της, ἔτρεχε στήν ἑορτή τους, στά πανηγύρια, χαιρόταν ὅταν μοίραζαν καί φαγητό, ὅπως μοῦ ἔλεγε. Καθόλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους γύριζε σέ διάφορα προσκυνήματα. Τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων στό Μανταμάδο γιά τήν ἑορτή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου στήν Αίγινα, τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς στή Ναύπακτο κ.ἀ.. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τό ἑξῆς: Μιά φορά τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς πῆγε στήν Ναύπακτο καί ἔκανε σάν μικρό παιδί, ὅπως μοῦ τό διηγήθηκε. Ἀγαποῦσε τόν Σεβασμιώτατο Ἱερόθεο, τόν θεωροῦσε δικό της ἄνθρωπο, χαιρόταν πού τόν ἔβλεπε νά χοροστατή μέ τά λαμπρά του ἄμφια καί νά μιλάη τόσο ωραία. Τοῦ εἶχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ πού τῆς εἶχε μιλήσει καί τῆς ἔδωσε τήν εὐχή του στό μοναστήρι στό Ἀκραίφνιο. Τόν χαιρόταν, ὅπως ἔλεγε.
Ὅλες οἱ διηγήσεις τῆς Στελλίτσας ἦταν γιά μένα ἀπόλαυσι, ξεκούρασι. Ἔβλεπα μιά μεγάλη γυναίκα νά νιώθη καί νά ἐκφράζεται σάν μικρό παιδί.
Κάποτε εἴχαμε γιορτή στό σπίτι μας μέ ἀρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ἤλθε ἡ Στελλίτσα. Κάθισε καί ἀκριβῶς δίπλα της ἐγώ. Μεταξύ τῶν καλεσμένων καί ἕνα ζευγάρι μέ πολλά προβλήματα, τά οποία γνώριζα. Ἡ Στελλίτσα “στον κόσμο της” ψιθύριζε τήν εὐχή καί συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα ἔλεγε τί συμβαίνει μέ αὐτό τό ζευγάρι, τί φταίει, ἐνῶ στούς ἄλλους ἔλεγε ἄσχετα ἡ τούς χαμογελοῦσε. Πάντα, ὅμως, συγκεντρωμένη στήν εὐχή. Οἱ πιό πολλοί τήν θεώρησαν “παλαβή”, ἄλλο πού δέν ἤθελε ἡ Στέλλα, γιά νά μήν τήν καταλαβαίνουν.
Ἦταν 12 Αὐγούστου 2004, ἤμουν στό γραφεῖο μου καί ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν νά ταξιδέψω γιά Λέσβο γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές μου. Ἀπ᾽ τό πρωΐ βασανιζόμουν ἀπό μιά ἀσήμαντη σκέψι, κοινῶς εἶχα “κολλήσει”. Δέν εἶχα ἕνα μπρελόκ νά βάλω τά κλειδιά πού θά ἄφηνα στούς γείτονες νά ποτίζουν τόν κῆπο. Ξαφνικά γύρω στό μεσημέρι ἀνοίγει ἡ πόρτα καί ἐμφανίζεται ἡ Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ἀσθμαίνουσα καί μοῦ λέει:
—Νά, πάρτο. Ἤμουν στήν Ὁμόνοια καί μοῦ εἴπε νά σπεύσω νά σοῦ φέρω τό μπρελόκ. 
Τά ἔχασα. Στήν ἐρώτησι ποιός τῆς εἶπε νά μοῦ τό φέρη στήν ἀρχή ψέλλισε “ἡ Παναγία”, μετά ἄρχισε τά δυσνόητα, τά “παλαβά” της. Τό μπρελόκ τό εἶχε ἀγοράσει ἀπ᾽ τό μοναστήρι καί παρίστανε τό Γενέσιο τῆς Παναγίας μας. Στήν ἐπιμονή μου νά μείνη λίγο κοντά μου νά ξεκουραστή, νά πιῆ κάτι, νά δροσιστῆ κάθισε στόν καναπέ καί ἄρχισε νά μιλάη γιά τόν ἑαυτό της. Καί τότε μοῦ εἶπε: 
—Μηλίτσα μου, ἐγώ θά πεθάνω στούς δρόμους μόνη μου. Κανένας δέν θά τό μάθη, κανείς, κανείς. 
Αὐτό μέ πόνεσε πολύ καί τῆς εἶπα μέ ἀπαίτησι:
—Στελλίτσα μου, σέ παρακαλῶ θέλω νά τό μάθω. Θέλω νά μάθω τό φευγιό σου.
Καί τήν ἀγκάλιασα. Μετά ἀπό αὐτό σταμάτησε νά μιλάη γιά ἀρκετά λεπτά. Ξαφνικά μέ κοιτάζει μέ ἕνα στοργικό βλέμμα γεμάτο ἀγάπη καί μοῦ λέει:
—Μηλίτσα μου, θά τό μάθης, θά τό μάθης.
Γιά τελευταία φορά ἔμεινε στό σπίτι μου τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2004. Τότε τῆς πονοῦσε τό πόδι καί ἀναγκάσθηκε νά περιορίση τίς πεζοπορίες. Ἔτυχε τότε νά χρειασθῆ νά φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο πού δυσκολευόταν ἀπ᾽ τήν παρουσία της καί ἰδιαίτερα ἀπ᾽ τήν βραδινή προσευχή, διότι ἔπεφτε γιά ὕπνο νωρίς καί σηκωνόταν ἀργά τή νύχτα καί προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ἀκούγαμε νά ἐπαναλαμβάνη το: “Ζῆ Κύριος ὁ Θεός”.
Ἐν ὄψει αὐτού τοῦ προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μιά φίλη μας, ἡ Χρυσούλα, νά τῆς παραχωρήση ἕνα διαμερισματάκι, πού ἦταν ἄδειο μετά τό θάνατο τῶν γονέων της. Χάρηκε πού ἔμενε σέ σπιτάκι κοντά σέ ἀνθρώπους μέ ἀγάπη καί κατανόησι, τώρα μάλιστα πού δυσκολευόταν ἀπ᾽ τούς πόνους τῶν ποδιῶν της. Ἐκεί ἔμεινε μέχρι τόν Μάϊο τοῦ 2005. Τήν 1η Ἰουνίου 2005 ἡ Χρυσούλα τήν εἶδε νά φεύγη ἀπ᾽ τό σπίτι. Ἀπ᾽ τήν ἡμέρα ἐκείνη χάθηκαν τά ἴχνη της.
Ἀργότερα ἀνησυχήσαμε, ἀλλά ἐπειδή συνήθιζε νά ἐξαφανίζεται, πιστεύαμε ὅτι θά ἐμφανισθῆ. Κάθε τόσο ἐπικοινωνούσαμε μέ τήν Γερόντισσα ἡ Χρυσούλα καί ἐγώ γιά νά μάθουμε γιά τή Στέλλα. Ἡ Γερόντισσα ἔλεγε συνέχεια: “Ψᾶξτε νά τή βρῆτε”. Ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύαμε ὅτι εἶχε φύγει γιά κάποιο ταξίδι καί ὅτι θά ἐπέστρεφε.
Μετά τό Πάσχα τοῦ 2006 ἕνα βράδυ, πολύ ἀργά καί ἐνῶ ἡ οἰκογένειά μου εἶχε ἀποκοιμηθή, ξάπλωσα κι ἐγώ καί ἀποκοιμήθηκα ἀμέσως, πράγμα παράδοξο γιά μένα, καί ξύπνησα ἀμέσως (τό διεπίστωσα βλέποντας τό ξυπνητήρι) ἀπό ἕνα δυνατό ὄνειρο: Εἶδα τήν Στελλίτσα κάτω ἀπό ἕνα ὡραῖο δένδρο, ὄρθια νά ἀκουμπάη ἐλαφρά στόν κορμό του, σέ νεανική ἡλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη καί μέ κοιτοῦσε μέ ἕνα βλέμμα γεμάτο ἀπέραντη θαλπωρή. Ἔνιωσα τήν ψυχή μου νά βγάζη μιά οὐρανομήκη κραυγή, πού ἀισθανόμουν νά μοῦ ξεσχίζη τό στέρνο: “Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου...”. Κι ἔτρεξα νά τήν ἀγκαλιάσω, προτείνοντας τά χέρια μου, ἀλλά ὅταν ἔφτασα στό δένδρο ἐξαφανίστηκε καί στή θέσι της ἔκαιγε μιά ὁλόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, πού ἔχυνε γύρω ἕνα ὑπέροχο φῶς καί ἡ φλόγα της ἀνέβαινε ὁλόϊσα στόν οὐρανό. Ἀμέσως βλέπω στό χῶμα, δίπλα στή λαμπάδα, ἕνα ἀπόκομμα ἐφημερίδος πού ἔδειχνε ἕνα ἐξαιρετικά κακοποιημένο σῶμα σάν ἀπό τρομακτικό αὐτοκινητικό δυστύχημα.
Ἕνα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε τό εἶναι μου: “Ἡ Στέλλα πέθανε!”. Ξύπνησα κυριευμένη ἀπό ἀμφιθυμία ἀισθημάτων: Χαρά μεγάλη ἀπ᾽ τήν παρουσία τῆς Στέλλας καί τό φῶς τῆς λαμπάδας καί φόβο ἀπ᾽ τήν φωτογραφία τῆς ἐφημερίδος. Ἤθελα νά ξυπνήσω τόν Δημήτρη, τόν ἄνδρα μου, νά τοῦ πω γιά τήν Στέλλα, “τό σπουργιτάκι”, ὅπως τή λέγαμε, ὄχι μόνον ἐπειδή ζοῦσε “ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος”, ἀλλά καί ἐπειδή τό βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό, ὅμως, μέ ἀπέτρεψε νά τόν ξυπνήσω. Τήν ἑπομένη τηλεφώνησα στήν Γερόντισσα καί στήν Χρυσούλα καί τούς εἶπα τό ὄνειρο. Καί οἱ δυό μοῦ συνέστησαν νά ψάξουμε γιά τήν Στέλλα. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄρχισε ἡ ἀγωνιώδης ἀναζήτησι. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεῖα...
Ἡ Χρυσούλα ἔμαθε ὅτι στίς 3 Ἰουνίου 2005 καί ὥρα 6:10 μ.μ.. Κοντά στό σπίτι της σκοτώθηκε σέ αὐτοκινητικό μία γυναίκα ἀγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δέν ἔχουν ὄνομα!). Ὁ θάνατος ἦταν ἀκαριαίος. Ὅλη ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ἡ Στελλίτσα. Ἐνῶ διέσχιζε τόν δρόμο, τήν παρέσυρε ἕνα αὐτοκίνητο μέ ὁδηγό ἀξιωματικό τοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποίος ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Τήν συνέθλιψε. Μόνο τό προσωπάκι της ἦταν εὐδιάκριτο (ὅπως ἔδειξαν οἱ φωτογραφίες τῆς Τροχαίας).
Ἡ Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τίς 18 Ἰουνίου 2005 στό Νοσοκομεῖο “Ἀσκληπιεῖον” καί μετά τό πτῶμα της μεταφέρθηκε στό Κεντρικό Νεκροτομεῖο τοῦ Λαϊκοῦ Νοσοκομείου, ὅπου παρέμεινε στά ἀζήτητα μέχρι τίς 20 Ἰουλίου 2005, ὁπότε καί δόθηκε γιά ἐνταφιασμό. Τό Γραφεῖο πού τήν ἐνταφίασε μᾶς πληροφόρησε ὅτι Νεκρώσιμη ἀκολουθία δέν ἐψάλη, μόνο ἕνα Τρισάγιο ἐπί τοῦ τάφου.
Πρέπει νά τονισθή ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀσχοληθήκαμε μέ τήν ἀνεύρεσί της, στήν προσευχή μας τῆς μιλούσαμε καί τῆς λέγαμε: “Ἄν μᾶς ἀκοῦς, ἄν ἔχης παρρησία στό Θεό, ὁδήγησέ μας, βοήθησέ μας”. Καί πράγματι μᾶς βοήθησε καί φθάσαμε μέχρι τόν χορταριασμένο “ἀνύπαρκτο” τάφο της, στήν ἀνατολική ἄκρη τοῦ Νεκροταφείου τοῦ Ζωγράφου, μέ τό νούμερο 8915.
Τήν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμησί της, ἐψάλη ἡ Νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς Στέλλας, στόν Ἱ. Ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου συνήθιζε νά ἐκκλησιάζεται κατά τήν Πασχάλιο Περίοδο. Ὁ ἱερέας εἶπε γιά τήν Στέλλα: “Έκανε τά παλαβά της, ἀλλά ἔλεγε σωστά πράγματα καί πάντα ἐρχόταν γεμάτη τρόφιμα γιά τούς πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα γιά τήν Θ. Λειτουργία... Μάλιστα ἔχει παραγγείλει νά ἁγιογραφηθῆ ἡ Ἁγ. Μαρίνα στό Ναό μας...”.
Στις 3 Ἰουνίου 2006 ἔγινε τό ἐτήσιο μνημόσυνό τῆς χοροστατοῦντος τοῦ λίαν προσφιλούς της ἐπισκόπου, π. Ἱεροθέου, στό Μοναστήρι τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Ὁσίας Πελαγίας) στό Ἀκραίφνιο.
Σέ μιά ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μας συναντήσεις μοῦ εἶπε: “Νιώθω γεμάτη ἀπό αὐτή τή ζωή. Ὅλα μου τά ἔχει δώσει ὁ Κύριος. Μόνο μιά ἐπιθυμία μου δέν ἔχει ἐκπληρωθῆ: Ἤθελα νά βαπτίσω δυό παιδάκια, πού νά τούς ἔδινα τό ὄνομα τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί τῆς Παναγίας μας, ἀλλά κανείς δέν μέ θέλησε γιά κουμπάρα”. Ὅταν τῆς πρότεινα ὅτι θά προσπαθήσω νά βαπτίσω ἐγώ τά δυό παιδάκια στή θέσι της καί μάλιστα, ὅταν μεγαλώσουν θά τούς μιλήσω γιά τήν “πραγματική νονά τους”, καταχάρηκε καί ἀναφώνησε: “Τώρα ἡσύχασα. Εἶμαι ἕτοιμη νά φύγω”.

Τῆς Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικοῦ-Υπαλλήλου Ὑπ. Ἐργασίας»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/06/12/%cf%83%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%bb%ce%b1-%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%80%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b3%ce%b9%cf%84%ce%ac%ce%ba%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b8%ce%b5%ce%bf%cf%8d/).



<>




«Ὁ Ἡγούμενος καί Γέροντας τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου τοῦ Ἁγ. Ὄρους Γρηγόριος βρέθηκε στήν Ἱ. Μονή Προσοῦ τῆς Εὐρυτανίας, πού ἑορτάζει στίς 23 Αὐγούστου. Πρίν ἀρχίση ὁ ἐσπερινός ὁ Γέροντας βλέπει μιά κυρία καί πιάνει κουβέντα μαζί της. Στή κουβέντα ἐπάνω ἡ γυναῖκα ἐξομολογεῖται. Γέροντα ἐργαζόμουν σ᾽ ἕνα γιατρό. Αὐτός ἦταν δύστροπος καί σκληρός. Μοῦ ἔκανε τή ζωή δύσκολη. Τό ἴδιο σκληρός καί περισσότερο δύστροπος ἦταν καί ὁ ἄνδρας μου. Μιά μέρα μοῦ λέει ὁ γιατρός πᾶρε αὐτή τή σακκούλα καί πήγαινε νά τήν πετάξης στά σκουπίδια. Στό δρόμο πού πήγαινα, γιατι ὁ κάδος ἦταν λίγο μακρυά, ἀκούω κλάμματα μωροῦ. Ἀνοίγω τή σακκούλα καί βλέπω ἕνα μωρό. Ἀποφασίζω νά τό πάρω στό σπίτι. Πῶς νά τό πάρω στό σπίτι; Ὁ ἄνδρας μου θά μέ σκότωνε. Κάνω προσευχή στή Μητέρα Παναγία καί τῆς λέω: Ἐγω τό μωρό θά τό πάρω στό σπίτι, σέ παρακαλῶ βοήθησέ μέ νά μήν πάρη εἴδησι ὁ ἄνδρας μου. Πῆρε μιά σκαφίδα καί τήν ἔβαζε κάτω ἀπ᾽ τό κρεβάτι καί τό θήλαζε κρυφά ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της μαζί μέ τό δικό της μωρό! Τό μωρό ἀδελφοί μου δέν ἔκανε κίχ...! Ἐπί δύο χρόνια! Μιά μέρα, κάποια στιγμή ἦλθε ἕνα μεσημέρι μπουσουλώντας στό τραπέζι. Τά μάτια τοῦ ἄνδρα της γούρλωσαν ἀρπάζει τό μαχαίρι καί λέει ἐπιτακτικά στή γυναῖκα του: Πές μου. Η γυναῖκα τοῦ διηγήθηκε ὅλο τό ἱστορικό καί ὁ ἄνδρας της πείσθηκε καί τό ἔκανε καί δικό του παιδί. Πέρασαν τά χρόνια. Τά παιδιά μεγάλωσαν καί τό μόνο παιδί πού ἐνδιαφέρθηκε γιά τά γεράματα τῆς μάνας ἦταν μόνο αὐτό τό παιδί!»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_910.html).
«Μιά φορά ἔφερα στό Ἅγ. Ὄρος ἕνα πολύ δικό μου ἄνθρωπο. Μέχρι τότε αὐτός εἶχε πρόλαβει νά ἐπισκεφθῆ, ὅπως λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, “κέντρα πνευματικής δυνάμεως”: τό Θιβέτ, κάποιο ἀσράμ τῆς ἰνδίας κτλ.. “Και, λοιπόν, γιατί αὐτή τή συλλογή/ἐμπειρία νά μήν τή συμπληρώσω μέ τό Ἅγ. Ὄρος...” —ἔτσι, ὑποθέτω, μποροῦσε νά συλλογίζεται. Ἀλλά ἐδῶ ξεκίνησε...
Παρεμπιπτόντως, δέν συμφώνησε ἀμέσως νά πάη στό Ἅγ. Ὄρος, σάν νά προαισθανόταν ὅτι δέν θά ἐπέστρεφε ποτέ ἀπό ἐκεῖ αὐτός πού ἦταν πριν... τόν πηγαίνω στό Γέροντα Γρηγόριο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, νά πῶ πρῶτα, κάπνιζε ἀπ᾽ τήν ἐφηβεία, καί πολύ μάλιστα, καί ἀρκετά ἀκριβά καί δυνατά τσιγάρα. Τό ἤξερα, ὅπως ἤξερα καί ὅτι ὁ Γέροντας Γρηγόριος ἦταν ἀδιάλλακτος ἀγωνιστής ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους, τό κάπνισμα. Ἀλλά αὐτό πού θά συνέβαινε, ἄν τούς συστήσω δέν πρόλαβα νά τό διανοηθώ... Λοιπόν, ξαφνικά βλέπω ὅτι ὁ Γέροντας μέ σταθερά βήματα πηγαίνει πρός τό φίλο μου.
—Ἔχεις τσιγάρα;, τόν ρώτησε.
Ἐκείνος ἀμέσως ὑπάκουα ἔβγαλε ἀπ᾽ τήν τσέπη του ἀνοιχτό πακέτο τσιγάρα καί ἄπλωσε τό χέρι στόν ἐνδιαφερόμενο. Οἱ προσκυνητές τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου ξέρουν πόσα πακέτα ἀφήνουν αὐτοί πού θεραπεύτηκαν ἀπό αὐτή τήν ἐξάρτησι ἐκεῖ, στό Ναό, στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος “Γοργοϋπήκοος”. “Να, σκέφτομαι, καί ὁ Γέροντας συμπλήρωσε τή συλλογή του”, ἀλλά δέν πρόλαβα νά ὁλοκληρώσω τή σκέψι μου αὐτή μέχρι τέλους, ὅταν στά αὐτιά μου ξαφνικά ἔφτασε ἤχος ἑνός περιποιημένου χαστουκιοῦ!
—Τέλος! Δέν θά ἔχης πλέον τσιγάρα, —ἀνακοίνωσε ὁ Γέροντας σέ αὐτόν πού μόλις “εὐχαρίστησε” τόσο ἀπρόσμενα γιά τό ἀνοιχτό πακέτο.
“Παράξενος παππούς”, —χαμογέλασε μέσα τοῦ αὐτός πού στή πολυτελή συβαριτική βαλίτσα του εἶχε ἀποκρύψει ἕνα μπλοκ ἀκριβῶν τσιγάρων... ὅταν ξανά βρεθήκαμε μόνοι μας, αὐτός πῆρε ἕνα τσιγάρο, δοκίμασε νά τό καπνίση καί δέν κατάλαβε τι ἔγινε: ζαλίστηκε, ἄρχισε νά ἔχη μιά ἀηδιαστική λιγούρα. Πέταξε τό τσιγάρο καί πῆρε τό ἄλλο. Ξανά τό ἴδιο! Συνέχισε μέ πεῖσμα ὥσπου ἔκανε ἐμετό! Μετά οὔτε κἄν προσπάθησε νά καπνίση. Ὅμως, μέχρι τό περιστατικό ἦταν μανιακός καπνιστής, πάνω ἀπό 30 χρόνια!
Ναί, ὁ Γέροντας μερικές φορές ἦταν σκληρός, ἀλλά ἦταν τά ἀναγκαῖα μέτρα ἐνός ἔμπειρου γιατροῦ πού βλέπει ὅλη τή ζημιά τῆς ἀσθένειας πού τρώει τόν ἄνθρωπο καί καταλαβαίνει ὅτι μέ ἄλλο τρόπο δέν μπορεῖς νά ἐνεργῆς σέ τέτοιες περιπτώσεις, ὅπως ἐδῶ.

Μαξίμ Κλιμένκο

Για τόν Μακαριστό ἰερομόναχο Γρηγόριο τόν ἀρχιπελαγίτη Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_411.html).



<>




«Μιά φορά ἦλθαν δύο φίλοι ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα, νεαροί οἰκογενειάρχες, καί μέ ρωτοῦσαν ἄν ὑπάρχουν Γέροντες τοῦ Γεροντικοῦ καί τῆς Φιλοκαλίας. Ὑπάρχουν τούς εἶπα καί τούς πῆγα στόν Γέροντα αὐτόν, τόν μοναχό Ἰωσήφ τόν Κύπριο. Ἦταν τότε 105 ἐτῶν. Ἦταν ξαπλωμένος κι ἔκανε κομποσχοίνι.
—Οι κύριοι, τοῦ λέω, εἶναι ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα καί ἤθελαν νά πάρουν τήν εὐχή σου. 
Τόν εἶδαν πώς δέν εἶχε ὄρεξι γιά κουβέντα. Ἀφοῦ εἶπαν δύο-τρία λόγια, τούς ἔκανε νόημα νά φύγουμε. Φεύγοντας λένε στόν Γέροντα: 
—Γέροντα, εἴμαστε μέ πολλά προβλήματα, σᾶς παρακαλοῦμε νά προσεύχεσθε. 
—Θά προσεύχομαι, τούς ἀπαντᾶ, ἀλλά γιά νά προσεύχομαι θέλω καί λεφτά!
Ντράπηκα πολύ, τά ἔχασα, δέν ἤξερα τί νά πῶ. Προσπαθοῦσα νά δικαιολογήσω τήν κατάστασι. Ἀποροῦσα γιατί νά τό κάνη αὐτό. Τούς πῆγα σ’ ἕνα ἄγιο ἄνθρωπο κι αὐτός νά ζητάει χρήματα γιά νά προσευχηθῆ; Αὐτός πού δέν γνώριζε καλά-καλά τήν ἀξία τῶν χρημάτων καί δέν τούς ἔδινε μεγάλη σημασία. Οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν καί λυπήθηκα.
Την ἄλλη ἡμέρα πού πῆγα νά τόν δῶ, μοῦ λέει: 
—π. Μωυσῆ τήν ἀρετή δέν τή μαζέψαμε μαζί. Μήν μοῦ φέρνεις κόσμο νά μέ τιμᾶνε. Ζήτησα ἀπ᾽ τό Θεό νά μέ τιμήση στήν ἄλλη ζωή, ὄχι σ᾽ αὐτή τήν ψεύτικη. 
Ἐξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στους ξένους ζητώντας χρήματα, πού ποτέ δέν εἶχε καί ποτέ δέν τ᾽ ἀγάπησε, μέ ντρόπιασε κι ἐμένα. Ποῦ νά τολμήσω νά ξαναπάω κόσμο. Χάλασε τήν εἰκόνα του, ὡς σπουδαίου ἀσκητοῦ. Κατέστρεψε τήν πρόσοψί του. Ποιός ἀπό μᾶς τό κάνει αὐτό; Ἦταν ταπεινός. Ὑπεράνω καί τοῦ σκανδαλισμοῦ. Τόν ἔνοιαζε τί θά πῆ γι᾽ αὐτόν ὁ Θεός κι ὄχι οἱ ἄνθρωποι. Ὅταν τό εἴπα στούς φίλους ἔμειναν ἄφωνοι...
Μοναχός Μωυσῆς Ἁγιορείτης, Ἡ Εύλαλη Σιωπή, ἐκδ. Ἐν Πλῷ»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/10/31/%cf%8c-%ce%ac-%cf%8d/).



<>




«Ὁ Ἅγ. Νεκτάριος τῆς Αἴγινας διετέλεσε σχολάρχης, διευθυντής τῆς Ριζαρείου Σχολῆς. Νά παραθέσω τό ἐκπληκτικό ἐπεισόδιο πού συνέβη στή σχολή του καί τήν διαχείρισί του ἀπ᾽ τόν Ἅγιο. Κάποτε μία ὁμάδα τελειοφοίτων διαπληκτίστηκε, ἔφτασαν καί σέ γρονθοκοπήματα. Τό μαθαίνει ὁ Ἅγιος. Καί ἰδού τό ἀνεπανάληπτο καί αἰώνιο παράδειγμα, σέ δασκάλους καί διευθυντές σχολείων, ἀντιμετωπίσεως τῆς ἐνδοσχολικῆς βίας, τοῦ κακῶς λεγόμενου σήμερα “bullying”, πού ἔχει λάβει διαστάσεις ἐπιδημίας. Ἀντί γιά φωνές, τιμωρίες, τσιρίδες καί κλήτευσι γονέων, ὁ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπιβάλλει τό παρακάτω πρωτοφανές, ἀξιοθαύμαστο καί χριστομίμητο: “Αὐτὰ πού κάνατε μέ λυποῦν καί μέ ἀναγκάζουν νά τιμωρήσω τόν ἑαυτό μου. Ἀπό σήμερα τό μεσημέρι νά εἰδοποιηθῆ ὁ μάγειρας, νά μήν μοῦ ἀποστέλλη φαγητό, ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ θὰ προσεύχομαι γιά τήν ἀνωμαλία. Μάλιστα. Μέ λυποῦν παιδιά μου, μέ λυποῦν... ἐσεῖς οἱ αὐριανοί λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου! Πηγαίνετε καί εἴθε ὁ Κύριος νά ἀποστείλη ἔλεος καί φωτισμό, εἴθε νά σᾶς συγχωρήση. Πηγαίνετε καί παρακαλῶ μέχρι τῆς μεσημβρίας νά ἔχετε συμφιλιωθεῖ” ( Σ. Χονδροπούλου, Ὁ Ἅγιος τοῦ Αἰώνα μας, σ.114, ἐκδ. Καινούργια Γῆ). Ἔκτοτε οὐδείς σπουδαστής δημιούργησε πρόβλημα, γιατί ἤξερε ὅτι θά τήν πληρώση... ὁ Ἅγιος σχολάρχης του. Τί νά πῆ κανείς ἐνώπιον τέτοιου μεγαλείου!»(https://christianvivliografia.wordpress.com/2020/11/08/%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%bd%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%b4%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bf%cf%83-%cf%84%e1%bf%86%cf%82-%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b9%ce%bf%cf%83%cf%85/).



<>




«Ὁ δάσκαλος εἶπε ὅτι εἶναι φύσι ἀδύνατον μιά φάλαινα νά καταπιῆ ἕνα ἄνθρωπο, γιατί ἄν καί εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο θηλαστικό, ὁ λαιμός του εἶναι πολύ μικρός.
Τό μικρό κορίτσι ἐπισήμανε ὅτι μιά φάλαινα εἶχε καταπιεῖ τόν Ἰωνᾶ.
Ἐνοχλημένος ὁ δάσκαλος ἐπέμεινε ὅτι μιά φάλαινα δέν μπορεῖ νά καταπιῆ ἕνα ἄνθρωπο.
Τότε τό μικρό κορίτσι εἴπε:
—Ὅταν θά πάω στόν Παράδεισο, θά ρωτήσω τόν Ἰωνᾶ.
Καί ὁ δάσκαλος τή ρώτησε:
—Καί ἄν ὁ Ἰωνᾶς ἔχει πάει στήν κόλασι;
Καί ἡ μικρή ἀπάντησε:
—Τότε θά τόν ρωτήσης ἐσύ!»(https://iliaxtida.wordpress.com/2011/01/17/paidia/).



<>





«Ὅταν εἶχε ἔρθει ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας “Ἄξιον ἐστί” ἀπ᾽ τό Ἅγ. Ὄρος στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν γιά προσκύνησι, ἕνα παιδάκι, κάπου δεκατεσσάρων χρονῶν, πού δούλευε σ᾽ ἕνα μηχανουργεῖο, μόλις ἄκουσε ὅτι ἦρθε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀμέσως, ὅπως ἦταν γεμάτο μουντζοῦρες καί λάδια, φοράει τό σακάκι του ἀπ᾽ τήν ἀνάποδη, ἐπειδή ἦταν λερωμένο, καί παίρνει ἄδεια ἀπ᾽ τή δουλειά του.
Τρέχει καί ἀγοράζει ἕνα τριαντάφυλλο καί κάθεται ὧρες ἔξω ἀπ᾽ τή Μητρόπολη, μέσα στή βροχή, περιμένοντας στή σειρά, γιά νά τό προσφέρη στήν Παναγία!
Ἐμένα, μέ συγκίνησε ἀφάνταστα αὐτό τό γεγονός. 
Καί εἶμαι σίγουρος ὅτι ἡ Θεία Χάρι τό ἐπισκέφθηκε αὐτό τό παιδάκι, γιατί εἶδε τήν ἀγαθότητά του. 
Δέν εἶναι μόνο τό τριαντάφυλλο πού δείχνει τήν ἀγάπη του ἤ τό ὅτι περίμενε κάτω ἀπ᾽ τή βροχή. 
Λίγο τό ’χεις, νά γυρίση τό σακάκι του ἀπ᾽ τήν ἀνάποδη, γιά νά παρουσιασθῆ καθαρό στήν Παναγία; 
Πῶς νά μήν τό εὐλογήση ἡ Παναγία; 
Καί τήν ἱκετεύω, λοιπόν, γιά ὅλα τά παιδιά πού μοχθοῦν καθημερινά γιά τόν ἐπιούσιο. 
Μπορεῖ νά φαίνονται μουντζουρωμένα, ἀλλά ἡ ψυχή τους λάμπει...

Ἅγ. Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης

Ἀπ᾽ τήν “σύν αὐτῷ” συνεργάτιδά μας, Athina Kateri»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/10/blog-post_69.html).



<>





«Τά παράδοξα τῶν ἡμερῶν μας εἶναι ὅτι:

Ἔχουμε πλατύτερους δρόμους μά στενότερες ἀντιλήψεις.
Ξοδεύουμε πολλά, ἐνῶ ἔχουμε λίγα.
Ἀγοράζουμε πολλά καί ἀπολαμβάνουμε λίγα.
Ἔχουμε μεγαλύτερα σπίτια ἀλλά μικρότερες οἰκογένειες.
Διαθέτουμε περισσότερες ἀνέσεις, ἀλλά ἔχουμε λιγότερο χρόνο.
Ἔχουμε περισσότερα πτυχία, ἀλλά λιγότερους λογικούς ἀνθρώπους.
Ἡ γνώσι μας πληθύνθηκε, μά ἡ κρίσι μας λιγόστεψε.
Διαθέτουμε πολλούς εἰδήμονες, ἀλλά περισσότερα προβλήματα.
Πολλαπλασιάζουμε τά ὑπάρχοντά μας καί μειώνουμε τίς ἀξίες μας.
Μιλᾶμε πολύ, ἀγαποῦμε σπάνια καί μισοῦμε συχνά...
Μάθαμε πώς νά ἐξασφαλίζουμε τά πρός τό ζήν, ἀλλά δέν μάθαμε νά ζοῦμε.
Προσθέσαμε χρόνια στή ζωή μας, ἀλλά ὄχι ζωή στά χρόνια μας.
Διανύσαμε τήν ἀπόστασι γῆ-φεγγάρι, ἀλλά δυσκολευόμαστε νά διασχίσουμε ἕνα δρόμο γιά νά συναντήσουμε τό γείτονά μας.
Κατακτήσαμε τό διάστημα, ἀλλά χάνουμε τό δικό μας πλανήτη.
Διασπάσαμε τό ἄτομο, ἀλλά ὄχι καί τίς προκαταλήψεις.
Ἔχουμε ὑψηλότερα ἐισοδήματα, ἀλλά χαμηλότερες ἠθικές ἀξίες.
Ζοῦμε στήν ἐποχή τῶν ὑψηλῶν κερδῶν καί τῶν ρηχῶν ἀνθρώπινων σχέσεων.
Ὑπάρχουν περισσότερα τρόφιμα, ἀλλά χειρότερη διατροφή.
Κτίζουμε πολυτελή σπίτια, ἀλλά διαλύουμε τήν οἰκογένεια.
Ἡ βιτρίνα τῆς ζωῆς μας φαίνεται πλούσια καί γεμάτη. Ἡ ἀποθήκη της εἶναι ἔρημη καί ἄδεια.

Ἀνώνυμος φοιτητής

Μᾶς ἔστειλε ἡ Ε.Λ..»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/07/29/%ce%ac-%cf%8e/).




<>







π. Σ. Ρ.: «Ἡ παρακάτω ἀνακοίνωσι τῆς ἐταιρείας Motor Oil ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ εὐαισθησίες:
“Μέ ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης καί μέ γνώμονα τή διαχρονική στήριξι τῶν ἐργαζομένων του, τό Διυλιστήριο τῆς Motor Oil συμβάλλει ἔμπρακτα στήν ἀντιμετώπισι τῆς ὑπογεννητικότητος, προσεγγίζοντας μέ σεβασμό καί εὐαισθησία τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων του. Ἡ Motor Oil θά προσφέρη στίς οἰκογένειες τῶν ἐργαζομένων της, γιά κάθε παιδί μετά τό 2ο, 5.000€, μέ τή γέννησι, 5.000€, μόλις τό παιδί συμπληρώσει τά πρώτα ἕξι ἔτη ζωῆς, 5.000€, ἀφοῦ γίνει 12 ἐτῶν καί τέλος 5.000€ μέ τήν ἐνηλικίωσί του.
Συνολικά, κάθε οἰκογένεια πού ἀποκτᾶ περισσότερα ἀπό δύο παιδιά, θά ἐνισχύεται μέ τό ποσό τῶν 20.000€, γιά κάθε ἕνα νέο παιδί”»(https://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/04/blog-post_362.html).


<>



«Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Δασκαλάκης, ὅταν πέθανε ἄνοιξαν τή διαθήκη του καί αἰφνιδιάστηκαν ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δέν εἶχε δημιουργήσει καμμιά περιουσία καί στίς ἀδελφές του ἄφησε μόνο τίς εὐχές του»(ΜΓ, 71).


<>


«Τίς ἑβδομάδες μετά τό γεγονός [τοῦ Τιτανικοῦ], ἐρευνητές καί ἐφημερίδες συγκέντρωσαν ἱστορίες ἐπιζώντων γιά νά καταλάβουν πῶς συνέβη ἡ τραγωδία. Καί ἀνακάλυψαν πράξεις ἀφάνταστης αὐταπαρνήσεως και ἀνθρωπιᾶς.

Ἕνας ἀπ᾽ τούς ἐμβληματικότερους ἥρωες τοῦ Τιτανικοῦ ἦταν ὁ πέμπτος ἀξιωματικός Harold Lowe. Ὁ Harold ὁδηγοῦσε τή μοναδική λέμβο πού ἐπέστρεψε στόν τόπο τοῦ ναυαγίου. Ἔψαχνε στό σκοτάδι καί στά παγωμένα νερά γιά νά βρῆ ἐπιζῶντες. Καί προτοῦ σπεύση κωπηλατώντας νά συνδράμη μιά ἄλλη λέμβο πού κινδύνευε νά βυθιστῆ, περιμάζεψε τέσσερεις ναυαγούς.

Ὁ Harold δέν ἦταν ὁ μοναδικός πού ἔβαλε τούς ἄλλους πάνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό του. Ὁρισμένοι ἔδωσαν τό σωσίβιό τους σέ ἀγνώστους ἐνῶ ἄλλοι ἔδωσαν τή θέσι τους στή βάρκα τῆς σωτηρίας. Ὁμάδες σοκαρισμένων καί τρομοκρατημένων ἀνθρώπων ὁδηγήθηκαν μέσα ἀπ᾽ τούς δαιδαλώδεις πλημμυρισμένους διαδρόμους καί τίς σκάλες πρός τίς σωστικές λέμβους πού περίμεναν στά καταστρώματα. Ἐνήλικοι φρόντισαν παιδιά πού δέν ἦταν δικά τους καί ἄλλοι προσπάθησαν νά κρατήσουν τό ἠθικό ψηλά ἐνθαρρύνοντας μέ τραγούδια ὅσους κωπηλατοῦσαν.

Στό μηχανοστάσιο τοῦ πλοίου οἱ μηχανικοί καί οἱ πυροσβέστες παρέμειναν στίς θέσεις τους ὥστε νά συνεχίσουν νά λειτουργοῦν οἱ ἀντλίες τοῦ νεροῦ καί τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Ἄν καί ἤξεραν ὅτι θά βυθιστοῦν μαζί μέ τό καράβι, ἦταν ἀποφασισμένοι νά κρατήσουν, ὅσο ἦταν δυνατόν, τόν Τιτανικό φωτισμένο στήν ἐπιφάνεια, ὥστε νά μπορέσουν νά διαφύγουν περισσότεροι ἐπιβάτες.

Ἔπειτα ἀπό ἑβδομάδες, καί ὅσο διαρκοῦσε ἡ ἐπίσημη ἔρευνα γιά τούς λόγους πού προκάλεσαν τήν καταστροφή, φωτεινές ἱστορίες ἀλληλοβοήθειας σάν καί τοῦτες ἔδειξαν ὅτι μέ ἀλτρουϊσμό καί ἀνθρωπιά ἡ ἀνθρωπότητα μπορεῖ νά λάμψη ἀπέναντι στίς καταστροφές»(EM, 48).


<>




«Καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ Dr. Peyo [ἄλογο] διέθετε ἕνα μοναδικό χάρισμα, ὁ Hassen Bouchakour μίλησε σε κτηνιάτρους καί εἰδικούς οἱ ὁποῖοι συμφώνησαν πώς τό ἄλογο εἶχε μιά ἀσυνήθιστη ἱκανότητα. Πρόθυμος νά προσφέρη αὐτό τό δῶρο γιά καλό σκοπό, ὁ Hassen παράτησε τίς λαμπερές ἀρένες καί ἀφιέρωσε τρία χρόνια προετοιμάζοντας τό ἄλογο γιά νά ἐπισκεφθῆ ἀσθενεῖς καί ἡλικιωμένους. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐκπαιδεύσεως, ὁ Peyo ἔμαθε σιγά σιγά τούς ἀσυνήθιστους ἤχους, τίς εἰκόνες καί τή μυρωδιά τῶν νοσοκομείων καί τῶν οἴκων εὐγηρίας.

Γιά νά ἀρχίση ὁ Peyo τίς ἐπισκέψεις χρειάζεται προσεκτική περιποίησι καί φροντίδα. Τό σῶμα του καλύπτεται μέ ἀντισηπτική lotion ἐνῶ ἡ χαίτη καί ἡ οὐρά του πλέκονται σέ σφιχτές πλεξοῦδες. Ὅταν ὁ Peyo φτάνει στό νοσοκομεῖο γιά νά ξεκινήση τή μέρα του, σταματάει ἤ σηκώνεται στά μπροστινά του πόδια γιά νά δείξη στόν Hassen σέ ποιό δωμάτιο θέλει νά μπῆ. Εἶναι σάν νά τοῦ λέη ποιός τόν ἔχει περισσότερο ἀνάγκη!

Μέ τή βοήθεια τοῦ Hassen, ὁ Peyo ἐπισκέπτεται ἀσθενεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωή φτάνει στό τέλος της. Ὁ Hassen τόν παρακολουθῆ νά τρίβη μαλακά τή μουσούδα του πάνω τους καί μέ τήν εὐγενική παρουσία του νά τούς ἀνακουφίζη προσφέροντάς τους ἠρεμία καί ἀγάπη τίς τελευταῖες ἑβδομάδες τῆς ζωῆς τους πάνω στή Γῆ.

Μπορεῖ νά ἀκούγεται παράξενο, ὅμως, πραγματικά λειτουργεῖ. Οἱ γιατροί παρατήρησαν ὅτι οἱ ἀσθενεῖς πού περνοῦσαν χρόνο μέ τόν Peyo ἔνιωθαν πιό ἤρεμοι καί λιγότερο ἀνήσυχοι, μέ ἀποτέλεσμα νά χρειάζωνται μικρότερη δόσι ἀπό παυσίπονα!»(ΕΜ, 58).



<>




Πολλά χρόνια πρίν, στή Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ξεκίνησε μιά καταπληκτική παράδοσι πού ὀνομάζεται Caffè Sospreso, δηλαδή κερασμένος καφές. Νά πῶς λειτουργεῖ ὁ “κερασμένος καφές”.

Ἄν κάποιος εἶχε μιά ὄμορφη μέρα ἤ ἁπλῶς θέλει νά κάνη κάτι καλό, μπορεῖ νά παραγγείλη δύο καφέδες σ᾽ ἕνα καφενεῖο καί νά πιῆ μόνο τόν ἕνα. Ὁποιοσδήποτε, λοιπόν, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά πληρώση τόν καφέ του, μπορεῖ νά πιῆ τόν κερασμένο, τόν ἤδη πληρωμένο.

Αὐτομάτως, ἡ μέρα του θά γίνη κάπως καλύτερη. Καί, ποιός ξέρει, ἴσως σκεφτεῖ καί ὁ ἴδιος νά κάνη στή συνέχεια μιά καλή πράξι.

Ὁ “κερασμένος καφές” εἶναι μιά ἀνώνυμη χειρονομία ἐξαιρετικά δυνατή. Εἶναι τόσο δυνατή, πού ἀπ᾽ τό δειλό ξεκίνημά του στή Νάπολη διαδόθηκε σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο»(ΕΑ, 94).




<>





«Ὁ Michael Landy ζήτησε ἀπό ἐπιβάτες καί ἐργαζόμενους τοῦ metro τοῦ Λονδίνου νά τοῦ ἀναφέρουν περιστατικά καλοσύνης πού εἶχαν δεῖ στόν ὑπόγειο ἤ στά ὁποῖα εἶχαν λάβει μέρος.

Στή συνέχεια, ἔφτιαξε ἀφίσες πού ἀπεικόνιζαν τίς ἱστορίες καί τίς κρέμασε στίς πλατφόρμες καί στούς συρμούς.

Οἱ ἱστορίες ἦταν πολλές καί θαυμάσιες, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ ἱστορία ἑνός παιδιοῦ τοῦ ὁποίου τοῦ ξέφυγε τό μπαλόνι καί τό εἶδε νά πετάη πρός τό βάθος τοῦ βαγονιοῦ. Οἱ ἐπιβάτες ἕνας πρός ἕνα τοῦ τό ἔστειλαν πίσω χαμογελώντας»(ΕΜ, 96). 




Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἕνας νέος εἶχε φτάσει σέ τόσο μεγάλη ἀπελπισία, ὥστε ἀποφάσισε νά αὐτοκτονήση. Ἐξομολογεῖται σ᾽ ἕνα Πνευματικό. Ἀκούει τόν Πνευματικό μέ προσοχή πού τοῦ λέει:

—Ἐσύ εἶσαι ὑπεύθυνος ὁ ἴδιος γιά τήν κατάστασί σου. Ἡ ψυχή σου κοντεύει νά πεθάνη ἀπό πεῖνα. Ἔμαθες νά ἐνδιαφέρεσαι καί νά φροντίζης πῶς νά θρέψης τό σῶμα σου. Καί ποτέ σου δέν ἐνδιαφέρθηκες γιά τήν τροφή τῆς ψυχῆς σου πού ἔχει πολύ πιό περισσότερη ἀνάγκη ἀπ᾽ τό σῶμα σου. Ἡ ψυχή σου πεθαίνει ἀπ᾽ τήν πεῖνα! Φάε καί πιές τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου. Ἔτσι μόνο θά ἀναζωογονηθῆ ἡ ψυχή σου καί θά γλυτώση ἀπ᾽ τόν αἰώνιο θάνατο.

Πείθεται ὁ νέος ἀπ᾽ τόν Πνευματικό καί φεύγει γιά νά συνεχίση μέ θάρρος καί νέα δύναμι τή ζωή καί ἔτσι σώζεται»(ΒΣ, 6).

<>



Ἅγ. Ἀμβρόσιος: «Ὁ Θεός ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τόν ἄρτον τοῦτον καθημερινόν, καί ἡμεῖς ποιοῦμεν αὐτόν ἐνιαύσιον»(ΒΣ, 14).

<>



Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης: «Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἑξῆς γεγονός πού συνέβη πρό ἐτῶν στό Σανατόριο (τότε) “Σωτηρία” στήν Ἀθήνα. Μετά ἀπό μιά Θ. Λειτουργία, πού κοινώνησαν οἱ περισσότεροι ἀσθενεῖς τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὁ ἱερέας ἔπρεπε νά καταλύση τήν ὑπόλοιπη Θ. Κοινωνία, ὅπως γίνεται πάντοτε. Προτοῦ κάνη τήν κατάλυσι, εἶδε κάποιον πού στεκόταν στό βόρειο βημόθυρο τοῦ Ἱεροῦ. Τόν ρώτησε τί ἤθελε. Ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς δέν ἤθελε τίποτε. Ὁ ἱερέας κατέλυσε κανονικά καί ἀφοῦ ἔβγαλε τά ἱερά ἄμφια ἑτοιμάστηκε νά βγῆ ἀπ᾽ τό Ἱερό. Βγαίνοντας ξανασυναντάει τό ἴδιο πρόσωπο. Τόν ρώτησε τί ἤθελε περιμένοντας. Καί τοῦ πρόσθεσε, ὅτι ἄν ἤθελε τόν ἴδιο, δέν μποροῦσε νά τόν δεχθῆ, γιατί εἶχε μιά ἀνειλημμένη ὑποχρέωσι καί μάλιστα θά πήγαινε ἀργοπορημένος. Ὁ ἄλλος ἀπάντησε πώς αὐτό πού ἤθελε ἔγινε. Ἤθελε, λέει, νά δῆ ἄν πράγματι ὁ ἱερέας θά κατέλυε τή Θ. Κοινωνία μετά τή μετάληψι τόσων φυματικῶν. Τότε μόνο “εἶδε καί ἐπίστευσε”! Μέχρι τότε δέν πίστευε πώς οἱ ἱερεῖς πιστεύουν στή Θ. Κοινωνία οὔτε βέβαια πώς ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι πηγή ζωῆς καί ὄχι θανάτου...»(ΒΣ, 65).

<>



«Γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια, ὁ παπᾶς τῆς Σπιναλόγκα π. Χρύσανθος (1898-1972) κοινωνοῦσε τούς λεπρούς καί ἔπειτα κατάλυε τήν ὑπόλοιπη Θ. Κοινωνία χωρίς νά κολλήση λέπρα. Εἶχε πίστι, εἶχε τόλμη καί θάρρος. Οἱ Χανσενικοί πού ἔμεναν ἐγκαταλειμμένοι στή Σπιναλόγκα, ἦταν ὀργισμένοι μέ τό Θεό, γιά τό λόγο ὅτι ἡ ἀρρώστια τους ἦταν μιά μεγάλη καί ἀφόρητη δοκιμασία. Ὁ π. Χρύσανθος —Ἱεραπετρίτης παπᾶς— τόλμησε νά τούς ἐπισκεφθῆ κάποτε καί νά λειτουργήση στό ἐγκαταλειμμένο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονα, πού ὑπῆρχε καί ρήμαζε στό νησί.

Λένε πώς στήν πρώτη λειτουργία, δέν πάτησε ψυχή. Οἱ λεπροί ἄκουγαν πεισμωμένοι ἀπ᾽ τά κελλιά τους τήν ψαλμωδία κι ἄλλοτε τή σκέπαζαν μέ τά βογγητά τους κι ἄλλοτε μέ τίς κατάρες τους. Ὁ ἱερέας, ὅμως, ξαναπῆγε. Στή δεύτερη τούτη ἐπίσκεψι, ἕνας ἀπ᾽ τούς ἀσθενεῖς, πρόβαλε θαρρετά στό κατώφλι τοῦ Ναοῦ.

—Παπᾶ, θά κάτσω στή λειτουργία σου μέ ἕνα ὅρο, ὅμως. Θέλω νά μέ κοινωνήσης, κι ἄν ὁ Θεός σου εἶναι τόσο παντοδύναμος, ἐσύ μετά θά κάνης τήν κατάλυσι καί δέν θά φοβηθῆς τή λέπρα μου. Ὁ ἱερέας ἔγνεψε συγκαταβατικά. Στά κοντινά κελλιά ἀκούστηκε ἡ κουβέντα κι ἄρχισαν νά μαζεύονται διάφοροι στό πλάι τοῦ Ναοῦ, ἐκεῖ πού ἦταν ἕνα μικρό χάλασμα, μέ λιγοστή θέα στό ἱερό. Παραμόνευαν οἱ χανσενικοί στό τέλος τῆς λειτουργίας καί εἶδαν τόν παπᾶ δακρυσμένο καί γονατιστό στήν ἱερά Πρόθεσι, νά κάνη τήν κατάλυσι.

Πέρασαν μῆνες. Οἱ χανσενικοί τόν περίμεναν. Πίστευαν πώς θά ἔρθη καί τούτη τή φορά, ὡς ἀσθενής ὅμως καί ὄχι ὡς ἱερέας. Κι ὅμως ὁ παπᾶς ἐπέστρεψε ὑγιής καί ροδαλός κι ἄρχισε μέ ἠθικό ἀναπτερωμένο νά χτυπᾶ τήν καμπάνα τοῦ παλαιοῦ ναΐσκου. Ἔκτοτε, γιά δέκα τουλάχιστον χρόνια, ἡ Σπιναλόγκα εἶχε τόν ἱερέα της. Οἱ χανσενικοί ἀναστήλωσαν μόνοι τους τήν ἐκκλησία καί συνάμα ἀναστήλωσαν καί τήν πίστι τους. Κοινωνοῦσαν τακτικά καί πάντα κρυφοκοίταζαν τόν παπᾶ τους τήν ὥρα τῆς καταλύσεως, γιά νά βεβαιωθοῦν πῶς τό θαῦμα τῆς Σπιναλόγκας συνέβαινε ξανά καί ξανά. Τό 1957 μέ τήν ἀνακάλυψι τῶν ἀντιβιοτικῶν καί τήν ἴασι τῶν λεπρῶν, τό λεπροκομεῖο ἔκλεισε καί τό νησί ἐρημώθηκε. Μόνο ὁ ἱερέας ἔμεινε στό νησί, ὡς τό 1962 γιά νά μνημονεύη τούς νεκρούς μέχρι πέντε χρόνια ἀπ᾽ τό θάνατό τους.

(Ἀπ᾽ τό περ. Βηθεσδά, Ἀπ-Ἰν 2023)»(ΒΣ, 67).

<>



Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου: «... Ἄν κάποιοι ἄνθρωποι πᾶνε σ᾽ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο νά φᾶνε ἕνα γλυκό, ἤ ἄν πάρουν κάποιες πάστες γιά νά μοιράσουν σ᾽ ἕνα γάμο, σέ βαφτίσια ἤ ἀλλοῦ, καί πράγματι ἐκεῖ ὑπάρχει κάποιο πρόβλημα, μετά δέν θά πᾶνε ὅλοι στό Νοσοκομεῖο; Θά πᾶνε ὅλοι τους στό Νοσοκομεῖο! Ἔτσι κι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου· ἄν ὑπῆρχε μολυσματικότητα, αὐτή θά γινόταν ὁμαδική. Ἀλλά ὁμαδική μολυσματικότητα ἀπ᾽ τό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας οὐδέποτε παρατηρήθηκε! Γιά παράδειγμα, τή Μ. Πέμπτη, τά Χριστούγεννα, τό Πάσχα, πού κοινωνοῦν τόσοι καί τόσοι, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ πρῶτος ἦταν συφιλιδικός, δέν θά ἔπρεπε νά ἐμφανισθῆ τό φαινόμενο τῆς σύφιλης, ἀκόμη καί σέ μικρά παιδιά, κατά ἕνα λοιμώδη τρόπο; Παρατηρήθηκε, ὅμως, ποτέ; Ποτέ!...»(ΒΣ, 72).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Αὐτός πού δέν πιστεύει, ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία, εἶναι τό Τίμιο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διαπράττει τήν μεγαλύτερη ἁμαρτία, πιό μεγάλη καί ἀπ᾽ τήν παράβασι τοῦ Δεκαλόγου τοῦ Μωϋσέως. Διάπράττει τήν ἁμαρτία τοῦ Ἰούδα... τῆς προδοσίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 75).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ὅταν κοινωνῶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, δέν προσλαμβάνω ἐγώ τό Χριστό, ἀλλά μέ προσλαμβάνει Ἐκεῖνος καί γίνομαι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 75).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί πού ἀμφισβητοῦν, ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνη τόν οἶνο καί τόν ἄρτο, Αἷμα καί Σῶμα Χριστοῦ στό Μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας καί τήν ἴδια στιγμή, ὁ ἴδιος ὁ ὀργανισμός τους μετατρέπει μυστηριωδῶς, τόν ἄρτο πού τρῶνε σέ σάρκα καί τόν οἶνο πού πίνουν σέ αἷμα. Εἴμαστε ἀστεῖοι...»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ὁ Μυστικός Δεῖπνος ὀνομάζεται “Μυστικός”, ὄχι ἐπειδή ἔγινε κρυφά, ἀλλά ἐπειδή στό κρασί καί στόν ἄρτο τοῦ Δείπνου αὐτοῦ, κρυβόταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἦταν τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ἕνα κάρβουνο πού καίει τίς ἁμαρτίες τῶν μετανοημένων καί καίει τίς ψυχές τῶν ἀμετανοήτων»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Μιά πνευματική γυναῖκα, μοῦ φανέρωσε μιά μέρα τήν ἀποκάλυψί της. Εἶχε πάει Μ. Πέμπτη στήν ἐκκλησία καί τήν ὥρα πού τό πλῆθος τοῦ κόσμου ἑτοιμαζόταν νά κοινωνήση, συλλογίστηκε τό ἑξῆς:

“Ἄραγε, ποιοί ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους προετοιμάστηκαν καταλλήλως γιά τό Μυστήριο αὐτό; Μάλιστα γι᾽ αὐτούς, πού δέν προετοιμάστηκαν καταλλήλως, προσευχήθηκε λέγοντας: Θεέ μου, συγχώρησέ τους! Τότε, ὅπως λέει ἡ ἴδια, βλέπει τόν παπᾶ μέ τήν Ἱερή Λαβίδα νά κοινωνῆ τούς πιστούς. Καί συνέβαινε κάτι παράδοξο. Σέ πολλούς τήν ὥρα πού κοινωνοῦσαν, ἕνας ἄγγελος Κυρίου, ἔπαιρνε τή Θ. Μετάληψι ἀπ᾽ τήν Ἱερή Λαβίδα καί τήν ἐπέστρεφε στό Ἱερό Ποτήριο καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί λάμβαναν ἁπλά ἄρτο καί οἶνο καί ὄχι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Παρατήρησε, ὅτι ἀπ᾽ τούς 100 πού πήγαιναν νά κοινωνήσουν, στούς 95 συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Προφανῶς αὐτοί προσέρχονταν στό Μυστήριο ἀπροετοίμαστοι καί οὐσιαστικά δέν κοινωνοῦσαν, ἄν καί στήν πράξι φαίνονταν ὅτι συμμετεῖχαν στό Μυστήριο αὐτό”»(ΒΣ, 78).

<>



«Κάποια μέρα, ἕνας γιατρός, πού παρακολουθοῦσε τίς ὁμιλίες, πλησιάζει τόν ἱεροκήρυκα Δημήτριο Παναγόπουλο καί τοῦ λέει:

—Κύριε Παναγόπουλε, ὁ ἱερέας εἶναι δυνατόν νά καταλύει τό Ἅγ. Ποτήριο, διότι τόσοι καί τόσοι ἀσθενεῖς κοινωνοῦν ἀπ᾽ αὐτό καί τό μικρόβιο τῆς φυματιώσεως μεταδίδεται μέσῳ τοῦ σιέλου. Τί λοιπόν γίνεται ἔπειτα τό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου; Τό χύνει ὁ ἱερέας στό χωνευτήριο; Αὐτό δέν εἶναι μεγάλη ἁμαρτία;

Γέλασε ὁ Παναγόπουλος ὅταν ἄκουσε τά λόγια τοῦ γιατροῦ καί τοῦ εἶπε ὅτι ἐπ᾽ οὐδενί λόγῳ γίνεται τέτοιο πράγμα. Ὁ Κύριος δέν μολύνεται από μικρόβια καί οὔτε γίνεται μέσον νά μολυνθοῦν ἄλλοι. Ὁ γιατρός, ὅμως, δέν μποροῦσε νά πιστέψη, ὁπότε ὁ Παναγόπουλος τόν προέτρεψε νά ἐκκλησιασθῆ κατά τήν ἑπόμενη Θ. Λειτουργία καί στό τέλος νά σταθῆ κάπου, ὥστε νά βλέπη τίς κινήσεις τοῦ ἱερέα τήν ὥρα τῆς καταλύσεως. Πράγματι ὑπάκουσε ὁ γιατρός καί εἶδε πλέον μέ τά μάτια του, ὅτι πράγματι ὁ ἱερέας κατέλυσε καί μάλιστα ρίχνοντας ἀνᾶμα δυό-τρεῖς φορές στό Ἅγ. Ποτήριο, φρόντισε νά μή μείνη οὔτε ἴχνος τοῦ Παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ θυσιασθέντος Κυρίου ἐντός Αὐτοῦ. Ἔκτοτε, ὄχι μόνο πίστευε, ἀλλά ἐκκλησιαζόταν καί κοινωνοῦσε μαζί μέ τούς ἀσθενεῖς»(ΒΣ, 78).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: 

«Ὁμολογία μεγάλου μάγου, πρίν τήν ὥρα τοῦ θανάτου του:

—Ἐκβιάζομαι ἀπ᾽ τόν Ἄγγελο καί δέν μπορῶ νά μήν ὁμολογήσω καί νά πῶ, ὅτι σέ κανένα Χριστιανό δέν κατόρθωσα νά κάνω κάτι, πού Κοινωνοῦσε συχνά (ἐννοεῖται ἀξίως)»(ΒΣ, 79).

«Στίς 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1967, ἡμέρα Σάββατο καί ὥρα 3 μ.μ. πῆγα στά Μετέωρα, γιά νά προσκυνήσω καί ὠφεληθῶ ψυχικά. Τήν Κυριακή λειτουργησα στήν Ἱ. Μονή Μεταμορφώσεως καί τή Δευτέρα στόν Ἅγ. Στέφανο, νυκτερινή. Χαρά Θεοῦ καί εὐλογία Κυρίου. Ἀφοῦ μέ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψα στό χωριό μου, μέ εἰδοποίησαν ἀμέσως νά πάω νά κοινωνήσω τή γριά, Ζωή Ἀντωνίου Γκαγκαστάθη, πού ἦταν ἀπό καιρό κατάκειτη, περίπου 85 ἐτῶν. Πῆγα, καί μόλις τήν κοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἀμέσως φώναξε: “Μέ ἔκαψε ἡ Κοινωνία, φωτιά ἔχω, δῶστε μου νερό νά πιῶ, καίγομαι. Μέ καίει μέσα”. Στίς λίγες ὧρες τίς ὁποῖες ἔζησε φώναζε συνέχεια, κάηκα ἡ καϋμένη. Κατόπιν παρέδωσε τό πνεῦμα της.

(Μαρτυρία ἀειμνήστου π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη»(ΒΣ, 85).

<>



«Ὁ δόκιμος Κων/ντίνος Κλεόπας Ilie, ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς δεύτερος διακονητής στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς ἦταν αὐτόπτης μάρτυς μερικῶν θαυμάτων πού συνέβησαν στήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, στήν ἐκκλησία τῆς Σκήτεως Συχαστρία. Ἰδού τί μᾶς διηγήθηκε.

“Νά βλέπατε τί ἔπαθα μ᾽ ἕνα ἐνάρετο ἱερέα, τόν π. Καλλίστρατο Μπόμπου. Ὡς Πνευματικός πέρασε κάποτε ἀπό μία μοναχή, ἀσκήτρια σέ σπηλιά τοῦ δάσους. Τότε στά δάση ἀσκήτευαν περί τούς 550 μοναχούς καί μοναχές. Αὐτή ἡ μοναχή εἶπε στόν π. Καλλίστρατο: 

—Σέ σᾶς δέν κατέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα, διότι ἀκολουθήσατε τό Νέο Ἡμερολόγιο!

Ἀπό τότε ὁ π. Καλλίστρατος διατελοῦσε ἐν πολλῇ ἀμφιβολίᾳ.

Μιά φορά, ὅταν ἤμουν βοηθός διακονητής στήν ἐκκλησία, παρατήρησα ὅτι τό πρόσφορο πού λειτουργοῦσε ὁ Ἡγούμενος ἦταν ἄσπρο καί γλυκό, ἐνῶ αὐτό μέ τό ὁποῖο λειτούργησε ὁ π. Καλλίστρατος ἦταν πικρό καί πρασινωπό. Τότε ρώτησα τό Γέροντα π. Ἰωαννίκιο:

—Γέροντα, γιατί ὅταν λειτουργῆ ὁ π. Καλλίστρατος τό πρόσφορό του εἶναι μουχλιασμένο καί πικρό;

—Μά, παιδί μου, διότι λειτουργεῖ μέ ἀμφιβολία. Δηλαδή ἀμφιβάλλει ἄν κατέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ἀκολουθῆ τό Νέο Ἡμερολόγιο. Μετέβη πρό καιροῦ σέ μιά ἐρημίτισσα τοῦ δάσους καί αὐτή τοῦ εἶπε ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα δέν κατέρχεται στή Θ. Λειτουργία ἐξ αἰτίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Τοῦ εἶπα ὅτι πλανήθηκε, διότι δέν πιστεύει ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα κατέρχεται στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!

Κάποτε ὁ π. Καλλίστρατος τελοῦσε τή Θ. Λειτουργία καί, ὅταν κάλεσε τό Ἅγ. Πνεῦμα νά κατέλθη, μέ ἔκπληξί του εἶδε ὅτι ὁ Ἀμνός ἔγινε κρέας καί ἔτρεχε τό Ἅγιο Αἷμα ἀπ᾽ τό Δισκάριο καί τό Ἀντιμήνσιο. Ὅταν παρατήρησε μέσα στό Ἅγ. Ποτήριο εἶδε ἀνθρώπινο Αἷμα. Τότε μέ κάλεσε καί μοῦ εἶπε:

—Ἀδελφέ Κων/ντίνε, ἔλα ἐδῶ κοντά! Τί βλέπεις;

—Πώ, πώ, π. Καλλίστρατε! Ἡ Θ. Κοινωνία ἔγινε κρέας καί αἷμα!

Τότε ἔστειλα νά εἰδοποιήσουν γρήγορα τόν Ἡγούμενο. Ὅταν ἦλθε ὁ στάρετς, ἔβαλε μοναχούς νά διαβάζουν τό Ψαλτήριο στό χορό καί εἶπε:

—Αἴ! π. Καλλίστρατε, πιστεύεις τώρα ὅτι ἔρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα καί μεταβάλλει τά Δῶρα ἤ ὄχι;

—Συγχώρησέ με, πάτερ! Κι ἔπεσε στά γόνατά του κλαίγοντας.

—Πρόσεχε!...”.

Αὐτό συνέβη τό 1932. Τόν ἴδιο καιρό ἤμουν μάρτυς κι ἑνός ἄλλου θαυμαστοῦ γεγονότος πού συνέβη στόν καιρό τῆς Θ. Λειτουργίας.

Κάποια φορά, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ π. Ἰωαννίκιος, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, ἔπεσε απ᾽ τό Ἅγ. Ποτήριο μία σταγόνα Αἵματος τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Ἅγ. Ἀντιμήνσιο. Ἐκείνη ἡ σταγόνα ἄρχισε νά λάμπη καί μετά νά μεταβάλλεται σέ ἀκτίνα. Τότε ὁ στάρετς Ἰωαννίκιος μέ φώναξε γρήγορα: 

—Ἀδελφέ Κων/νε, ἔλα ἐδῶ κοντά! 

Κοιτάζοντας ἐγώ, μοῦ εἶπε ὁ στάρετς:

—Τί βλέπεις ἐδῶ στό Ἅγ. Ἀντιμήνσιο;

—Βλέπω μία σταλαγματιά ἀπ᾽ τό Ἅγ. Αἷμα. Ἀκτινοβολεῖ τόσο δυνατά, πού δέν μπορῶ νά τήν ἀντικρύσω ἀπό κοντά!

Τότε ὁ στάρετς μοῦ εἶπε:

—Βλέπεις, Ποιόν ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ὑπηρετοῦμε; Γι᾽ αὐτό νά στέκεσαι μέ μεγάλο φόβο καί εὐλάβεια μπροστά στήν Ἁγ. Τράπεζα!

Κατόπιν, ὁ στάρετς Ἰωαννίκιος κοινώνησε αὐτή τή σταλαγματιά τοῦ Ἁγ. Αἵματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 90).

<>



Γέροντας Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας (+2019): «Πέρισυ ἤμουν στῆς Πορταριᾶς τό μοναστήρι, κι ὅπως εἴμαστε ἔτσι ἐδῶ, ἤμουν μέ τίς μοναχές καί τίς μιλοῦσα. Ἐκεῖ πού τίς μιλοῦσα, χτυπάει τό τηλέφωνο. Τό σηκώνω, ἦταν ἕνα πνευματικό μου παιδί, μιά γυναικούλα ἀπ᾽ τήν Κρήτη. Πολύ ἐνάρετη καί πολύ πιστή. Ἦταν στό Βόλο καί ἐρχόταν. Μετά ἦρθε ἡ μετάθεσι τοῦ ἀνδρός της, κάι πῆγε στήν Κοζάνη. Μέ πῆρε τηλέφωνο καί ἔτσι κάπως ἀνήσυχα μοῦ λέει:

—Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ τό ἑξῆς, εἶμαι πολύ στεναχωρημένη, οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι πού συνέβαλαν νά νοιώσω αὐτά τά πράγματα.

—Τί, παιδί μου, σοῦ συμβαίνει;

—Πατέρα μου, ὅταν ἤμουν στό μοναστήρι κοινώνησα καί ὅπως κοινώνησα ἡ μερίδα τοῦ ἁγίου ἄρτου ἔγινε κρέας στό στόμα μου, καί δέν μποροῦσα νά τό μασήσω. Ὠμό κρέας καί τό κατάπια, καί ἔγινε μιά εὐωδία στό στόμα ἔντονη! Ἦρθα ἐδῶ στήν Κοζάνη καί κοινώνησα στή Μητρόπολι!

—Κοινώνησες μέ τό παλαιό σέ μᾶς, ἔ;

—Κοινώνησα ἐδῶ μέ τό νέο, ἀλλά καί πάλι μοῦ ἔγινε ἡ μερίδα κρέας καί τέτοια εὐωδία πού ἔχει μιά ἑβδομάδα, δέν παίρνω μπουκιά νά τακτοποιηθῶ, γιατί δέν θέλω νά χάσω τήν εὐωδία τῆς Θ. Κοινωνίας πού αἰσθάνομαι. Οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι τόσο πολλές καί συμβαίνει αὐτό;

—Ὄχι, παιδί μου, δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά ὅτι ὁ Θεός σέ ἀγάπησε καί σοῦ ἔδειξε ἔτσι αὐτό τό μυστήριο, γιά νά πιστέψης ἀκράδαντα, ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ὁ ἅγιος ἄρτος καί τό κρασί μας γίνονται μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, μεταβάλλονται σέ σάρκα καί αἷμα. Κοινωνᾶμε τό Χριστό μας μέ σάρκα καί αἷμα καί γινόμαστε ἕνα μέ τό Χριστό καί ἁγιάζεται καί ἡ σάρκα καί το πνεῦμα μας.

—Ἄ, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα.

—Μάλιστα παιδί μου, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα»(ΒΣ, 95).

<>





«Χθές τό βράδυ, ἐπισκέφθηκα μ᾽ ἕνα φίλο κάποιον μοναχό, στό Μοναστήρι του. Ἤμασταν χαρούμενοι γιά τή συνάντησι καί οἱ τρεῖς. Κάναμε τόν Ἐσπερινό καί μετά καθήσαμε στήν ἁπλή τραπεζαρία του γιά τσάι. Τότε ὁ μοναχός μᾶς ἀφηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία: Πρίν ἀπό χρόνια, ὑπῆρχε ἀνομβρία στήν περιοχή τῆς Χαλκίδος καί ὁ Ἐπίσκοπος ἀποφάσισε νά κάνουν δέησι στό Θεό, γιά νά πάψη τό κακό. Κάποια στιγμή, ἀφοῦ διάβασαν οἱ ἱερεῖς τίς εὐχές, ἕνας ἀπό αὐτούς ἀπευθύνθηκε στόν παπά πού εἶχε τή φήμη σαλοῦ.
—Πές κι ἐσύ μιά εὐχή, τοῦ εἶπε χωρίς νά πιστεύη πώς κάτι θά γινόταν μέ τόν ἱδιόρυθμο ρασοφόρο.
—Νά ᾽ναι εὐλογημένο, ἔκανε ὑπάκοή ὁ ἄνθρωπος, πλησίασε στήν εἰκόνα τοῦ Τ. Προδρόμου, ἔσκυψε μπροστά στόν εἰκονιζόμενο καί τοῦ εἶπε:
—Βλάμη, μπουμπούνα το!
Ἀμέσως τότε ἀκούστηκε ἀπ᾽ τά βουνά μιά μεγάλη βροντή κι ἔπειτα ἀπό λίγο ξεκίνησε νά βρέχη»(ΜΛ, 184).

<>




«Συνέβη, ὅμως, κατά τό Θεῖο Βάπτισμα [τοῦ Ἰωάννη, τοῦ μετέπειτα Γέροντος Θεοδοσίου τῆς Βηθανίας (+1991)], τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Ὅταν ὁ ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θείου Βαπτίσματος π. Δημήτριος πῆρε νά χύση τό εὐλογημένο λάδι στήν Ἀγία Κολυμβύθρα, τό λάδι, ἀφοῦ ἀρχικά ἑνώθηκε μέ τό ἁγιασμένο νερό, σχημάτισε παραστατικά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό ἁγιασμένο νερό. Ὅλοι τότε θαύμασαν τοῦτο τό παράδοξο γεγονός.
Τί ἄραγε νά σημαίνει αὐτό;
Τήν ἀπορία τήν ἔλυσε ὁ π. Δημήτριος ὅταν, μετά τή βάπτισι τοῦ Ἰωάννη, ἐναπέθεσε τό νεοφώτιστο στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε ὅλοι τό ἴδιο σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σχηματισμένο στήν πλάτη τοῦ νεοφώτιστου. Ὁ π. Δημήτριος, πού εἶχε τήν τιμή νά βαπτίση τό χαριτωμένο αὐτό βρέφος, δέν εἶχε πιά καμμιά ἀμφιβολία γιά τή σημασία αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος.
Καί εἶπε στή νονά:
“Καλότυχη σύ, γιατί τό παιδί αὐτό τό ὁποῖο κρατᾶς στήν ἀγκαλιά σου θά γίνη ἱερέας”.
Καί ἦταν ἡ πρόρρησι αὐτή τοῦ εὐσεβεστάτου ἱερέα ἀληθινή»(ΓΒ, 18).

<>






«Τήν ἄσκησι αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης τήν γνώριζαν οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς καί συνέβαλλαν κι αὐτές. Ὡστόσο ὑπῆρχαν καί φορές πού δέν τή γνώριζαν. Ἦταν τότε πού ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Βηθανίας (+1991) πίστευε ὅτι οἱ ἀδελφές θά τοῦ ἔφερναν ἀντίρρησι καί θά τοῦ στέκονταν ἐμπόδιο. Ἔτσι, ἀναφέρουν οἱ ἴδιες οἱ ἀδελφές, ὅταν ὁ Γέροντας εἶχε αὐτή τή σκέψι, ἀσκοῦσε τήν ἐλεημοσύνη κρυφά. Μάλιστα μιά φορά ἀδελφή τῆς Μονῆς ἐντόπισε μέσα στή ντουλάπα του ἕνα μικρό δοχεῖο λάδι, τό ὁποῖο τήν ἑπόμενη ἡμέρα, κρατώντας το μέσα στό ράσο του ὁ Γέροντας, τό πῆρε καί τό ἔδωσε ἐλεημοσύνη σέ φτωχή οἰκογένεια τῆς Βηθανίας»(ΓΒ, 183).

<>





«Τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νεαπόλεως καί Σαμαρείας κ.κ. Ἀμβροσίου.
“... Ἕνα ἀπ᾽ τά θαύματα ἔγινε σέ ἐμένα προσωπικά, ὡς ἑξῆς: ... Ἐπισκέφθηκα τόν προσωπικό μου ἰατρό, ὁ ὁποῖος μοῦ συνέστησε νά κάνω ἰατρικές ἐξετάσεις καί ὑπέρηχο. Ἡ διάγνωσι ἦταν ὅτι εἶχα προστάτη σέ προχωρημένη κατάστασι. Ἦταν ἡμέρα Τρίτη, ὅταν πῆρα τά ἀποτελέσματα. Φυσικά ἤμουν πολύ στενοχωρημένος. Μοῦ ἔκλεισαν ραντεβοῦ γιά τήν ἐρχόμενη Δευτέρα νά κάνω κάτι συμπληρωματικές ἐξετάσεις καί νά μπῶ δι᾽ ἐγχείρισι.
Τήν Πέμπτη μέ κάλεσαν νά πάω γιά λειτουργία στή Βηθανία, διότι δέν εἶχαν ἱερέα. Βέβαια, στό μεταξύ παρακαλοῦσα στόν Πανάγιο Τάφο νά μέ ἀπαλλάξη ἀπό αὐτή τήν ταλαιπωρία, ἰδιαιτέρως κατά τή λειτουργία ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Προσευχόμουν καί στήν Παναγία καί στούς ἄλλους Ἁγίους. Ξεχωριστά παρακάλεσα τόν π. Θεοδόσιο τῆς Βηθανίας νά πρεσβεύη γιά τό αἴτημά μου πρός τόν Κύριο. Κατά τό διάστημα τῆς Θ. Λειτουργίας ἱδρώνω πάρα πολύ, ὥστε νά μουσκέψη ἀκόμη καί τό ἀντερί μου. Ἔτσι ἔγινε καί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἐξήλθαμε ἀπ᾽ τόν Ναό καί καθήσαμε ἀπέναντι ἀπ᾽ τόν τάφο τοῦ π. Θεοδοσίου νά πάρουμε πρωϊνό. Βλέποντάς με ἔτσι μουσκεμένο οἱ μοναχές μοῦ εἴπανε:
—Σεβασμιώτατε, βγάλτε τό πουκάμισό σας καί τό ἀντερί νά τά πλένουμε, διότι ἔτσι θά κρυώσετε.
Τούς εἶπα:
—Δέν ἔχω ἄλλα νά φορέσω.
Ἡ ἀπάντησι ἦταν:
—Θά σᾶς δώσουμε νά φορέσετε τοῦ Γέροντα, μέχρι νά στεγνώσουν τά δικά σας.
Χάρηκα ἰδιαιτέρως καί ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπαν.
Μετά τό πρωϊνό, κι ἐνῶ εἶχα φορέσει τό ἀντερί τοῦ Γέροντα, πλησίασα τόν τάφο του καί τόν προσκύνησα. Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα στά σπλάχνα μου, σάν νά εἶχα μία φιάλη γεμάτη νερό, πού —ὅταν ἀνοίξουν ἀπό κάτω τήν κάνουλα— τό νερό τρέχει πρός τά κάτω. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφθασε αὐτή ἡ κίνησι κάτω ἀπ᾽ τά γόνατά μου καί σταμάτησε ἀμέσως. Κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας ἐπενέβη δραστικά μέ τήν προσευχή του στό Θεό. Δέν εἶπα σέ κανένα τίποτε. Περίμενα, ὅμως, ἐναγωνίως νά πάω στό γιατρό, νά κάνω τήν ἐξέτασι καί νά πάρω τήν ἀπάντησι, πού ἦταν ἡ ἑξῆς:
—Πάτερ μου, δέν ὑπάρχει προστάτης. Ἐξελίσσεται φυσιολογικά γιά τήν ἡλικία σας. Πηγαίνετε νά κάνετε τό ταξίδι στήν πατρίδα σας καί καλή διαμονή.
Ἔτσι ἀπηλλάγην”»(ΓΒ, 217).

<>






«Ἕνας ἐρημίτης, βρῆκε καταφύγιο στό βουνό γιά νά διαλογιστῆ καί νά προσευχηθῆ.
Τόν ἔβλεπαν συχνά πολύ ἀπασχολημένο.
Μιά μέρα, κάποιος τόν ρώτησε:
—Πῶς γίνεται νά ἔχης τόση δουλειά ἀφοῦ ζῆς στή μοναξιά;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Ἔχω ἀρκετά πράγματα νά κάνω.Ἐκπαιδεύω δύο γεράκια, ἐκπαιδεύω δύο ἀετούς, ἠρεμῶ δύο κουνέλια, πειθαρχῶ ἕνα φίδι, παρακινῶ ἕνα γάιδαρο καί δαμάζω ἕνα λιοντάρι.
—Μά δέν βλέπω κανένα ζώο ἐδῶ γύρω, πού εἶναι;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Αὐτά τά ζῶα τά κουβαλάμε ὅλα, ὅλοι, μέσα μας. Τά δύο γεράκια, ρίχνουν τόν ἑαυτό τους πάνω ἀπό ὅ,τι τούς παρουσιάζεται, καλό ἤ κακό, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά ρίξουν τόν ἑαυτό τους σέ καλά πράγματα: Εἶναι τά μάτια μου.
Οἱ δύο ἀετοί μέ τά νύχια τούς πονᾶνε καί καταστρέφουν, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά τεθοῦν σέ ὑπηρεσία καί νά βοηθήσουν χωρίς νά βλάψουν: Εἶναι τά χέρια μου.
Τα κουνέλια θέλουν νά πᾶνε ὅπου θέλουν, θέλουν νά ἀποφύγουν δύσκολες καταστάσεις, πρέπει νά τούς μάθω νά εἶναι ἤρεμα ἀκόμα καί ἄν ὑπάρχουν βάσανα, προβλήματα ἤ οτιδήποτε δέν μοῦ ἀρέσει: Εἶναι τά πόδια μου.
Τό πιό δύσκολο πράγμα εἶναι νά παρακολουθῆς τό φίδι, εἶναι κλειδωμένο σ᾽ ἕνα δυνατό κλουβί, ἀλλά εἶναι πάντα ἕτοιμο νά ἐπιτεθῆ, νά δαγκώση καί νά τοποθετήση τό δηλητήριό του σέ ὅποιον εἶναι κοντά, ὁπότε πρέπει νά τό πειθαρχήσω: Είναι ἡ γλῶσσα μου.
Ὁ γάιδαρος εἶναι πεισματάρης, δέν θέλει νά κάνη τό καθήκον του, εἶναι πάντα κουρασμένος καί ἀρνεῖται νά κουβαλήση τό βάρος του: Εἶναι τό σῶμα μου. 
Καί τέλος, πρέπει νά δαμάσω τό λιοντάρι, θέλει νά γίνη ὁ βασιλιάς, εἶναι ψηλά καί πάντα θέλει νά εἶναι ὁ πρῶτος, εἶναι ματαιόδοξος, εἶναι περήφανος, νομίζει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος: Εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μου.
Ὅπως βλέπεις, ἔχω νά κάνω»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).


<>





«Ὁ παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε στόν π. Εὐάγγελο Παπανικολάου, καί πρίν καί μετά τήν χειροτονία τοῦ π. Εὐαγγέλου:
“Η δουλειά τοῦ παπᾶ εἶναι νά διαβάζη ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, εἰδικά τῶν κεκοιμημένων.
Οἱ ζωντανοί ὅλο καί κάποιον θά βροῦν νά τοῦ ποῦν τόν πόνο τους, ὅλο καί κάποιος θά τούς στηρίξη ἔστω λίγο.
Στήν ἄλλη ζωή ὄλοι εἶναι ἐν μετανοίᾳ, ἀλλά δέν μπορούν οἱ ἴδιοι νά κάνουν τίποτε.
Δουλειά τοῦ παπᾶ, εἶναι νά μνημονεύη ὀνόματα κεκοιμημένων στήν Προσκομιδή”.
“Μια φορά”, ἔλεγε ὁ παπά-Ἐφραίμ, “κοιμήθηκε ἕνα καλογέρι μου.
Εἶδα κατόπιν ὄτι τό καλογέρι δέν εἶχε πάει σέ καλό μέρος...
Ἔκανα, λοιπόν, μεγάλη προσευχή γιά τήν ψυχή τοῦ καλογεριοῦ μου.
Τό βράδυ ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί μοῦ λέει:
—Σταμάτα νά προσεύχεσαι γιά τό καλογέρι σου, γιατί αὐτός ἔχει τελειώσει.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ, τίποτε.
Συνέχιζε ἀκάθεκτος τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια καί τή μνημόνευσι τοῦ καλογεριοῦ τοῦ στήν Προσκομιδή.
Τοῦ ἐμφανίζεται ξανά ὁ Χριστός μας καί τοῦ λέει:
—Σέ παρακαλῶ, σταμάτα νά τόν μνημονεύης. Αὐτός δέν θά ἀλλάξη μέρος.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ συνέχιζε τήν προσευχή γιά τό καλογέρι, τοῦ ὀποίου ἡ ψυχή δέν εἶχε πάει στόν Παράδεισο.
Ἔρχεται ὁ Χριστός μας γιά τρίτη φορά στόν παπα-Εφραίμ καί τοῦ λέει:
—Σ᾽ ἀγαπῶ, γιατί μοῦ μοιάζεις! Τό καλογέρι σοῦ δέν ἀξίζει ὅ,τι ζητᾶς, ἀλλά θά γίνη, ἐπειδή μοῦ μοιάζεις!”(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/12/blog-post_59.html).




<>




«Λίγο πρίν ἀπ᾽ τό Πάσχα, ἔφτασε ἡ ὥρα νά διδάξη τό 6ο κεφάλαιο, τῆς ἀναπαραγωγῆς. 
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα ἔπρεπε νά ἐπεξεργαστοῦν σέ ὀμάδες τή σχετική δραστηριότητα ἀπ᾽ τό Τετράδιο Ἐργασιῶν, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν παντελῶς ἀπροετοίμαστος. 
Εἶχε γράψει τρία διαφορετικά σχέδια μαθήματος καί τά ἀπέρριψε ὄλα. 
Μπῆκε στήν τάξι μέ τήν ἀγωνία ἑνός νεοδιόριστου καί τή λαχτάρα τοῦ γονιοῦ ἀπέναντι στίς δεκαεπτά ψυχοῦλες πού εἶχε μπροστά του.
—Παιδιά μου, εἶπε διστακτικά, ἔχετε ἀκούσει φαντάζομαι γιά τήν ἔκτρωσι ἤ ἄμβλωσι. Ξέρει κάποιος νά μᾶς πῆ τί ἀκριβῶς γίνεται;
Καμμιά δεκαριά χέρια σηκώθηκαν. 
Εἰπώθηκαν πολλά. 
Τό θέμα εἶχε τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν. Ἄλλοι σχολίαζαν δυνατά, ἄλλοι περίμεναν ὑπομονετικά νά τούς δώση τό λόγο κι ἄλλοι κουβέντιαζαν σιγά.
—Γιατί ἄραγε οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στήν ἄμβλωσι;, τούς εἶπε. 
Χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι, συνέχισε τά ἐρωτήματα.
—Εἶναι ἡ μόνη λύσι στά ἀδιέξοδα πού προκύπτουν; Τα ἄρρωστα παιδιά ἔχουν δικαίωμα νά ζήσουν; Ἄν ἡ μητέρα τοῦ Μπετόβεν ἐπέλεγε τήν ἄμβλωσι ὠς τή μόνη λύσι, τί θά ἔχανε ἡ ἀνθρωπότητα;
Σέ λίγη ὥρα ἡ συζήτησι εἶχε ἀνάψει γιά τά καλά καί τό σχέδιο μαθήματος εἶχε πάει περίπατο. 
Χωρίς νά τό πολυκαταλάβη, μπῆκε καί σ᾽ ἄλλα χωράφια. 
Τούς μίλησε γιά τήν ἱερή στιγμή τῆς συλλήψεως καί τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία γιά νά ἐξηγήση στά παιδιά πού τόν ἄκουγαν ἀμίλητα, πώς κάποια πράγματα πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀντισύλληψι, κάθε ἄλλο παρά ἀντισύλληψι εἶναι.
Τό κουδούνι χτύπησε γιά διάλειμμα, ἀλλά κανένας μαθητής δέν κουνήθηκε. 
Ἡ συζήτησι συνεχίστηκε. 
Τούς μίλησε καί γιά τό Σύλλογο πού συμπαραστέκεται στά κορίτσια πού ἔχουν ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη. 
Εἶπαν πολλά. 
Οἱ μαθητές τόν διέκοπταν συνέχεια μέ ἐρωτήσεις καί ἀπορίες. 
Μόνο ὅταν μπῆκε ὁ φιλόλογος γιά τήν ἑπόμενη διδακτική ὥρα συνειδητοποίησαν ὄτι ἔπρεπε νά σταματήσουν.
Τήν ἄλλη χρονιά δέν δίδαξε Βιολογία. 
Τήν ζήτησε ἄλλος συνάδελφος. 
Τό ἴδιο ἔγινε καί τίς ἑπόμενες χρονιές. 
Κάποιο ἀπό τά ἑπόμενα καλοκαίρια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπ᾽ τίς διακοπές, παραξενεύτηκε ὅταν βρῆκε ἑπτά μηνύματα στόν τηλεφωνητή. 
—Κύριε, ἡ Κατερίνα Δ. εἶμαι. Μέ θυμᾶστε; Μᾶς κάνατε Βιολογία στήν Α´ Γυμνασίου. Σᾶς παρακαλῶ πᾶρτε με τηλέφωνο στό 210... Εἶναι ἀνάγκη.
Ἄκουσε καί τά ὑπόλοιπα μηνύματα, ὅλα σχεδόν μέ τό ἴδιο περιεχόμενο καί ὅλα ἀπ᾽ τήν Κατερίνα.
“Τι νά τῆς συμβαίνει ἄραγε;”, σκεφτόταν ὅση ὥρα πληκτρολογοῦσε τόν ἀριθμό. 
Ἔμεινε ἄφωνος μέ τά νέα πού ἔμαθε ἀπ᾽ τήν Κατερίνα. 
Ἡ Ἐβελίνα, ἕνα ὄμορφο καί ζωηρό κορίτσι ἀπ᾽ τήν τάξι τους εἶχε δεσμό μέ τό Διαμαντή, ἕνα ἀγόρι ἀρκετά μεγαλύτερο, πού ἦταν φαντάρος. 
Ὅταν ἡ Ἐβελίνα κατάλαβε πώς κυοφοροῦσε τό παιδί τους καί τό ἐκμυστηρεύτηκε στή μητέρα της, ἐκείνη τήν ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι. 
Τή μάζεψε εὐτυχῶς ἡ μητέρα τοῦ ἀγοριοῦ. 
Ἔπρεπε, ὅμως, νά ἀποφασίσουν τί θά γίνη ἀπό κεῖ καί πέρα. 
Ἡ μητέρα τοῦ Διαμαντῆ συμπαθοῦσε πολύ τήν Ἐβελίνα. 
Τούς πρότεινε νά παντρευτοῦν καί τούς ὑποσχέθηκε ὄτι θά ἔμεναν σπίτι της ὄσο καιρό χρειαζόταν. 
Δέν ἤθελε ἐπ᾽ ὀυδενί νά διακόψουν τήν κύησι. 
Ἡ Ἐβελίνα, ὄμως, ἦταν 17 ἐτῶν, δηλαδή ἀνήλικη. 
Καί δέν μποροῦσε νά παντρευτῆ. 
Ἐπιπλέον τά οἰκονομικά τῆς οἰκογένειας τοῦ Διαμαντῆ ἦταν δύσκολα.
Τότε ἡ Κατερίνα θυμήθηκε τό μάθημα τῆς Βιολογίας πού ἔκαναν στήν Α´ Γυμνασίου καί τό Σύλλογο πού τούς εἶχε πει ὁ καθηγητής τους. 
Ἔψαξαν νά τόν βροῦν στό τηλέφωνο. Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀπαντοῦσε. 
Χωρίς νά χάσουν καιρό, ἀναζήτησαν πληροφορίες στό internet, στήν ἀρχή στά τυφλά καί χωρίς ἐλπίδα. Τελικά τά κατάφεραν. 
Ἐπισκέφθηκαν μαζί μέ τήν Ἐβελίνα τό Σύλλογο. 
Ἡ κοπέλλα πού τούς ὑποδέχθηκε, χειρίστηκε τό θέμα μέ πολλή σύνεσι καί λεπτότητα. 
Ἡ μητέρα τῆς Ἐβελίνας, ὄμως, ἦταν ἀνένδοτη. Τότε μπῆκε σέ ἐφαρμογή τό plan B. 
Ὁ εἰσαγγελέας ἀνηλίκων ἔδωσε, ἀντί τῶν γονέων, τήν συγκατάθεσι γιά νά γίνη ὁ γάμος. 
Κουμπάροι ἦταν ὅλη ἡ τάξι! 
Καί ἐκλεκτός προσκεκλημένος ὁ καθηγητής τῆς Βιολογίας στό Γυμνάσιο.
Ἀνόρεχτα ἄνοιξε τόν ὑπολογιστή του ὁ συνταξιοῦχος καθηγητής τῶν Φυσικῶν ἐπιστημῶν γιά νά διαβάση καμμιά εἶδησι. 
Ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα μπῆκε στό facebook. 
Ἔχει καιρό τώρα πού ἄνοιξε λογαριασμό. 
Ἡ γυναῖκα του τόν κοροϊδεύει. 
—Μόνο τά πιτσιρίκια ἔχουνε facebook. 
—Καί ὅσοι αἰσθάνονται ἀκόμα πιτσιρίκια, τῆς ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. 
Πάντα ἤθελε νά συμπορεύεται μέ τή νέα γενιά. 
Ὄχι γιά νά τό παίζη νέος καί in. 
Ἤθελε μόνο νά ξέρη πῶς σκέφτονται, πῶς λειτουργοῦν.
Πληκτρολόγησε τόν κωδικό καί μπῆκε στό λογαριασμό του. 
Εἶχε 92 likes στήν τελευταία του ἀνάρτησι. “Τό ψηφιακό ναρκωτικό πού τρέφει τό ναρκισσισμό μας”, σκέφτηκε καί... οὔπς, εἶδε ἕνα αἴτημα φιλίας. 
Ἔκανε κλίκ στό διπλό προσωπάκι καί διάβασε: Ἡ Evln Ppd σᾶς ἔκανε αἴτημα φιλίας. 
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό Evln Ppd; Εἶχε ὡς ἀρχή νά μήν κάνει διαδικτυακούς φίλους πρόσωπα πού δέν τά ἤξερε καί στήν πραγματική ζωή. Διέγραψε τό αἴτημα φιλίας καί τότε πρόσεξε πώς εἶχε καί ἕνα αἴτημα στό messenger ἀπ᾽ τήν Evln Ppd. 
Τό ἄνοιξε. 
“Κύριε, μέ θυμάστε; Ἡ Ἐβελίνα Παπαδοπούλου εἶμαι. Τί κάνετε; Πολύ χάρηκα ὅταν εἶδα τό ὄνομά σας στό fb. Εἶστε ἀκόμα στό σχολεῖο; Ἐμεῖς μένουμε οἰκογενειακῶς στήν Κρήτη. Ὁ Διαμαντής ἔχει ἀνοίξει μία βιοτεχνία μέ γαλακτοκομικά προϊόντα καί πᾶμε πολύ καλά. Ἐγώ κύριε, ὅταν τό μωρό μας ἔγινε δύο ἐτῶν, πῆγα ξανά σχολείο. Ἔδωσα Πανελλήνιες καί πέρασα στό ΤΕΙ, Χημεία Τροφίμων. Πήρα δίπλωμα καί βοηθῶ τό Διαμαντή στό μαγαζί. Κάναμε ἀκόμα ἕνα παιδάκι καί... περιμένω τρίτο. Κύριε, δέν θά ξεχάσω ὅ,τι κάνατε γιά μας. Σᾶς περιμένουμε στήν Κρήτη νά ἔλθετε μέ τήν οἰκογένειά σας”.
—Πέτρο, μήπως ξέρεις πώς βρίσκουμε διαγραμμένα αἰτήματα φιλίας;, φώναξε στό γυιό του.
—Τί τά θές τά social media, ἀφού δέν τό ᾽χεις; ἀπάντησε βαριεστημένα ὁ γυιός.
Δέν περίμενε ἄλλο. 
Ἔκανε κλίκ στό πλαίσιο τῆς ἀναζητήσεως καί πληκτρολόγησε Evln Ppd. 
Τή βρῆκε, ἔκανε δεκτό τό αἴτημα φιλίας καί μπῆκε στόν “τοῖχο” της. 
Διάβασε τήν πιό πρόσφατη ἀνάρτησί της. Μιλοῦσε γιά τά ὑπέροχα συναισθήματα τῆς μανούλας πού κυοφορῆ. 
Αὐτόματα πῆγε νά κάνη κλίκ στό like. 
Στάθηκε σκεφτικός. 
Τί κρίμα! 
Αὐτό τό φτωχό μπλέ εἰκονίδιο μέ τόν ἀνασηκωμένο ἀντίχειρα δέν χωράει ὅλα ὅσα αἰσθανόταν γιά τήν Ἐβελίνα καί τά ἑκατοντάδες παιδιά πού ὁ Θεός ἔβαλε στό δρόμο του. 
“Τά reactions θέλουν ἐπειγόντως update”, μουρμούρισε.
Ὁ γυιός, πού ἔτυχε νά περνάη δίπλα του, τό ἄκουσε καί κοντοστάθηκε ἔκπληκτος. 
Μάταια προσπαθοῦσε νά καταλάβη τί εἶχε στό μυαλό του ὁ πατέρας ...
Κρ. Π.
Πηγή: Ἀμφοτεροδέξιος»(http://miteriko.blogspot.com/2018/10/blog-post_18.html).


<>




«Παγανιστές ὁδήγησαν τόν Ἅγ. Sven τῆς Arboga τῆς Σουηδίας (+10ος αἰ.) βαθιά σ᾽ ἕνα ἄλσος, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ὁ χώρος λατρείας τους, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα νότια τοῦ ποταμού Arbogaån καί τόν σκότωσαν διά λιθοβολισμοῦ. Στό σημεῖο ὅπου ἔπεσε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί τό αἷμα του πότισε τή γῆ, ξεπήδησε θαυματουργικά μία πηγή ἡ ὁποῖα σχημάτισε μιά λίμνη...
Ἡ πηγή, ἡ ὁποῖα ξεπήδησε ὅταν ὁ Ἅγ. Sven ἔπεσε στό ἔδαφος καί σχημάτισε μιά μικρή λίμνη ὅπου ὑπῆρχαν καί ψάρια, χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα γιά νά τροφοδοτήση μέ νερό τήν πόλι μέχρι τό 1930»(https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/24.html).



<>









Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό νά ξέρης νά μιλάς εἶναι σπάνιο, τό νά ξέρης νά σιωπᾶς εἶναι σοφία, τό νά ξέρης νά ἀκοῦς εἶναι δῶρο.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό πρόβλημα μέ τήν ἀνατροφή μας εἶναι ὅτι ὅλοι μᾶς διδάσκουν πῶς νά παίρνουμε πράγματα καί κανείς δέν μᾶς διδάσκει πῶς νά τά παρατᾶμε.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν ἕνα ταξίδι τραίνου μέ τούς σταθμούς του, τίς ἀλλαγές, τά ἴχνη, τά ἀτυχήματά του. Ὅταν γεννιόμαστε μπαίνουμε στό τραῖνο καί βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς γονεῖς μας καί πιστεύουμε ὅτι πάντα θά ταξιδεύουν στό πλευρό μας, ἀλλά σέ κάποιο σταθμό θά κατέβουν...
Μέ τόν ἴδιο τρόπο στό τραῖνο μας θά υπάρχουν καί ἄλλοι σημαντικοί ἄνθρωποι: τά ἀδέρφια μας, οἱ φίλοι, τά παιδιά καί ἐπίσης ἡ ἀγάπη τῆς ζωής μας.
Πολλοί θά κατέβουν καί θά ἀφήσουν ἕνα μόνιμο κενό... ἄλλοι θά περάσουν ἀπαρατήρητοι!
Αὐτό τό ταξίδι θά εἶναι πλούσιο στίς χαρές, τίς λύπες, τίς φαντασιώσεις, τίς προσδοκίες καί τούς χαιρετισμούς. Ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ συνίσταται στό νά ἔχουμε μιά καλή σχέσι μέ ὄλους τούς ἐπιβάτες, μέ τό νά δίνουμε τόν καλύτερο ἑαυτό μας.
Τό μεγάλο μυστήριο εἶναι ὅτι δέν ξέρουμε σέ ποιό σταθμό θά πᾶμε κάτω, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν καλύτερο τρόπο, μέ ἀγάπη, συγχώρεσι, προσφορά, ἔτσι ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νά ἀφήσουμε καλές ἀναμνήσεις στούς ἄλλους ἐπιβάτες.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά κάνης ἐχθρούς δέν χρειάζεται νά κηρύξης πόλεμο, πρέπει μόνο νά πῆς τήν ἀλήθεια.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ συγχώρεσι πέφτει σάν ἐλαφριά βροχή ἀπ᾽ τόν οὐρανό στή γῆ. Εἶναι δύο φορές εὐλογημένη· εὐλογεῖ ἐκεῖνον πού τήν δίνει καί ἐκεῖνον πού τήν παίρνει.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Πώς ο πατέρας Ανανίας Κουστένης (+2021), σώζει ομογενή από τήν ΤΡΑΓΩΔΙΑ των Διδύμων Πύργων στήν Νέα Υόρκη το 2001

Κάποιος νεαρός ομογενής από τις ΗΠΑ επισκέφθηκε το 2001 την Ελλάδα. Ο πατέρας του του είπε, πριν επιστρέψει, να επισκεφθεί οπωσδήποτε τον π. Ανανία Κουστένη και να πάρει την ευχή του.  Εκείνος δυσανασχετούσε, αλλά ο πατέρας του επέμενε …

Τελικά επισκέφθηκε τον π. Ανανία στο κελλί του, πήρε την ευχή του και φεύγοντας του είπε ο π. Ανανίας:

 «Πάρε αυτό σαν ευλογία». 

Και του έδωσε την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου του Μαγείρου (εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου).

Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, έχοντας πάνω του την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου, ξεκίνησε να πάει στη δουλειά του που ήταν στους γνωστούς Δίδυμους Πύργους. 

Καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, αυτή δεν άνοιγε με τίποτα! Εκείνος επέμενε γιατί είχε αργήσει, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τότε τηλεφώνησε στήν δουλειά του και είπε το πρόβλημά του, λέγοντας ότι θα καθυστερήσει μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.

Μετά από λίγο έγινε το γνωστό τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και ο ομογενής αυτός σώθηκε από Θαύμα. 

Έκτοτε δοξάζει τον Θεό και ευχαριστεί τον Άγιο Ευφρόσυνο, όπως και τον π. Ανανία …


<>






Μια γυναίκα η οποία λεγόταν Ελένη Δαβαρία η οποία κατοικούσε στην Παροικιά της Πάρου ανέβαινε συχνά στην Μονή και έκανε διάφορες δουλειές στις αδελφές της Μονής.

Μίαν ημέρα της λέει ο όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω:
– Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;
– Όχι, δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν άρτον, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη.
– Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο.
– Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει.
– Άκουσε τέκνον, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και σε και τα ολίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κανένα φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κανένα ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκην ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου.
– Ευχαρίστως Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή.

Βάζοντας μετάνοια και αναχωρώντας από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ άρτους τους οποίους της είχαν δώσει.

Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή, περίπου 500 μέτρα, συναντά τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα.

Η Ελένη, αμέσως, έβγαλε έναν άρτο από το ταγάρι της και του τον έδωσε με πολλή προθυμία.

Όταν προχώρησε άλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ενός ψαρά που μάζευε χόρτα, καθώς ο σύζυγός της είχε τέσσερις μέρες να πιάσει ψάρια, όπως έμαθε η Ελένη αφού την ρώτησε.

Τότε, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.

Όταν έφθασε στην Παροικιά, βλέπει ένα παιδί το οποίο ήταν τεσσάρων χρονών να κλαίει, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί. Βλέπει και την μητέρα του παιδιού που στεκόταν μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, η οποία προσευχόταν και έκλαιγε.

Παίρνει τότε έναν άρτο και τον δίνει στο παιδί.

Η Ελένη, όταν έφθασε στο σπίτι της έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα και βλέπει ότι οι άρτοι, αντί να ήταν τέσσερις, δεν λιγόστεψαν, έμειναν οκτώ.

Θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, επέστρεψε αμέσως συγκινημένη στην Μονή και με δάκρυα στα μάτια έπεσε γονατιστή στα πόδια του οσίου Αρσενίου και του διηγήθηκε το θαύμα, ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο.

 Από το βιβλίο του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Φιλοθέου Ζερβάκου, «Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος», έκδοση έκτη, της Ιεράς Μονής Χριστού Δάσους, Πάρος 1996

<>









«Ἕνα πολύ βροχερό καλοκαίρι ὁ μεγάλος Ἅγ. Nathalan Ἐπίσκοπος τοῦ Tullich τῆς Σκωτίας (+678), στήν ἀδυναμία μιᾶς στιγμῆς, καταράστηκε τή βροχή ἡ ὁποία ἐμπόδιζε τήν συγκομιδή. Ἀμεσώς μετανόησε καί ὡς πράξι μετάνοιας γιά τή μεγάλη ἁμαρτία του πού καταράστηκε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἔβαλε ἀλυσσίδες μέ λουκέτο στό δεξί του χέρι καί στό δεξί πόδι του, πέταξε τό κλειδί στόν ποταμό Dee καί ἀλυσσοδεμένος ξεκίνησε μέ τά πόδια νά πάη στή Ρώμη γιά νά ζητήση συγχώρεσι.
Ὅταν ἔφτασε στή Ρώμη κάθισε γιά δεῖπνο καί ὅταν ἔκοψαν στή μέση ἕνα μεγάλο μαγειρεμένο ψάρι βρῆκε τό κλειδί τῶν ἀλυσσιδῶν του τό ὁποῖο εἶχε ρίξει στόν ποταμό Dee πολλούς μῆνες προηγουμένως.
Ὁ Ἅγ. Nathalan κοιμήθηκε ὁσιακά τό 678 καί τιμᾶται ὡς ἕνας ἀπ᾽ τούς Ἰσαποστόλους τῆς Σκωτίας»(https://journeytothelandscapesofyourheart.blogspot.com/2021/12/nathalan-tullich-678-greek-flowers.html).



<>




«Ὁ Ἅγ. Rumwold (†662) ἦταν ἕνα ἅγιο βρέφος στήν Ἀγγλία τό ὀποῖο ἔζησε γιά τρεῖς ἡμέρες τό 662. Λέγεται πώς ἦταν θαυματουργικά γεμάτος ἀπό Χριστιανική εὐλάβεια παρότι ἦταν μόνο ἕνα βρέφος. Μποροῦσε νά μιλάη ἀπ᾽ τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς του. Προφήτευσε πώς θά πέθαινε σύντομα, ζήτησε νά βαπτιστῆ καί ἔκανε ἕνα κήρυγμα πρίν ἀπ᾽ τό θάνατό του. Πολλές ἐκκλησίες ἦταν ἀφιερωμένες σέ αὐτόν καί ἕξι ἀπό αὐτές ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. 
Στό βίο του, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold περιγράφεται σάν μία εὐλαβής Χριστιανή ἡ ὁποία, ὅταν παντρεύτηκε ἕνα παγανιστή βασιλιά, τοῦ εἶπε πώς δέν θά κάνη παιδί μαζί του ἄν δέν βαπτιστῆ Χριστιανός. Αὐτός βαπτίστηκε καί ἔπειτα ἡ μητέρα τοῦ Rumwold ἔμεινε ἔγκυος. Κάποτε τούς κάλεσε ὁ βασιλιάς Penda νά πᾶνε νά τόν ἐπισκεφτούν, ὅμως, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold γέννησε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ καί τό μωρό μόλις γεννήθηκε φώναξε: “Εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός!”. Ἔπειτα ζήτησε νά βαπτιστῆ καί νά ὀνομαστῆ Rumwold καί μετά ἔκανε ἕνα κήρυγμα. Προφήτεψε τό θάνατό του καί εἶπε ποῦ ἐπιθυμοῦσε νά θαφτῆ τό σῶμα του, στό Buckingham»(https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2017/04/rumwold.html).




<>




«Πώς ὁ Ἅγ. Aidan Ἐπίσκοπος τῆς Νήσου Lindisfarne τῆς Ἀγγλίας (+651), με τήν προσευχή του, ἔσωσε τήν βασιλική πόλι ὅταν τήν πυρπόλησε ὁ ἐχθρός (πρίν ἀπ᾽ τό 651).
Ἀκόμη ἕνα ἀξιοσημείωτο θαύμα τοῦ ἴδιου πατέρα ἀναφέρεται ἀπό πολλούς οἱ ὀποῖοι φαίνεται πώς γνωρίζουν γι᾽ αὐτό τό γεγονός. Γιατί τόν καιρό πού ἦταν Ἐπίσκοπος (ὁ Ἅγ. Aidan), ὁ ἐχθρικός στρατός τῶν ἀνθρώπων τῆς Mercia, ὑπό τίς διαταγές τοῦ Penda, μέ βιαιότητα λεηλάτησε τή γῆ τῆς Northumbria σέ κάθε σημεῖο, μέχρι καί τήν βασιλική πόλι ἡ ὁποῖα πῆρε τό ὄνομά της ἀπ᾽ τήν Bebba, ἡ ὁποῖα ἦταν προηγουμένως βασίλισσα ἐκεί. Ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τήν κατακτήση μέ πολιορκία, ἀποφάσισε νά τήν πυρπολήση. Ἀφοῦ κατέστρεψε ὅλα τά χωριά πού βρισκόντουσαν κοντά στήν πόλι, ἔφερε ἐκεῖ μία μεγάλη ποσότητα ἀπό δοκάρια, ξύλινα χωρίσματα, βέργες καί ἄχυρα μέ τά ὁποῖα περικύκλωσε τόν τόπο σέ μεγάλο ὕψος καί ὅταν εἶδε πώς ὁ ἄνεμος ἦταν κατάλληλος ἔβαλε φωτιά σέ αὐτά καί ἐπιχείρησε νά κάψη τήν πόλι. 
Εκεῖνο τόν καιρό, ὁ σεβάσμιος Ἐπίσκοπος Ἅγ. Aidan κατοικοῦσε στή Νήσο Farne, ἡ ὁποῖα βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια μακρυά ἀπό τήν πόλι, καθώς ἐπιθυμοῦσε νά πηγαίνη συχνά ἐκεῖ γιά νά ἀπομονωθῆ καί νά προσευχηθῆ στήν ἡσυχία. Καί πράγματι, αὐτή ἡ ἀπομονωμένη κατοικία του ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα στό νησί. Ὅταν εἶδε τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς καί τόν καπνό ὁ ὁποῖος παρασερνόταν ἀπ᾽ τόν ἄνεμο καί ἀνέβαινε πάνω ἀπ᾽ τά τείχη τῆς πόλεως, λέγεται πώς ὕψωσε τά μάτια του καί τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε μέ δάκρυα: “Δές, Κύριε, τί μεγάλο κακό ἔκανε ὁ Penda!”. Αὐτές τίς λέξεις τίς πρόφερε μέ δυσκολία, ὅταν ὁ ἄνεμος ἀμέσως πνέοντας ἀπ᾽ τήν πόλι, ὁδήγησε πίσω τή φωτιά ἐπάνω σέ αὐτούς πού τήν εἶχαν ἀνάψει, μέ ἀποτέλεσμα νά πληγωθοῦν κάποιοι καί ὅλοι φοβισμένοι δέν ἐπιχείρησαν νά στραφοῦν ξανά ἐνάντια στήν πόλι τήν ὁποῖα προστάτευε τό χέρι τοῦ Θεοῦ.
Bede's Ecclesiastical History of England»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2015/10/aidan-651.html).




<>











«Τή 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στόν Ἅγ. Δημήτριο τοῦ Ρωστώφ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὀρέστης, τοῦ ὁποίου τόν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἡμέρα, καί τοῦ εἶπε: “Ὑπέφερα περισσότερα βάσανα γιά τό Χριστό ἀπό ὅσα μνημονεύεις”. Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειά πληγή στήν ἀριστερή του πλευρά, λέγωντας: “᾿Ιδού, διά σιδήρου ἐγένετο τοῦτο”. Κατόπιν, ἅπλωσε τόν δεξιό του βραχίονα καί τοῦ ἔδειξε τίς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στό ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνωντας: “Νά, αὐτές κατεκόπησαν”. ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγές στόν ἀριστερό βραχίονα, ἐπαναλαμβάνωντας τὰ ἴδια λόγια, μετά δέ τοῦ ἔδειξε τίς πληγές στά γόνατα, λέγωντας:
“Ταῦτα ἀπεκόπησαν”. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καί καταλήγωντας, τοῦ εἶπε: “Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!”. ῾Ο ῞Ἅγ. Δημήτριος ἐκείνη τή στιγμή σκέφθηκε, ὅτι ἦταν ὁ Ἅγ. Ὀρέστης τῶν Ἁγ. Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δέ Μάρτυς ἀπάντησε στό λογισμό του: “Δέν ἐἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν Ἁγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καί τοῦ ὁποίου τόν Βίο μόλις συνέταξες”»(https://proskynitis.blogspot.com/2011/10/28.html).


<>





Ὁ π. Νικόλαος Κουμεντάκης (+2021) λίγες ἡμέρες πρό τῆς φονικῆς φωτιᾶς τοῦ Ἰουλίου τοῦ 2018 [στό Μάτι Ἀττικῆς] ἔδωσε ἐντολή νά κοποῦν λίγα δένδρα πέριξ τοῦ ναοῦ και τοῦ κελλιοῦ του, ἰσχυριζόμενος ὅτι “ἔρχεται μεγάλη καταστροφή”. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πληροφόρησε τό νοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντος καί χάριν στήν ἐνέργειά του αὐτή γλίτωσε τό σπιτάκι τοῦ ἱερέως καί ὀ ναός ἀπ᾽ τήν καταστροφική μανία τῆς φωτιᾶς. Τήν ὥρα πού ξέσπασε ἡ φωτιά, τό ἀπόγευμα τῆς 23ης Ἰουλίου 2018, ὁ Γέροντας ἐξομολογοῦσε στό κελλάκι του πνευματικά του τέκνα πού εὐθύς ἀμέσως τόν φυγάδευσαν καί ἔτσι γλύτωσε ἡ ζωή του. Τό γέγονος αὐτό τόν ἔθλιψε ἀλλά δέν τόν κατέβαλε. Μέ τίς γεροντικές του δυνάμεις ἀγωνίστηκε γιά ἄλλη μιά φορά νά στηρίξη τό πληγωμένο του ποίμνιο. Συγκλονισμένος διηγήθηκε σέ πνευματικό του τέκνο μοναχή ὅτι “ἔβλεπε” ἔκθαμβος τίς ψυχές τῶ καμμένων ἀνθρώπων νά φεύγουν ἀπ᾽ τήν ζωή συνοδευόμενοι ἀπό Ἁγ. Ἀγγέλους. Μέσα στήν προσευχή του γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τους, θεωροῦσε ὅτι ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς... (ΓΚ)


<>






π. Σ. Ρ.: «Ἕνα θαῦμα ἐκτυλίχθηκε στήν τοπική κοινωνία τοῦ Tennessee τῶν ΗΠΑ, μετά τό σαρωτικό πέρασμα ἀνεμοστρόβιλου.
Ἕνα ζευγάρι βρῆκε ζωντανό τό 4 μηνῶν μωρό του, ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο.
Ὅπως εἶπαν οἱ γονεῖς, ὁ ἀνεμοστρόβιλος δέν ἄφησε τίποτε ὄρθιο ἀπ᾽ τό σπίτι τους, μέ τούς ἴδιους καί τά δύο παιδιά τους νά τή γλιτώνουν μέ μερικές γρατσουνιές καί μώλωπες.
“Καθώς πλησίαζε ὁ ἀνεμοστρόβιλος, σήκωσε τήν κούνια μέ τό μωρό μου μέσα... ἦταν τό πρῶτο πράγμα πού σήκωσε στόν ἀέρα”, δήλωσε ἡ 22χρονη μητέρα.
Ὁ πατέρας βλέποντας τό σκηνικό, ὅρμησε νά προστατέψη τό παιδί του, ἀλλά κατέληξε νά τόν παρασέρνη καί τόν ἴδιο.
“Ἁπλά κρατιόταν ἀπ᾽ τήν κούνια ὅλη τήν ὥρα καί ἔκαναν κύκλους καί μετά τούς πέταξε”, περιέγραψε ἡ νεαρή μητέρα.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ ἀνεμοστρόβιλος καί κατάφεραν οἱ δυό τους νά βγοῦν ἀπ᾽ τά συντρίμμια, ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν τό μωρό τους. Τελικά τό βρῆκαν ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο, μέσα σέ κάτι πού περιέγραψαν ὡς κούνια.
“Νόμιζα ὅτι ἦταν νεκρό. Ἤμουν σίγουρη ὅτι ἦταν νεκρό καί ὄτι δέν θά τό βρίσκαμε... Ἀλλά εἶναι ἐδῶ, καί αὐτό χάρι στό Θεό”, δήλωσε ἡ μητέρα.
Σύμφωνα μέ τίς περιγραφές τους, τό μωρό ἦταν σάν νά εἶχε τοποθετηθῆ στό δέντρο ἀπό ἕνα “ἄγγελο”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/12/blog-post_511.html).


<>


Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ψάξουν
νά βροῦν λουλούδια μέσα στά σκουπίδια.
Ἄνθρωποι πού μπροστά στήν καταιγίδα,
προσμένουν τό οὐράνιο τόξο μέ ἐλπίδα.

Ἄνθρωποι πού σέ κάθε δοκιμασία,
ἀναγνωρίζουν μιά νέα εὐκαιρία.
Πού πίσω ἀπό κλειστές πόρτες,
ἀτενίζουν τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωποι πού τήν καρδιά τους
ἔχουν κάνει μυστικά μιά ἐκκλησία
καί μέσα ἐκεῖ ἀχόρταγα γεύονται
οὐρανό καί Θ. Κοινωνία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τόν πόνο,
τόν μεταπλάθουν σέ εὐλογία,
τήν Σταύρωσι σέ ἀνάστασι,
καί τήν ἀνοικτή πληγή σέ αἰώνια ζωή.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι...
Ὑπάρχουν ἅγιοι...»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2020/04/blog-post.html).

<>





Μαριγώ Ζαραφοπούλα: «Νά γιατί ὁ Θεός κρατεῖ τά κεραμίδια ἀκόμα ἐπάνω ἀπ᾽ τό κεφάλι μας!
Μία ἡμέρα ἕνας ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα ἑνός σπιτιοῦ. 
Μία παιδική φωνή ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα νά λέη:
—Ἀμέσως, παρακαλῶ περιμένετε λίγο!
Μετά ἀπό λίγα λεπτά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά χτυπᾶ ξανά τήν πόρτα. Ἡ φωνή ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα:
—Ἄν βιάζεστε, ἀφῆστε τά γράμματα στό χαλάκι.
Ὁ ταχυδρόμος ἀπάντησε:
—Ἔχετε μιά ἐπιστολή πού ἀπαιτεῖ τήν ὑπογραφή σας. Θά περιμένω.
Ἤδη θυμωμένος, ὁ ταχυδρόμος νόμιζε ὅτι θά τοῦ ἔλεγε κάτι. Πέρασε λίγη ὥρα μέχρι νά ἀνοίξη ἡ πόρτα. 
Ὅλος του ὁ θυμός ἔσβησε ἀμέσως. 
Ἕνα κοριτσάκι μέ καροτσάκι, χωρίς πόδια, ἀλλά μέ γουρλωμένα μάτια, τόν παρακολουθοῦσε. 
Ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔδωσε τό γράμμα καί τῆς ζήτησε νά ὑπογράψη. 
Μετά ἀπό αὐτό ἔφυγε. Τό κοριτσάκι χαμογέλασε καί εἶπε:
—Σᾶς ἐὐχαριστοῦμε γιά τήν ὑπομονή σας. Καλημέρα.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ταχυδρόμος συνέχισε νά παραδίδη τήν ἀλληλογραφία. 
Κάθε φορά χτυποῦσε τήν πόρτα καί περίμενε ὑπομονετικά νά φτάση τό κοριτσάκι καί μετά ἔφευγε. 
Ἄρχισε νά τοῦ κάνη περισσότερες ἐρωτήσεις: 
—Πῶς σέ λένε; Σοῦ ἀρέσει αὐτό πού κάνεις; Ἔχεις παιδιά; Πόσα γράμματα πρέπει νά παραδώσης σήμερα;
Σταδιακά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά ἀπαντᾶ καί νά τοῦ χαμογελᾶ.
Τήν ρώτησε γιά τά πόδια της, ἀλλά ἐκείνη δέν θύμωσε καί τοῦ ἀπάντησε χαμογελώντας:
—Δέν μπορῶ νά περπατήσω γιατί γεννήθηκα χωρίς αὐτά, ὁ μπαμπάς λέει πάντα ὅτι ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια. 
Κάθε μῆνα βάζω χρήματα σέ αὐτόν τόν κουμπαρά καί ὅταν γεμίση ὁ μπαμπάς θά μοῦ ἀγοράση προσθετικά πόδια καί θά μπορῶ νά περπατήσω κι ἐγώ.
Ἔγιναν καλοί φίλοι. Ὅταν ἦρθε τό φθινόπωρο οἱ βροχές γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές καί σέ μιά καταρρακτώδη βροχόπτωσι, ὁ ταχυδρόμος περίμενε βρεγμένος ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα.
Ὅταν ἔφυγε, τό κοριτσάκι κατάλαβε ὅτι τά παπούτσια του ἦταν σάπια. Τήν ἑπόμενη μέρα τόν εἶδε μέ τό ἴδιο ζευγάρι παπούτσια.
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα τό ἴδιο.
Ὅταν πλησίαζαν τά Χριστούγεννα, ὁ ταχυδρόμος ἀποφάσισε νά μήν πάη μέ ἄδεια χέρια καί ἀγόρασε ἕνα κουτί καραμέλες, χτύπησε τήν πόρτα, τό κοριτσάκι του ἄνοιξε καί ἔλαβε τό κουτί μέ τά ζαχαρωτά μαζί μέ τό γράμμα. 
Ἦταν τόσο ἐνθουσιασμένη. Γύρισε καί στό τραπέζι πίσω της ἦταν ἕνα μεγάλο κουτί καί μερικά κομμάτια πορσελάνης. 
Ζήτησε ἀπ᾽ τόν ταχυδρόμο νά πάρη τό κουτί στό σπίτι του.
—Δέν μπορῶ νά δεχτῶ κάτι τέτοιο.
—Νόμιζα ὅτι ἤμασταν φίλοι, ἄν δέν δεχτῆς, θά στεναχωρηθῶ πολύ τά Χριστούγεννα.
Στό ἄκουσμα αὐτό ὁ ταχυδρόμος πῆρε τό δῶρο καί ἔφυγε, ἀφοῦ τό εὐχαρίστησε καί τοῦ εὐχήθηκε.
Ὅταν ἄνοιξε τό κουτί, μέσα ἦταν ἕνα καινούργιο ζευγάρι πανάκριβες μπότες καί ἕνα σημείωμα: “Για τόν καλό μου φίλο! Τώρα θά μπορῆς νά περπατᾶς μέ στεγνά πόδια”.
Τά μάτια τοῦ ταχυδρόμου ἄρχισαν νά γεμίζουν δάκρυα καί συνειδητοποίησε ὅτι τά θραύσματα δίπλα στό κουτί ἦταν ἀπ᾽ τόν κουμπαρά καί ὅτι τό κοριτσάκι εἶχε ξοδέψει ὅλα τά χρήματά της σέ αὐτό τό ζευγάρι μπότες.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆγε στό ἀφεντικό του καί τοῦ εἶπε:
—Κύριε, ἀλλάξτε μου διαδρομή. Αὐτό τό παιδί ἐγκατέλειψε τό ὄνειρό του νά περπατήση γιά νά βάλη παπούτσια στά ὑγιή μου πόδια καί δέν μπορῶ νά τά δώσω πίσω ὅσο κι ἄν τό θέλω.
Ὅταν τό ἀφεντικό ἄκουσε γιά αὐτή τή σπουδαία χειρονομία ἀπό ἕνα παιδί, ὀργάνωσε ἕνα ἔρανο.
Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὁ ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα, ἡ πόρτα ἄνοιξε γρήγορα αὐτή τη φορά, ὁ πατέρας βγῆκε μέ τό κοριτσάκι στήν ἀγκαλιά του.
Δέν ἦταν μόνο ὁ ταχυδρόμος, ἀλλά τό ἀφεντικό καί ὅλοι οἱ ταχυδρόμοι τῆς πόλεως.
Τό κοριτσάκι χαμογελοῦσε καί ξαφνιάστηκε μέ αὐτό πού εἶδε. 
Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε ἕνα κουτί πού ἔδωσε στόν πατέρα καί ἕνα σημείωμα στό κοριτσάκι.
Στό κουτί ὑπῆρχαν προσθετικά πόδια γιά νά περπατήση τό κοριτσάκι καί τό σημείωμα ἔλεγε: 
“Γιά τήν καλύτερή μας φίλη, τώρα θά μπορῆς νά περπατήσης, ἀλλά ἡ καρδιά σου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια, ἕτοιμη νά τρέξη γιά νά κάνη καλό ἀκόμα καί σ᾽ ἕνα ταχυδρόμο”.
Ἑπομένως...
Σέ ὅποια κατάστασι κι ἄν βρίσκεσαι, ἄν ἔχης καρδιά γεμάτη ἀγάπη, χαμόγελο στά χείλη καί ζεστό λόγο, οἱ γύρω σου θά πλουτίσουν. Δίνετε ἔλεος στούς ἀνθρώπους, καί κοιτάξτε τους μέ ἀγάπη!»(https://odysseiatv.blogspot.com/2023/11/blog-post_224.html).


<>



«Κάποια εὐσεβής μάνα, συνόδευσε τό παιδί της, πού πήγαινε νά μπῆ ὡς ἐσωτερικός μαθητής σέ ἕνα Γυμνάσιο, μέ τά ἐξῆς λόγια:
“Μήν λησμονεῖς ποτέ παιδί μου, ὅτι εἶσαι πάντα τρίτος”.
Τό παιδί, γιά νά θυμᾶται πάντα καί καθημερινῶς τή συμβουλή τῆς μάνας του, ἔγραψε μέ ὡραία γράμματα σ᾽ ἕνα χαρτόνι: “εἶμαι τρίτος”, καί τό κρέμασε στό δωμάτιό του.
Στό μεταξύ προόδευσε καί ἀρίστευσε στό Γυμνάσιο τόσο, πού βραβεύτηκε ὠς ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ Γυμνασίου.
Τό βράδυ, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας φίλος του καί μόλις εἶδε τό χαρτόνι, τοῦ εἶπε:
—Τώρα εἶσαι πιά πρῶτος! Δέν εἶσαι τρίτος ὅπως σοῦ εἶπε ἡ μητέρα σου. Κατέβασε, λοιπόν, αὐτό τό χαρτόνι!
Ὁ ἀριστεύσας μαθητής χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:
—Φίλε μου, ἄλλο εἶναι τό νόημα αὐτοῦ τοῦ χαρτονιοῦ. Ἡ μάνα μου ἐννοοῦσε, ὅτι πρῶτα νά σκέφτομαι τό Θεό, μετά τούς ἄλλους καί τρίτο τόν ἑαυτό μου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).
«Μέ ρώτησε κάποιος ἀδελφός:
—Γιατί ὁ κόσμος πάει πρός τό χειρότερο, γιατί συμβαίνουν ἀρρώστιες, πόλεμοι, φτώχια ἐξαθλίωσι, διαχωρισμοί, διαφθορά, πανδημίες, ἀποστασία, σκοτωμοί. Γιατί σέ τέτοιο βαθμό ὅλα αὐτά στις μέρες μας;
Ἡ ἀπάντησι εἶναι πολύ ἁπλή:
—Ὁ κόσμος ξέχασε νά ζῆ ὅπως ὁρίζει ἡ Κ. Διαθήκη, ξέχασε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Θές ἕνα παράδειγμα; Βάλε σέ μιά κεντρική πλατεία δύο τραπεζάκια κολλητά μέ μιά ἐπιγραφή “Δωρεάν”, στό ἕνα βάλε λεφτά στό ἄλλο τήν Κ. Διαθήκη, ποιό τραπεζάκι πιστεύεις ἀδελφέ ὅτι θά ἀδειάση πρῶτο καί πιό γρήγορα; Τήν ἀπάντησι τήν ξέρεις!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Λουκάς Κριμαίας: «Ὅλοι σας πρέπει νά εἶστε φῶς μέσα στό σκοτάδι. Τό φῶς μπορεῖ νά ἔχη διάφορες μορφές. Μπορεῖ νά εἶναι σάν τό φῶς τοῦ ἡλίου, μπορεῖ σάν τῆς σελήνης ἤ τῶν ἄστρων. Μπορεῖ νά εἶναι ἀδύναμο σάν τό φῶς τοῦ κεριοῦ ἤ μιᾶς λάμπας. Καί ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι φῶς, εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἀσθενέστερο φῶς εἶναι εὐάρεστο στό Θεό. Μέ τέτοιο φῶς μπορεῖ ὁ καθένας νά φωτίζη τό σκοτάδι πού ὑπάρχει γύρω. Μέ τήν ἀγάπη, τήν τρυφερότητα, τήν εὐσπλαγχνία καί τήν εὐλάβειά σας μπορεῖτε καί πρέπει νά λάμπετε μέσα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνη κάθε θλίψι, πεῖνα, καί γυμνότητα, κρύο καί ζέστη, πόνο καί φτώχεια, ἐξουθένωσι καί ἐξορία, ἀδικία καί συκοφαντία. Γιατί ἡ ψυχή του ὑψώνεται πρός τό Θεό καί δέν μεριμνᾶ γιά τά γήϊνα, ἀλλά προσεύχεται στό Θεό μέ καθαρό νοῦ. Ὅποιος, ὅμως, εἶναι προσκολλημένος σέ περιουσίες καί χρήματα, αὐτός ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχη καθαρό νοῦ γιά τό Θεό, ἐπειδή στό βάθος τῆς ψυχῆς του φωλιάζει ἔμμονη ἡ μέριμνα τί νά κάνη μέ αὐτά. Καί ἄν δέν μετανοήση καθαρά καί δέν λυπηθῆ πού ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνη αἰχμάλωτος στό πάθος, χωρίς νά γνωρίση τόν Κύριο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἰεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, πού ἀντί νά πᾶνε στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή, πηγαίνουν ἐκδρομές, ἀνεβαίνουν βουνά, πάνε γιά κυνήγι, ἐξασκοῦν γιά ψυχαγωγία διάφορα sports κ.ἄ..
Τό πόσο κακό κάνουν στήν ψυχή τους, θά τό καταλάβουν τήν ἡμέρα πού θά δώσουν λόγο στό Θεό.
Μία Κυριακή ἔχουμε γιά νά ξεσκάσουμε καί ἐμεῖς, λένε.
Ὅλη τήν ἑβδομάδα στή δουλειά καί τήν Κυριακή τήν ἀφιερώνουν στά sports καί ὄχι στό Θεό. Ἀλλά ἔχουν καί τή συνήθεια νά ἐπισκέπτωνται καί νά ἀνάβουν τό κεράκι τους στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγ. Βαρβάρας καί τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὅποτε τούς βρεθῆ ἡ εὐκαιρία.
Αὐτούς, τούς κοροϊδεύει ὁ διάβολος, γιατί χωρίς ἐξομολόγησι, χωρίς μετάνοια καί χωρίς ἐκκλησιασμό, αὐτές οἱ πράξεις εἶναι ἀνώφελες καί δέν τίς λαμβάνει ὁ Θεός ὑπόψην»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





«Ὁ πατέρας μου ἔχει μελίσσια.
Σήμερα πῆγα νά τόν δῶ καί μοῦ ἔδειξε τό μέλι πού εἶχε πάρει ἀπ᾽ τίς κυψέλες. Ἔβγαλε τό καπάκι ἑνός δοχείου 20 λίτρων γεμάτο μέλι καί πάνω στό μέλι ὑπήρχαν τέσσερεις μικρές μέλισσες, πού ἀγωνίζονταν. ῀Ηταν καλυμμένες μέ τό κολλῶδες μέλι καί πνίγονταν.
Τόν ρώτησα ἄν μπορούσαμε νά τίς βοηθήσουμε καί εἶπε ὅτι ἦταν σίγουρος ὅτι δέν θά ἐπιζήσουν. Παράπλευρα θύματα τῆς συλλογῆς μελιοῦ ὑποθέτω.
Τόν ξαναρώτησα ἄν μπορούσαμε τουλάχιστον νά τίς βγάλουμε καί νά τίς σκοτώσουμε γρήγορα, ἄλλωστε ἦταν αὐτός πού μέ ἔμαθε νά βγάζω ἀπό τή δυστυχία ἕνα ζῶο (ἤ ζωύφιο) πού ὑποφέρει. Τελικά τό παραδέχτηκε καί ἔβγαλε τίς μέλισσες ἀπό τόν κουβά. Τίς ἔβαλε σ᾽ ἕνα ἄδειο κεσεδάκι γιαουρτιοῦ καί ἔβγαλε τό πλαστικό δοχεῖο ἔξω.
Ἐπειδή εἶχε διαταράξει τήν κυψέλη μέ τήν προηγούμενη συλλογή μελιοῦ, ὑπῆρχαν μέλισσες πού πετοῦσαν παντοῦ ἔξω. Βάλαμε τά τέσσερα μικρά μελισσάκια μέ τό δοχεῖο σ᾽ ἕνα παγκάκι καί τά ἀφήσαμε στήν τύχη τους.
Ὁ πατέρας μου μέ φώναξε λίγο ἀργότερα γιά νά μου δείξει τι συνέβαινε. Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες περιβάλλονταν ἀπό ὅλες τίς ἀδελφές τους (ὅλες οἱ μέλισσες εἶναι θηλυκές) καί καθάριζαν τίς κολλώδεις σχεδόν νεκρές μέλισσοῦλες, βοηθώντας τις νά βγάλουν ὅλο τό μέλι ἀπ᾽ τό σῶμα τους.
Ἐπιστρέψαμε λίγο ἀργότερα καί εἶχε μείνει μόνο μιά μικρή μέλισσα στό δοχεῖο. Τήν φρόντιζαν ἀκόμη οἱ ἀδελφές της.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, ἐλέγξαμε μιά τελευταία φορά καί οἱ τέσσερεις μέλισσες εἶχαν καθαριστῆ ἀρκετά ὥστε νά πετάξουν μακρυά καί τό δοχεῖο ἦταν ἄδειο.
Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες ζοῦσαν ἐπειδή ἦταν περιτριγυρισμένες ἀπό οἰκογένεια καί φίλους πού δέν τά παρατοῦσαν, οἰκογένεια καί φίλους πού ἀρνήθηκαν νά τίς ἀφήσουν νά πνιγούν στό δικό τούς κολλῶδες καί ἀποφάσισαν νά βοηθήσουν μέχρι νά ἀπελευθερωθῆ καί ἡ τελευταία μικρή μέλισσα.
Bee Sisters.
Bee Peers.
Bee Teammates.
 Ὅλοι θά μπορούσαμε νά μάθουμε ἕνα ή δύο πράγματα ἀπό αὐτές τίς μέλισσες.
 Πάντα εὐγενική μέλισσα.
(Γούεντι)»(Σάν Χάδι, fb).

<>




Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅσο πιό ἁγνή εἶναι μιά καρ­διά, τόσο πιό με­γά­λη καί ἀνοι­χτή εἶναι καί βρί­σκει εὐ­κο­λό­τε­ρο χῶρο γιά νά βά­λη πε­ρισ­σό­τε­ρους μέσα. Ὅσο πιό ἁμαρ­τω­λή εἶναι, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σφίγ­γε­ται, κλεί­νει καί ἔτσι μόνο λί­γους μπο­ρεῖ νά χω­ρέ­ση»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




Ἅγ. Ἀνατόλιος τῆς Optina: «Εἴμα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἀγα­πού­με τούς πάν­τες, ἀλλά δέν πρέ­πει νά ἀπαι­τοῦμε νά μᾶς ἀγα­ποῦν ὅλοι»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Γέρονας Ἐφραίμ τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα: «Ἀγαπῶ τόν ἑαυ­τόν μου, ση­μαί­νει σώζω τόν ἑαυ­τό μου, ση­μαί­νει ὅτι ἐφαρ­μό­ζω τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅτι βρί­σκο­μαι ἐν με­τα­νοία. Ἄν, ὅμως, δέν ἀγα­πῶ ἔτσι τόν ἑαυ­τό μου, τότε δέν μπο­ρῶ νά ἀγα­πή­σω τόν πλη­σί­ον μου πνευ­μα­τι­κά καί ἡ ἀγά­πη μου εἶναι σαρ­κι­κή καί συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κή»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τοῦ Pochaiv: «Ἡ ἀγά­πη, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη μας»(https://www.rimata-zois.gr).



<>




Γέροντας Θαδδαίος τῆς Vitovnica: «Σέ ἔρευ­να πού ἔγι­νε στήν Ἀμε­ρι­κή, χώ­ρι­σαν σέ δύο ὁμά­δες κά­ποια ἄτο­μα. Στή μία ὁμά­δα ἀνῆ­καν τά ἄτο­μα πού ἀγα­πᾶ­νε τά φυτά καί στήν ἄλλη ὁμά­δα τά ἄτο­μα πού ἦταν ἀδιά­φο­ρα γι᾽ αὐτά. Ἔδω­σαν σέ κάθε ὁμά­δα νά προ­σέ­χη κά­ποια λου­λού­δια. Τό ἀπο­τέ­λε­σμα ἦταν, πώς τά λου­λού­δια πού ἔπαιρ­ναν σκέ­ψεις ἀγά­πης, ἀνα­πτύ­χθη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τά ἄλλα!...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Εἶπε Γέρων: «Νομί­ζω, ὅτι στήν πραγ­μα­τι­κή ἀγά­πη, χρειά­ζε­ται μιά βα­ριο­πού­λα καί ἕνα φτυά­ρι... Μέ τή βα­ριο­πού­λα σπᾶ­με τόν ἐγωι­σμό μας καί μέ τό φτυά­ρι τόν πε­τᾶ­με μα­κρυά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Δημήτριος Παναγόπουλος: «Αὐτός πού πραγ­μα­τι­κά ἀγα­πᾶ δέν βα­σα­νί­ζει τόν ἄλ­λον, ἀλλά βα­σα­νί­ζε­ται αὐ­τός γιά τόν ἄλ­λο»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Τό δέν­τρο ρί­χνει τή σκιά του καί σέ αὐ­τούς πού τό ρα­βδί­ζουν»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Μερι­κούς ἀν­θρώ­πους πρέ­πει νά τούς ἀγα­πά­με ἀπό μα­κρυά, για­τί εἶναι σάν τούς σκαν­τζό­χοι­ρους, πού ἄν τούς ἀγ­κα­λιά­σου­με, θά πλη­γω­θοῦμε...»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Μπο­ρεῖς νά δί­νης χω­ρίς ἀγά­πη, ἀλλά δέν μπο­ρεῖς νά ἀγα­πᾶς χω­ρίς νά δί­νης»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Ἄν σοῦ ἀρέ­ση τό λου­λού­δι τό κό­βεις. Ἄν τό ἀγα­πᾶς, τό πο­τί­ζεις κάθε μέρα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Ὅποιος ἀγα­πά­ει τό τριαν­τά­φυλ­λο, ἀγα­πά­ει καί τά ἀγ­κά­θια του»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης Παῦλος: «Πνευ­μα­τι­κή ζωή δέν ση­μαί­νει καλή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀλλά πα­ρου­σία τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος στή ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ἡ Χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος εἶναι φω­τιά. Ἡ φω­τιά δια­τη­ρεῖται μέ ξύλα. Ξύλα πνευ­μα­τι­κά, εἶναι ἡ προ­σευ­χή»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Χρι­στέ μου, τά κου­λού­ρια σου είἶναι πολύ νό­στι­μα, ἀλλά τά που­λᾶς πολύ ἀκρι­βά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Σωφρόνιος τοῦ Essex: «Ὁ κα­θέ­νας ἀπό μᾶς πρέ­πει νά ἔχει τήν ἀγά­πη πού ἔχει ἡ μη­τέ­ρα. Ἀκόμη καί ἄν τά παι­διά της ἐπα­να­στα­τή­σουν, τά ἀγα­πᾶ ὅλα»(https://www.rimata-zois.gr).
Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἡ τέ­λεια ἀγά­πη, σάν καυ­στι­κή φλό­γα κα­τα­καί­ει κάθε αἰ­σχρή ἐπι­θυ­μία»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Αὐτή ἡ κά­θαρ­σι, αὐ­τός ὁ φω­τι­σμός, τόν ὁποῖ­ο θά πά­ρης δια­βά­ζον­τας τή Θεία Γραφή, θά σοῦ κρα­τή­ση ὅλη τήν ἡμέ­ρα καί τή νύ­χτα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>





Ἅγ. Νικόλαος Velimirović: «Εἶναι, λοι­πόν, πε­ρί­ερ­γο πού οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀγα­ποῦν τούς εχθρούς τους, ὅταν δέν ξέ­ρουν νά ἀγα­ποῦν, οὔτε τούς φί­λους τους; Εἶναι πα­ρά­ξε­νο νά μήν μπο­ρῆ νά δια­βά­ση βι­βλία τό παι­δί, πού δέν ἔμα­θε τήν ἀλ­φά­βη­το; Πῶς μπορεῖ νά ἀγα­πή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἀπό­μα­κρό του, ὅταν δέν μπορεῖ νά ἀγα­πή­ση τόν πλη­σί­ον του;»(https://www.rimata-zois.gr).







<>


«Ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν εἶχε ἐκδηλωθῆ φιλονικία γιά τήν κυριότητα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (τοῦ Ἁγ. Μακαρίου Νοταρᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου) ἡ Ἀγγελική Γκιουβέτση βρισκόταν κάποια ἡμέρα στό ναό. Εἶδε, λοιπόν, τήν Ἀσημιώ Μπριλῆ νά ἐπιχειρῆ νά ἀποσπάση τό κλειδί τοῦ ναοῦ· τότε τῆς ἐπιτέθηκε, τήν τράβηξε μέ ὁρμή μέ ἀποτέλεσμα νά σχισθῆ τό φόρεμά της. Τό γεγονός αὐτό ἔφθασε στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου, διότι ἡ Ἀσημιώ κατέθεσε μήνυσι ἐναντίον τῆς Ἀγγελικῆς. Τήν ὥρα τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεως ἐκλήθη καί ἡ κατηγοροῦσα Ἀσημιώ νά περιγράψη τό γεγονός. Ἐκεῖνη, ὅμως, δέν ἐνθυμεῖτο γιατί βρισκόταν στό δικαστήριο. Παρά τίς προσπάθειες τοῦ συνηγόρου της καί τοῦ Προέδρου κατέστη ἀδύνατον νά ἐνθυμηθῆ τήν αἰτία τῆς παρουσίας της στό δικαστήριο. Ἡ δίκη προφανῶς διεκόπηκε καί ἠ κατηγορουμένη ἀπηλλάγη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου ἔκανε τό θαῦμα του»(ΧΑ, 251).


<>



«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>







«Κάποτε ἕνας Προτεστάντης εἶπε σ᾽ ἕνα Ὀρθόδοξο ἰερέα:
—Εμείς κάνουμε ὀρφανοτροφεία, γηροκομεῖα, συναυλίες, ἐλεημοσύνες. Ἐσείς οἱ Ορθόδοξοι τί κάνετε;
Και τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος:
—Θ. Λειτουργία! Πού γεμίζει δωρεάν τόν Παράδεισο καί ἀδειάζει τήν κόλασι!
Αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία, ἀδειάζει τήν κόλασι καί γεμίζει τόν Παράδεισο.
Συντηρεῖ τόν κόσμο κάνοντας Θ. Λειτουργία!
Ἀγρυπνάει τή μέρα, ἀγρυπνάει καί τή νύχτα.
Κάθε νύχτα αἰῶνες τώρα.
Πόσοι Ἅγιοι βγαίνουν ἀπ᾽ τά εἰκονοστάσια τους καί συντρέχουν τούς ἀνθρώπους!
Πόσα Μοναστήρια λειτουργοῦν ὁλονύκτιες λειτουργίες!
Πόσα χέρια σηκώνονται καί πόσα δάκρυα χύνονται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ἄς μή θλιβόμαστε γιά τήν ἀπώλεια περιουσιῶν· αὐτό εἶναι ἀσήμαντο πράγμα. Αὐτό τό ἔμαθα κιόλας ἀπ᾽ τόν κατά σάρκα πατέρα μου. Ὅταν συνέβαινε κάτι κακό στό σπίτι, αὐτός ἔμενε ἤρεμος. Μετά τήν πυρκαγιά τοῦ ἔλεγαν μέ συμπόνια:
—Κάηκες, Ἰβάν Πετρόβιτς.
Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
—Ὁ Θεός θά δώση νά διορθωθοῦν τά πράγματα.
Μιά φορά περνούσαμε κοντά ἀπ᾽ τό χωράφι μας κι ἐγώ τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, μᾶς κλέβουν τά δεμάτια.
Καί αὐτός λέει:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἀρκετό ψωμί. Αὐτός πού κλέβει, σημαίνει πώς ἔχει ἀνάγκη.
Πολλές φορές τοῦ ἔλεγα:
—Δίνεις πολλή ἐλεημοσύνη. Ἄλλοι, ὅμως, πού εἶναι πλουσιότεροι ἀπό μᾶς, δίνουν λιγότερα.
Και αὐτός μου ἀπαντούσε:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος θά μᾶς δώση.
Καί ὁ Κύριος δέν διέψευσε τήν ἐλπίδα του»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).



<>






π. Ἀρσένιος Γκέλιας: «Δώρισε χαμόγελα, δώρισε ἀγάπη, δώρισε ἕνα λόγο καλό καί ἀγαθό, δώρισε τή διακονία σου, δώρισε συγχώρεσι, δώρισε κατανόησι, δώρισε ὑπομονή, δώρισε ὑπακοή, δώρισε ἐλεημοσύνη, δώρισε εὐτυχία, δώρισε τόν ὦμο σου σέ κάποιον γιά νά κλάψη καί λάβε τό δῶρο τής εὐλογίας ἀπ᾽ τό Θεό. Ὅσο περισσότερο δίνεις τόσα περισσότερα παίρνεις ἀπ᾽ τό Θεό. Ὄχι γιατί θέλει νά σοῦ δώση ἀνταμοιβή ἀλλά γιά νά γίνεσαι δυνατότερος καί νά δωρίζης περισσότερα καί νά κάνης τόν συνάνθρωπό σου πιό εὐτυχισμένο, καλύτερο ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγῆς νά μιμῆται τό παράδειγμα σου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καί ὄμως εἶδα τήν ἄμετρη ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μένα.
Ἀπ᾽ τά παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιά ὄσους μέ πρόσβαλλαν καί ἔλεγα: “Κύριε, μή τούς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιά ὄσα μου κάνουν”.
Ἀλλά, ἄν καί μοῦ ἄρεσε νά προσεύχομαι, δέν ἀπέφυγα τήν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος, ὄμως, δέν θυμήθηκε τίς ἁμαρτίες μου καί μου ἔδωσε ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά σωθῆ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά εἰσέλθουν ὅλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου καί νά ἀπολαύσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό μου: Ἄν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καί ἐμένα.
Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου!
Δέν ἔχω δυνάμεις νά τήν περιγράψω, γιατί εἶναι ἄπειρα μεγάλη καί θαυμαστή...
Νά θυμᾶσαι καί νά φοβᾶσαι δύο λογισμούς:
Ὁ ἕνας λέει: Εἶσαι ἅγιος,
κι ὁ ἄλλος: δέν θά σωθῆς.
Κι οἱ δυό λογισμοί προέρχονται ἀπ᾽ τόν ἐχθρό (δηλ. τό διάβολο) καί δέν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους.
Ἐσύ ὅμως νά σκέφτεσαι: Ἐγώ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλά ὁ σπλαχνικός Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καί θά συγχωρήση σ᾽ ἐμέ τίς ἁμαρτίες μου.
Πονηροί λογισμοί καταπονοῦν τήν ὑπερήφανη ψυχή, κι ἄν δέν ταπεινωθῆ, δέν θά βρῆ ἀνάπαυσι ἀπ᾽ αὐτούς»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>





«Μιά δασκάλα σκέφτηκε νά βάλη τούς μαθητές στήν τάξι της νά παίξουν ἕνα παιχνίδι.
Εἶπε λοιπόν στά παιδιά, νά φέρει τό κάθ᾽ ἕνα, μιά πλαστική σακούλα, πού θά περιέχη μέσα μερικές πατάτες.
Σέ κάθε πατάτα θά δώση ἕνα ὄνομα ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους μισεῖ.
Ἔτσι, ὁ ἀριθμός τῶν πατατῶν πού κάθε παιδί θά ἔβαζε στή σακούλα του θά ἦταν ἀνάλογος τῶν ἀνθρώπων πού μισεῖ.
Τήν ἄλλη μέρα κάθε παιδί, ἔφερε ἀπό μιά σακούλα μέ πατάτες, μέ τό ὄνομα τῶν ἀνθρώπων πού μισοῦσαν, γραμμένο πάνω σέ κάθε πατάτα.
Κάποια παιδιά εἶχαν δύο πατάτες μέσα στή σακούλα, ἄλλα τρεῖς, ἄλλα πέντε καί ἄλλα περισσότερες.
Ἡ δασκάλα εἶπε μετά στά παιδιά, νά κουβαλοῦν γιά μερικές μέρες μαζί τους τήν πλαστική σακούλα μέ τίς πατάτες, ὄπου καί ἄν πηγαίνουν.
Ὕστερα ἀπό κάποιες μέρες, τά παιδιά ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται, λόγῳ τῆς δυσάρεστης ὀσμῆς πού ἄφηναν οἱ πατάτες οἱ οποῖες ἄρχισαν νά σαπίζουν.
Ἄλλωστε, αὐτοί πού εἶχαν περισσότερες πατάτες στή σακούλα, ἔπρεπε νά ἀντέξουν ἐπιπλέον καί τό μεγαλύτερο βάρος τους.
Ὅταν τό παιχνίδι τελείωσε, τά παιδιά ἀνακουφίστηκαν ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκαν ἀπ᾽ τό βάρος ἀλλά καί ἀπό τή δυσοσμία τῶν χαλασμένων πατατῶν.
Ἡ δασκάλα ρώτησε τά παιδιά:
—Πῶς αἰσθανθήκατε κατά τή διάρκεια τοῦ παιχνιδιού;
Τά παιδιά διαμαρτυρήθηκαν γιά τό γεγονός ὅτι ἔπρεπε νά κουβαλοῦν παντοῦ μιά τσάντα μέ πατάτες καί μάλιστα χαλασμένες μέ ἄσχημη μυρωδιά...
Στή συνέχεια, ἡ δασκάλα τούς ἀποκάλυψε τό κρυμμένο νόημα πίσω ἀπ᾽ τό παιχνίδι:
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν ἔχετε μίσος γιά κάποιον μέσα στήν καρδιά σας.
Ἡ δυσωδία ἀπ᾽ τό μίσος θά φωλιάση στήν ψυχή σας καί θά τό μεταφέρετε μαζί σας ὄπου κι ἄν πάτε συνεχῶς.
Ἄν δέν μπορῆτε νά ἀνεχθῆτε τή μυρωδιά τῶν σάπιων πατατῶν γιά μερικές μόνο μέρες, μπορεῖτε νά φανταστῆτε πῶς εἶναι νά ἔχετε τή δυσωδία τοῦ μίσους στήν ψυχή σας γιά μιά ζωή;»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>



-- Κάποτε κάποιος Ιερέας είχε πει σε ομιλία του για την Παναγία μας οτι πέρασε τα πάνδεινα βλέποντας τον Γιό της πάνω στο Σταυρό που άλλη γυναίκα δεν πέρασε τόσα ...
-- Κάποιοι από τους παριστάμενους γυρνώντας στο σπίτι τους σε αυτά τα γνωστά πηγαδάκια των ζυμώσεων υποστήριξαν ότι :
Κάθε μάνα όταν χάνει το παιδί της 
ο πόνος της είναι τόσο μεγάλος
 και αφόρητος  και ότι ήταν υπερβολικός ο ομιλητής  στην συγκεκριμένη του έκφρασή  για την Παναγία ... 
Σας μεταφέρω κάποιες  σκέψεις μου.:
--Σκέπτομαι αυτή την μάνα που δέχθηκε να κυοφορήσει ένα παιδί με αυτό τον παράδοξο τρόπο  παίρνοντας όλα τα ρίσκα  που η τότε κοινωνία της επέβαλε .
--Δηλαδή  βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή της (δια λιθοβολισμού).
--Ζώντας  μέσα σε  ένα γάμο χωρίς άνδρα .
 --Γεννώντας το μονάκριβο της παιδί  σε ένα βρώμικο σπήλαιο. 
--Κάνοντας μια πεζοπορία χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα να γλυτώσει αυτή και το μωρό της τα μαχαίρια του Ηρώδη .
--Με μια πορεία  επικίνδυνη μέσα στην αφιλόξενη έρημο προκειμένου να φθάσουν στην Αίγυπτο. 
-- Η Παναγία ήταν τότε μικρό κορίτσι και προστάτευε ένα μωρό μικρότερο των δύο χρόνων  με ότι αυτό συνεπάγεται θηλασμός φροντίδα περιποίηση του μικρού . 
--Προσφυγοπούλα  η ιδια της με το Προσφυγοπουλό  σε ξένη χώρα .
Να αναλαμβάνει την φροντίδα μιας οικογένειας που δεν ηταν η δική της .
--Να ακολουθεί το παιδί της παντού  και να κρατά κρυφά μυστικά όλα όσα το Άγιο Πνεύμα της φανέρωνε  αλλά και όσα την άφηνε ο ίδιος της ο γυιος να καταλάβει  .
--Αλήθεια  πόσοι  θα την ένιωθαν και  πόσοι θα την καταλάβαιναν και δεν θα την παρεξηγούσαν άραγε αν τους αποκάλυπτε τις αποκαλύψεις της.!!!
--Μια μάνα που έβλεπε τον Γιό της να καίγεται από αγάπη για τον συνάνθρωπο ,
να μιλά όπως κανείς 
να αγαπά όπως κανείς.,
να θεραπεύει χωρίς αργύρια 
να εξουθενώνεται 
στο περπάτημα ,
στη κακοπέραση 
στην πείνα στην δίψα
Να  βλέπει το αγορι της να κοιμάται  στις ερημιές.
 --Μια μάνα που κατάλαβε ότι αυτό της το παιδί θα το μοιραζόταν με όλο τον κόσμο. ..
--Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον είδε αιμόφυρτο 
τον είδε καρφωμένο ,
τον είδε να αργοπεθαίνει ,
χωρίς αυτή να έχει την δύναμη 
να του βγάλει τα καρφιά 
να τον κατεβάσει από το σταυρό  
να του δώσει τουλάχιστον λίγο νερό όταν τόν άκουσε 
να ψυθιριζει το 《διψώ》.
Μια μάνα τόσο γλυκιά
 τόσο ταπεινή 
Τόσο διακριτική 
--Κάθε μέρα πήγαινε στην Γεθσημανή και προσευχόταν στον γιό της 
να την πάρει κοντά του ...
--Αυτή η Μάννα έγινε και μάνα μας...
Ρόδο το Αμάραντο!
Ρόδο της καρδιάς μας!

<>







Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὅσο ἐμεῖς θά ψάχνουμε κάπου μακρυά,
σέ τόμους ὑψηλῆς θεολογίας,
σέ δυσπρόσιτους οὐρανούς,
καί φιλοσοφικούς στοχασμούς
τόσο ὁ Θεός θά κρύβεται στά ἁπλά,
τά ἐλάχιστα, τά μικρά, τά καθημερινά.

Στό πρωϊνό χαμόγελο, στό παιδικό τό πρόσωπο,
στό βιβλίο πού διαβάζεις,
στόν ἄνθρωπό σου π᾽ ἀγκαλιάζεις.

Στή ματιά ἐνθάρρυνσης πού ἀνταλλάζεις μέ τόν ἀδερφό σου
καί ἡ κουβέντα ἀπό καρδιᾶς μέ τή συνάδελφο σου.
Στό ἀηδόνι τῆς αὐλῆς πού κελαηδά,
στή μουσική στό ράδιο πού παίζει,
καί σ᾽ όλη τήν ὕπαρξί σου μέ τρόπο μυστήριο μιλᾶ.
Στό εὐωδιαστό λουλούδι πού μυρίζεις
καί στό βρεφικό χεράκι πού μέ συγκίνησι καί δέος, ἀγγίζεις.

Ἄς μή ψάχνουμε λοιπόν
στόν οὐρανό τόν μυστήριο ἄλλο,
γιατί ἔχει ἤδη φανερωθῆ
σέ ὅλη τήν πλάσι,
μέσα ἀπ᾽ τόν πλησίον,
τόν ἐλάχιστο ἀδερφό, τόν ἄλλον.

Ὁ Θεός εἶναι τόσο κοντά μας
πού πολύ συχνά
σκοντάφτουμε ἐπάνω Του.
Μιά ἀνάσα μακρυά μας
κι ἐμεῖς δέν παίρνουμε χαμπάρι.

Ὅπως πολύ χαριτωμένα ἔλεγε ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε,
πολλές φορές ὁ Θεός κοιμάται στό ἴδιο τό κρεββάτι μας»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/03/blog-post_6.html).


<>




Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Κάνε ἐσύ ἄν θες, τά δύσκολα,
τά ἀσκητικά, τά αὐστηρά, τά μεγάλα.
Ἀλλά μήν ἀπαιτεῖς.

Ἄσε τόν καθένα στήν ἡσυχία του.
Ἄσε τόν νά ξεκινήση ἔστω ἀπ᾽ τά λίγα,
τά ἁπλά, τά μικρά καί ταπεινά.

Κι ἔχει ὁ Θεός...

Τί όμορφο νά φέρεσαι
μέ ἐπιείκεια στόν ἄλλο,
κι ἄς εἶσαι ἐσύ ἀσκητής μεγάλος»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/05/blog-post_16.html).


<>











«“Δεῖτε τα νά περνοῦν! Εἶναι ἄγρια.
Πηγαίνουν ψηλά στά βουνά, ἐκεῖ πού τά ὁδηγεῖ ἡ ἐπιθυμία,
πηγαίνουν στά βάθη καί στίς θάλασσες, μακρυά ἀπό σκλαβιά.
Ὁ ἀέρας πού ἀνασαίνουν δέν θά χωροῦσε στούς πνεύμονές σας”,
ἔγραψε ὁ ποιητής Jean Richepin καί τραγούδησε ὁ Georges Brassens»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


«Κάποιες κουροῦνες τῆς πόλεως ἔχουν μάθη νά χρησιμοποιοῦν τήν ἀστική ζωή πρός ὄφελός τους. Ἔμαθαν, λοιπόν, νά χρησιμοποιοῦν τήν κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων καί τά κόκκινα φανάρια γιά νά σπᾶνε καρύδια! Στέκονται μέ τό καρύδι στό ράμφος ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου σταματοῦν τά αὐτοκίνητα καί περνοῦν οἱ πεζοί. Ὅταν ἀνάψη τό πράσινο φανάρι, ἀφήνουν τό καρύδι νά πέση καί νά τό πατήση κάποιο αὐτοκίνητο. Ὅταν ἀνάψη τό κόκκινο φανάρι, οἱ κουροῦνες προσγειώνονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ψίχα του —μέχρι νά ἀνάψη τό ἑπόμενο πράσινο φανάρι!»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


Ὄλγα Μανωλά: «Ἡ ἀνθρωπιά ὑπάρχει ἀκόμη φίλοι μου...
Τό πρωΐ τῆς Παρασκευῆς στό κρεοπωλεῖο μιά κυρία πολύ ταλαιπωρημένη, πῆρε τέσσερα σουβλάκια καί δύο μπουτάκια κοτόπουλο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ὁ χασάπης παρά τό ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί πελάτες στήν ἀναμονή, τῆς ἔπιασε κουβέντα γιά τήν κόρη της, ἄν βρῆκε δουλειά, δέν βρῆκε ἀκόμα καί γιά τί τάξι πηγαίνουν τά ἐγγόνια της. Ὁ ὑπάλληλός του κάπου ἔλειπε καί ἡ γυναίκα του καί ταμίας, βρῆκε τήν ὥρα νά πάη στήν τουαλέτα.
Σέ κανένα δεκάλεπτο, ὅλοι ἦταν ξανά στή θέσι τους καί μόλις πῆγε ἡ κυρία νά πληρώση, ἡ ταμίας πετάχτηκε σάν τρελή κι ἄρχισε νά χειροκροτᾶ!!!
—Κυρία Βάσω εἶστε ἡ ἑκατοστή πασχαλινή πελάτισσά μας κι ὄπως κάθε χρόνο τό κατάστημα στόν τυχερό, προσφέρει δωρεάν ἕνα πλῆρες γεῦμα πέντε ἀτόμων.
Τῆς ἔβαλε στά χέρια τρεῖς σακοῦλες γεμάτες ὅλων τῶν εἰδῶν τά κρέατα!!!
Οἱ ὑπόλοιποι πελάτες, πού μᾶλλον εἶχαν ζήσει κι ἄλλες παρόμοιες σκηνές, χειροκροτοῦσαν κι αὐτοί, φωνάζοντας συγχαρητήρια!!!
Ἡ πελάτισσα σάστισε, δάκρυα ἔτρεχαν ἀπ᾽ τά μάτια της, ψέλλισε ἕνα εὐχαριστῶ, νά εἶστε καλά τά πῆρε κι ἔφυγε.
—Πέντε ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ἀγροτική σύνταξι τοῦ ἄντρα της, μου εἶπε κοκκινίζοντας ὁ χασάπης.
Ὡραίοι ἄνθρωποι!!! Ποιός εἶπε πώς εἴμαστε τελειωμένοι;;; Ἀντέχουμε σέ πείσμα των ἐχθρών μας...». (Σαν Χάδι, fb)

<>








Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Σπετσιέρης: 

«Μιά κόρη πού λεγόταν Ἄννα ἀπ᾽ τή Νάξο ἔμενε στήν Ἀθήνα ὡς ὑπηρέτρια σέ διάφορες καλές οἰκογένειες. Τότε πού τή γνώρισα ἦταν εἴκοσι ἐτῶν.
Μία μέρα, ἐνῶ διάβαζα τόν ἐσπερινό στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, ἦρθε στήν ἐκκλησία καί μετά τόν ἐσπερινό μοῦ εἶπε:
—π. Ἰωακείμ, κινδυνεύει ἡ τιμή μου· εἶμαι ὑπηρέτρια σέ μία καλή οἰκογένεια καί ὁ ἴδιος ὁ κύριός μου ἐπιβουλεύεται τήν τιμή μου. Ἄχ! Τί νά κάνω; Νά παντρευόμουν νά ἡσυχάσω.
Τῆς λέω:
—Κάνε τρεῖς μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων.
Ἔκανε καί τῆς εἶπα:
—Προσκύνησε τήν εἰκόνα καί κάνε ἄλλες τρεῖς μετάνοιες.
Προσκύνησε καί ἔκανε καί τίς τρεῖς μετάνοιες.
Τότε τῆς εἶπα:
—Πήγαινε καί μέσα σέ δεκαπέντε μέρες θά παντρευτῆς.
Καί ἔτσι ἔγινε· δέν πέρασαν δεκαπέντε μέρες καί παντρεύτηκε μέ ἕνα καλοκάγαθο νέο πού λεγόταν Λάζαρος. Ἀπέκτησε παιδιά καί ζῆ ἀκόμη στήν Ἀθήνα μέ τά παιδιά της»(ΠΕ, 43).

<>





Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄνθρωποι πού δέν ζητοῦν τίποτε, εἶναι πάντα ἐκείνοι πού δίνουν τά περισσότερα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἴμαστε ἀνοιχτά βιβλία στά χέρια ἀγράμματων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι, κρίνουν ἀπ᾽ τό ἐξώφυλλο, χωρίς νά διαβάζουν μέσα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐαισθησία εἶναι, νά φορᾶς τά παπούτσια ὅλων καί νά μήν κρίνης τά βήματα κανενός!
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἶσαι δυνατός ὅταν ἀναγνωρίζεις τίς ἀδυναμίες σου, ὄχι ὅταν πατᾶς σέ ἄλλους ἀνθρώπους.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νομίζω ὄτι οἱ ἐξαιρετικοί ἄνθρωποι εἶναι ἐκείνοι πού ζοῦν τή ζωή μέ εὐαισθησία, πού ξέρουν πῶς νά ἀφοσιωθούν στούς ἄλλους καί ἀγαποῦν τή ζωή γιά αὐτό πού ἔχει νά προσφέρη ἡ κάθε μέρα.
Ἡ Πίστι εἶναι ἡ ἀληθινή δύναμι τῆς ζωῆς...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἐκείνοι πού ἔχουν τά καλύτερα, ἀλλά ἐκείνοι πού κάνουν τό καλύτερο ἀπό αὐτό πού ἔχουν. Ἡ ζωή δέν εἶναι γιά τήν ἐπιβίωσι τῆς καταιγίδος, ἀλλά γιά τον χορό στη βροχή!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νά εἶσαι πάντα ὁ δρόμος γιά ἐκείνους πού χάνονται καί φῶς γιά ἐκείνους πού δέν ἐλπίζουν πιά.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com





«Καταθέτω κι ἐγώ, ὡς μιά σταγόνα ἀπ᾽ τήν προσωπική μου ὀδύνη, μιά φράσι πού εἶχα νά τήν ἀκούσω καί νά τήν αἰσθανθῶ ἀπ᾽ τό θάνατο ἐνός ἄλλου μακαριστοῦ Ἐπισκόπου, ἴδιας “κοπῆς” μέ τόν μακαριστό: τοῦ Χρυσοστόμου Βούλτσου, τοῦ πρῶτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης. Εἶχαν πεῖ γιά ἐκεῖνον, τό λέω κι ἐγώ τώρα ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ σκηνώματος τοῦ Σιατίστης:
Δεσπότης, ὄχι ἀπ᾽ τό “δεσπόζω”, ἀλλά ἀπ᾽ τό “δές πῶς ζῶ”.
Παῦλος, Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης, Ὑπέρτιμος καί Ἔξαρχος Μακεδονίας: Ἕνας δεσπότης, ν᾽ ἀλλάξης ζωή»(ΜΣ).



<>





«Ἡ καρδερίνα (Παύλος Νιρβάνας)

—Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
—Πόσο τίς δίνεις, βρέ παιδί, τίς καρδερίνες; 
—Τρεῖς δραχμές, μπάρμπα. Τρεῖς δραχμές καί μ᾽ ἐγγύησι. Πάρε, ἀφέντη, νά σέ ξυπνᾶ τό πρωΐ.
—Δέν κάνει δύο δραχμές;
—Ἄν θέλης νά πάρης τή βραχνιασμένη...
Ὁ μεσόκοπος ἄνθρωπος μέ τά ξενικά ροῦχα, κάποιος πρόσφυγας ἀπό ἐκείνους, πού πλημμύριζαν τό πειραιώτικο λιμάνι, ἔβγαλε τό κομπόδεμα ἀπό τό ζωνάρι του, ἔδωσε ἕνα δίδραχμο στό παιδί καί πῆρε στά χέρια του τήν καρδερίνα.
Τήν κράτησε λιγάκι ἐλαφρά στά δάχτυλά του, τήν χάιδεψε πονετικά καί τήν κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας τό ἀνήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στά μάτια του, σάν νά ἤθελε νά τῆς πῆ κάποιο γλυκό λόγο. Ὕστερα, τινάζοντάς την ἐλεύθερη πάνω στήν παλάμη του, τήν ἄφησε νά πετάξη, κάνοντας τἄχα πώς τοῦ εἶχε ξεφύγει ἀπ᾽ τά χέρια του:
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο! Tό εἶδες ἐκεῖ!
Ἀπό μέσα του ὅμως φαινόταν καταχαρούμενος ὁ παράξενος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς, πώς αὐτό πού ἔγινε, δέν ἦταν καθόλου τυχαῖο. Ὁ ξένος, χωρίς ἄλλο, εἶχε ἀγοράσει τό πουλί, γιά νά τοῦ χαρίση τήν ἐλευθερία του. Ἄν προσπαθοῦσε νά κρύψη τό σκοπό του, τό ἔκανε ἴσως ἀπό ἐυγένεια. Καί θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς ἀκόμη, πώς ἔτσι ἦταν τό πράγμα, ἄν τόν ἔβλεπε μέ τί λαχτάρα ἀκολουθοῦσε τό φτερούγισμα τῆς καρδερίνας στόν ἐλεύθερο ἀέρα. Ἕνα φτερούγισμα τρελό, μέ μουδιασμένα φτερά, πού τήν ἔφερε στό κατάρτι ἑνός καϊκιοῦ, σαστισμένη ἀκόμη ἀπό τήν ξαφνική χαρά της.
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο, πῶς μοῦ ξέφυγε!
Ἀπό μέσα του ὅμως ἔλεγε χωρίς ἄλλο ὁ γεροντάκος:
—Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, καί μή σέ μέλει.
Δύο μορτάκια, πού ἔκαναν τό βαρκάρη ἐκεί δίπλα, πήδησαν ἀμέσως μέσα στό καΐκι:
—Νά το, νά το, πάνω στό πανί ἀκούμπησε, εἶπε τό ἕνα.
—Πέτα τό σακκάκι σου, νά τό ρίξης κάτω. Δεν βλέπεις, πώς εἶναι μουδιασμένο;, ἀπάντησε τό ἄλλο.
Ὁ ἐλευθερωτής δέν μπόρεσε νά κρυφτῆ πιά. Ὅρμησε ἄγριος στήν ἄκρη τοῦ μόλου καί φώναξε, κουνώντας τό μπαστούνι κατά τό καΐκι.
—Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας εἶναι τό πουλί; Ἐγώ τό ἀγόρασα, ἐγώ θέλησα καί τό ἄφησα. Ὁρίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θά σᾶς σπάσω τά παΐδια σας.
Καί μόνον ὅταν εἶδε τό πουλί νά τινάζη τίς φτερουγίτσες του καί νά σκίζη χαρούμενο τόν ἀέρα, μονάχα τότε πῆρε τό δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
—Μά, βέβαια, μέσα στήν ἐλευθερία γεννήθηκαν· ποῦ νά ξέρουν τί θά πῆ σκλαβιά!



<>





Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι μικρές αγάπες μέσα από τις οποίες φθάνουμε στη μεγάλη Αγάπη. Τον Χριστό.  Για να γίνει κάνεις χριστιανός πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει μα γίνει ποιητής. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν όμως δεν έχει κανείς εσωτερική Χάρι δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο. Ο πνευματεμφόρος, αυτός που έχει το Πνεύμα του Θεού προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τα ακούει. Βλέπει τα πουλιά την πέτρα την πεταλούδα... περνάει από κάπου, αισθάνεται το κάθε τι, ένα άρωμα για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα. Στις πεταλούδες στις μέλισσες κ.τ.λ. Η Χάρις τον κάνει μα είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα. Κι εγώ στην αρχή ήμουν "χοντρός" (στο πνεύμα), δεν καταλάβαινα. Μετά ο Θεός μου έδωσε την Χάρι. Τότε όλα άλλαξαν. Αυτό έγινε αφού άρχισα την υπακοή. 

— Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991)


<>





«Καλοκαίρι 2012. Στίς ὄχθες μιᾶς μεγάλης λίμνης τῆς Γερμανίας πολύς κόσμος προσπαθῆ νά χαρῆ τή δροσιά μιᾶς θάλασσας στά νερά τῆς λίμνης. Ἀνάμεσά τους μιά οἰκογένεια, τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ἔχει ἑλληνική καταγωγή.
Νέος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος μέ τή φώτισι τοῦ Θεοῦ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος πρίν λίγα χρόνια στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βαρνάκοβας. Πῆρε τή Χάρι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κι ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐπρόκειτο νά ζήση μιά ζωντανή ἐμπειρία τῆς θείας Βοηθείας καί προστασίας τοῦ Χριστοῦ.
Τά παιδάκια του, ὅταν ἔρχονταν στήν Ἑλλάδα, παρακολουθοῦσαν μέ ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον τόν παπποῦ, ὅταν μέ πολλή εὐλάβεια στεκόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι καί προσευχόταν. Τότε πήγαιναν κι αὐτά κοντά του καί ἐμιμοῦντο ὅ,τι ἔκανε ὁ παπποῦς. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἀρκεῖτο σ᾽ αὐτό, ἀλλά τά ἐνημέρωνε γιά τήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί τά δίδασκε πῶς πρέπει νά προσεύχωνται.
Τήν ἡμέρα πού ἔγινε τό ἐξιστορούμενο γεγονός, ὁ πατέρας πῆρε τό ἕνα ἀγοράκι του ἐπάνω σ᾽ ἕνα κανό καί ἀπομακρύνθηκαν στά βαθειά τῆς λίμνης. Τόσο βαθειά πῆγαν, πού διέκριναν τήν ἀπέναντι δασωμένη ἀλλά καί ἀπόκρημνη ὄχθη τῆς λίμνης.
Τότε, σέ μιά στιγμή ἔσπασε τό μοναδικό κουπί τοῦ κανό! Ταράχτηκε ὁ πατέρας καί προσπάθησε νά βρῆ μιά λύσι, νά δέση κάπως τό κουπί. Δέν ὑπῆρχε, ὅμως, τίποτε. Μόνο ἕνα καρδόνι πού εἶχε τριγύρω στή μέση του, ὄχι πολύ χοντρό. Μέ αὐτό ἄρχισε τήν προσπάθεια νά δέση τό κουπί. Ἀπελπισμένη προσπάθεια, ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά κάνη.
Τό ἀγοράκι κατάλαβε τόν κίνδυνο καί γονάτισε στό μικρό κοίλωμα τοῦ κανό, ἔκρυψε τό προσωπάκι του στά χέρια του καί ἄρχισε νά προσεύχεται! (Εὐπρόσδεκτη ἀπ᾽ τό Θεό παιδική προσευχή!) Κάποια στιγμή τό παιδάκι σταμάτησε νά προσεύχεται καί λέει στόν πατέρα του μέ σοβαρότητα:
—Μπαμπά, μήν στενοχωριέσαι! Ὁ Χριστούλης μοῦ εἶπε πώς θά μᾶς βοηθήση!
Πράγματι τό δεμένο μέ τό κορδόνι κουπί δέν ἔσπασε παρά 20 μέτρα ἀπ᾽ τήν ἀκτή! Ὁλοφάνερη ἡ θεία ἐπέμβασι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ!»(ΠΒ).

<>





«Ἕνας ταξιτζής διηγεῖται ἕνα σπάνιο περιστατικό πού τοῦ συνέβη μέ πελάτη του. Ἦταν ἀπόγευμα, ἕνα ἀπ᾽ τά συνηθισμένα πολυτάραχα ἀπογεύματα στό κέντρο τῆς ἀθήνας. Ὁ κόσμος οὐρά στή στάσι τῆς Ὀμονοίας τῶν ΤΑΞΙ.
—Κουκάκι, παρακαλῶ!...
—Εὐχαρίστως, τοῦ ἀπαντῶ.
Αὐτός ἦταν ὅλος ὁ διάλογος μέχρι τέλους τῆς διαδρομῆς, διότι τό ὕφος καί ὁ τρόπος δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο συζητήσεως. Στό ὕψος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου (Γαργαρέτας) καί ἐπί τῆς ὁδοῦ Βεΐκου κατέβηκε, καί λίγα μέτρα πιό κάτω ἕνα ἄλλο χέρι μέ τό χαρακτηριστικό νεῦμα μέ σταματάει.
Ἦταν νεαρός ὁ καινούργιος μου ἐπιβάτης 25-27 ἐτῶν περίπου, μετρίου ἀναστήματος καί κρατοῦσε μιά βαλίτσα.
Τοποθετώντας ἐγώ τά πράγματά του στό “πόρτ-μπαγκάζ”, ὁ νεαρός κάθησε στή θέσι τοῦ συνοδηγοῦ.
Καί μέ μιά ποιητική ἔκφρασι, πού σπάνια χρησιμοποιοῦσα κατά τό παρελθόν: “Σάν βγεῖς στόν πηγαιμό γιά τήν Ἰθάκη, νά εὔχεσαι νά ᾽ναι μακρύς ὁ δρόμος σου, μεγάλο τό ταξίδι”, ὑπονοούσα: “γιά ποῦ πᾶμε;”.
—Ναι, φίλε μου, γιά τήν Ἰθάκη, ὅμως ὄχι γιά τό νησί, ὅπως θά φαντάστηκες, ἄλλα γιά τό ἀποτοξινωτικό κέντρο “Ἰθάκη”..., ἦταν ἡ ἀπάντησι πού γιά λίγα δευτερόλεπτα μέ ἄφησε ἄναυδο.
—Στό σταθμό Λαρίσης στά τραῖνα, παρακαλῶ..., συμπληρώνει.
Ἦταν ἀναπάντεχη πράγματι ἡ ἀπάντησι τοῦ νεαροῦ ἐπιβάτη μου, διότι τίποτε ἀπ᾽ τά ἐξωτερικά του γνωρίσματα (ματιά, ὕφος, ἐνδυμασία, συμπεριφορά) δέν πρόδιδε τό ἐπάρατο πάθος τῆς ναρκομανίας του.
Ἕνα πλῆθος συναισθημάτων, (πόνου, λύπης, συμπάθειας, ἀγάπης...), διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο μέσα μου, ἕνα δυνατό σφίξιμο στήν καρδιά μου πού τήν ἔκανε νά κινῆται ἄτακτα μέσα στό στῆθος μου, ἕνα δάκρυ κύλησε στά μαγουλά μου γιά τό κατάντημα τοῦ ἀδελφοῦ μου, γιά τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ μου.
Προσπάθησα νά συγκρατηθῶ, διότι ἤθελα καί νά μάθω κάτω ἀπό τί συνθήκες ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε, ἐπειδή εἶμαι καί ἐγώ πατέρας μέ παιδιά στά πρόθυρα τῆς ἐφηβείας.
Ἀφοῦ ἀλληλοσυστηθήκαμε, παρακάλεσα τόν Παῦλο, ἄν δέν τοῦ ἔκανε κακό τό φρεσκάρισμα τέτοιων γεγονότων καί ἄν δέν τόν κούραζε, νά μοῦ ἔλεγε λίγα πράγματα γύρω ἀπ᾽ τή ζωή του καί ἀπό τό πάθος του.
Με προθυμία ἀνταποκρίθηκε στήν παράκλησί μου καί τόν εὐχαριστῶ.
“Κατ᾽ ἀρχήν ἔχω νά πᾶρω δύο μῆνες ἀπ᾽ αὐτό τό δηλητήριο καί νοιώθω ὅπως ὅλοι οἰ ἄνθρωποι οἰ φυσιολογικοί. Δέν ἔχω καμμία ἐπιθυμία γιά νά τό ξαναβάλω στό αἷμα μου καί αὐτό τό ὀφείλω ὄχι σέ κάποια προσπάθεια δική μου, ἄλλα ἐξ ὁλοκλήρου στή θαυμαστή δύναμι τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, ἀλλά θά σοῦ τά πω ἀπ᾽ τήν ἀρχή ἀφοῦ τόσο πολύ τό θέλεις.
Γεννήθηκα καί μέχρι ὀκτώ ἐτῶν μεγάλωσα στήν Ἀθήνα καί συγκεκριμένα στό Κουκάκι ἐκεῖ πού μέ πῆρες. Εἶμαι μοναχοπαίδι καί οἰ γονεῖς μου μέ ἀγαποῦν παθολογικά, χωρίς νά μοῦ χαλοῦν κανένα χατίρι.
Σέ ἡλικία λοιπόν ὀκτώ ἐτῶν, μαζί μέ τούς γονεῖς μου φύγαμε γιά τήν Ἀμερική γιά καλύτερη ζωή. Οἰ γονεῖς μου μέ τή βοήθεια τῶν συγγενῶν μου ἐκεῖ ἔπιασαν δουλειά καί ἐγώ πήγαινα στό σχολεῖο.
Μεγαλώνοντας, ὅμως, μεγάλωναν μαζί μου καί οἰ παράλογες ἐπιθυμίες μου καί τά “βίτσια” μου. Ἔμπλεξα λόγῳ χαρακτήρα εὔκολα μέ ἄσχημες παρέες καί πολύ γρήγορα δοκίμασα τή μαριχουάνα καί τό χασίς.
Περνώντας ὁ καιρός καί τά χρόνια δέν μέ ἱκανοποιούσαν τά ἐλαφρά ναρκωτικά οὔτε ἐμένα οὔτε καί τήν παρέα μου. Τό ρίξαμε, λοιπόν, ὅλοι στά σκληρά ναρκωτικά, πού τά βρίσκαμε στό ἴδιο περιβάλλον καί μέ τήν ἴδια εὐκολία, ὅπως καί τά ἐλαφρά. Αὐτά, ὅμως, ἦταν ἀκριβά κι ἐγώ δέν ἐργαζόμουν.
Στήν ἀρχή ἔκλεβα ἀπό τίς τσέπες καί τά πορτοφόλια τῶν γονιῶν μου. Ὅταν, ὅμως, μέ τόν καιρό εἶχα ἀνάγκη ἀπό μεγαλύτερες δόσεις καί σέ σημεῖο πού ἔγινα ἀντιληπτός ἀπ᾽ τούς γονεῖς μου, τότε μέχρι καί πού τούς ἔδερνα γιά νά τούς τά παίρνω. Ἡ κατάστασί μου ἦταν δραματική τό καταλάβαινα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω πίσω μέ τίποτε.
Οἱ γονεῖς μου μέ ἔτρεχαν σέ γιατρούς καί σέ ψυχολόγους μήπως καταφέρουν κάτι, ἄλλα τίποτε, κανένα φῶς ἀπό πουθενά, μερικοί καί μάλιστα διακεκριμένοι ἐπιστήμονες τούς ἔλεγαν, ὅτι ἄν δέν ἀλλάξω σύντομα περιβάλλον, λίγος εἶναι ὁ καιρός τῆς ζωῆς μου.
Στό διάστημα αὐτό καί καθώς ἤμουν μόνος μου στό σπίτι σέ κατάστασι ἀπελπισίας, ἐμφανίζεται μπροστά μου ἕνας παράξενος ἐπισκέπτης πού γιά πρώτη φορά τόν ἔβλεπα.
Ἦταν μέτριος στό ἀνάστημα, εἶχε στρογγυλά καί πολύ μεγάλα μάτια πού περιστρεφόντουσαν, εἶχε μαύρο καί δασύ τρίχωμα, τοῦ ὀποίου τό μῆκος θά ξεπερνοῦσε τά δεκαπέντε ἐκατοστά.
Ἐπίσης εἶχε κέρατα καί οὐρά. Εἶχε μία τρανταχτή σταθερή φωνή καί φοβερή πειθώ πού δέν σοῦ ἄφηνε περιθώρια γιά ἀντιρρήσεις.
Ἄρχισε νά ἀπαριθμῆ τή ζωή μου ἀπό τότε πού γεννήθηκα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή μέ κάθε λεπτομέρεια κι᾽ἐγώ ἀπλώς ἔλεγα: “Ναι”.
—Ὅλα τά ἔχεις ἀπολαύσει, μου λέει στό τέλος, τίποτε δέν σοῦ μένει πιά, παρά ναρθῆς μαζί μου...
Τοῦ ἀπαντώ:
—Πῶς;
—Θά πάρης τό αὐτοκίνητο, μοῦ λέει, καί θ᾽ ἀκολουθήσης τόν τάδε δρόμο, θά τρέξης μέ τόσα μίλια (δέν θυμάμαι τόν ἀριθμό) κι ἐκεῖ θά σέ περιμένω ἐγώ...
Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν εὐθύς γιά πολλά μίλια καί σέ κάποιο σημεῖο εἶχε μιά ἐλαφρά στροφή, ὥστε ὅσοι ἔτρεχαν μέ ὑπερβολική ταχύτητα ἔβγαιναν ἔκτος δρόμου καί προσέκρουαν σ᾽ ἕνα μανδρότοιχο πού δέν γλύτωναν.
Εἶχα ἀκούσει γιά πολλά ἀτυχήματα στό σημεῖο ἐκεῖνο κατά τό παρελθόν. Ἔκανα ὅπως ἀκριβῶς μου εἶπε καί κατέληξα κι ἐγώ στόν μανδρότοιχο.
Τό αὐτοκίνητο ἔγινε σχεδόν ἀγνώριστο κι ἐμένα μ᾽ ἔβγαλαν μέ μικροτραύματα. Ἀφοῦ μοῦ προσέφεραν τίς πρῶτες Βοήθειες, πῆγα στό σπίτι μου.
Πέρασαν δέκα ἡμέρες περίπου ἀπ᾽ τό ἀτύχημά μου καί ἐμφανίζεται στό σπίτι μου, στήν κουζίνα αὐτή τή φορά, ὄ ἴδιος παράξενος ἐπισκέπτης.
Μιά γκριμάτσα δυσφορίας στό ἄγριο καί ἐπιβλητικό πρόσωπό του· ἕνα κούνημα τῆς κεφαλῆς πρός τά πίσω· καί ἡ ἴδια χαρακτηριστική φωνή του μοῦ λέει:
—Τίποτε δέν κατάφερες.
Καθόμουν καί τόν κοίταζα σάν ἀπολιθωμένος καί μόλις πού κατάφερα νά τόν ρωτήσω:
—Τί νά κάνω;
—Τώρα θά πάρης τρεῖς φορές δόσι ἀπ᾽ αὐτό πού παίρνεις καί θά ἔρθης σίγουρα μαζί μου.
Ἐξαφανίστηκε αὐτός καί δέν ἀναρωτήθηκα, οὔτε πῶς μπῆκε στό σπίτι οὔτε ποιός ἦταν.
Ἔβαλα σέ ἐφαρμογή ἀμέσως τό σχέδιο.
Ἑτοίμασα τό ὑλικό στήν σύριγγα κι ἔψαξα νά βρῶ μέρος στό κατάσπαρτο ἀπ᾽ τά τρυπήματα σῶμα μου. Ἡ δόσι ἦταν μεγάλη κι ἔπεσα ἀμέσως ἀναίσθητος.
Καθώς βρισκόμουν σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, βλέπω ἕνα ψηλό μέ ράσα μέ μαῦρο σκουφί πού στό μέτωπό του ἦταν χαραγμένος Σταυρός.
—Μη φοβᾶσαι, μοῦ εἶπε, θά γίνης καλά καί ὅταν ἐπιστρέψης στήν Ἑλλάδα, νά ἔρθης στό σπίτι μου· εἶμαι ὁ Ἐφραίμ...
Σηκώθηκα σάν νά μήν εἶχα πάρει ἐντελῶς ἀπ᾽ αὐτό τό καταραμένο δηλητήριο. Ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά φύγω γιά τήν Ἑλλάδα καί μόλις τό εἶπα στή μητέρα μου ἀπόρησε καί τό θεώρησε θαῦμα, διότι πολλές φορές προσπάθησαν νά μέ διώξουν ἀπ᾽ αὐτό τό περιβάλλον καί δέν τά κατάφερναν.
Ἐξιστόρησα στή μητέρα μου τά ὅσα μοῦ εἶχαν συμβεί καί θέλησε νά μέ συνόδευση στό ταξίδι μου.
Ὅταν ἤρθαμε στήν παλαιά μου γειτονιά, πήγαμε στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας ἐκεῖ καί ἀπ᾽ αὐτόν ἔμαθα, ποιος ἦταν αὐτός ὄ παράξενος ἐπισκέπτης καί τί ζητοῦσε ἀπό μένα.
Ἦταν ὁ διάβολος καί ζητοῦσε τήν ἀθάνατη ψυχή μου.
Εὐχαριστώ τό Θεό μέσα ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα καί νήστεψα, ὁ ἰερέας μέ κοινώνησε σέ δεκαπέντε μέρες.
Ὅταν εἶδα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἐφραίμ τῆς Ν. Μάκρης, θυμήθηκα ὅτι αὐτός ἦταν πού μέ γλύτωσε ἀπ᾽ τό φοβερό μου πάθος.
Πῆγα στή Ν. Μάκρη κι ἔκανα Λειτουργία κι εὐχαρίστησα τόν Ἅγιο.
Τώρα πηγαίνω σ᾽ αὐτό τό ἴδρυμα, γιά νά ξεφύγω λίγο ἀπό τόν κόσμο καί νά σιγουρευτῶ, ὅτι δέν τό ἀποζητῶ”.
Κ. Σ., Ἀθήνα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Κουβεντιάζεις γιά ὅλα, γιά τά γίδια, γιά τά χωράφια, γιά τά λεφτά, γιά τίς καταθέσεις, γιά τίς παντρειές καί τά διαζύγια...
Γιά τό Χριστό δέν μιλᾶς.
Τό νά μήν μιλᾶς γιά τό Χριστό, πού σοῦ δίνει τό φῶς, τόν ἀέρα, τό ψωμί, τά πάντα, εἶναι ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Φωτεινή μιλοῦσε γιά τό Χριστό, ἔτσι νά μιλᾶς καί ἐσύ γιά αὐτόν.
Νά μιλᾶς μέσα στό σπίτι.
Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάζη φώναξε τήν γυναῖκα καί τά παιδιά σου καί μίλα τους γιά τό Χριστό.
Πᾶρε καί διάβασε τό Εὐαγγέλιο.
Θά πεθάνης μιά μέρα καί ὅλα θά τά ξεχάσουν τά παιδιά καί τά λεφτά καί τά πλούτη.
Ἕνα δέν θά ξεχάσουν ποτέ.
Ὅτι τούς μιλοῦσες γιά τό Χριστό.
Δέν θά ξεχάσουν ποτέ τή μάνα, τόν πατέρα καί τή γιαγιά πού τούς μιλοῦσαν γιά τό Χριστό.!
Δημήτριος Παναγόπουλος, Ἱεροκήρυξ+»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>






«Πρίν ἀπό πολλά χρόνια στή Ρωσία οἰ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ἐλεύθερα ὅσο ψωμί ἤθελαν.
Τήν ποσότητα τοῦ ψωμιοῦ, πού ἔπρεπε νά πάρουν, τήν ὅριζε τό κράτος ἀνάλογα μέ τά μέλη τῆς κάθε οἰκογένειας.
Ἔτσι στόν καθένα ἀντιστοιχοῦσε ἕνα “κουπόνι ψωμιοῦ” καί μέ αὐτό τό κουπόνι μποροῦσε νά πάρη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο τήν ποσότητα ψωμιοῦ, πού τοῦ ἀναλογοῦσε.
Στήν πόλι Λένινγκραντ —σήμερα ἡ πόλι αὐτή λέγεται Ἁγ. Πετρούπολι— ζοῦσε μιά εὐσεβής γυναῖκα, ἡ Ἐλισάβετ Ἐφίμοβνα Χμελέβα.
Μέ τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ της μποροῦσε κάθε μέρα νά ἀγοράζη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο 400 γραμμάρια ψωμί.
Τό 1941, στόν Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τό Λένινγκραντ πολιορκήθηκε ἀπ᾽ τούς Γερμανούς γιά 900 ἡμέρες, δηλαδή γιά δυόμιση περίπου χρόνια.
Ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τά τρόφιμα γίνανε δυσεύρετα καί τά κουπόνια τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσαν στά χέρια τους οἰ κάτοικοι, ἦταν πιά ἄχρηστα.
Μιά μέρα ἡ Ἐλισάβετ ἄδικα προσπάθησε γυρνώντας ὁλόκληρη σχεδόν τήν πόλι νά βρῆ λίγο ψωμί.
Οἱ διαδόσεις πώς τάχα σέ “κάποια” γειτονιά “κάποιος” φοῦρνος εἶχε βρεῖ ἀλεύρι κι ἔψησε ψωμί ἀποδείχτηκαν πώς ἦταν ὅλες ψεύτικες.
Ἡ γυναῖκα γύρισε ἀργά τό βράδυ ἀπελπισμένη, ταλαιπωρημένη καί νηστική στό σπίτι της.
Ἡ στεναχώρια της ἦταν πολύ μεγάλη.
Ἔβγαλε τό κουπόνι ἀπ᾽ τήν τσάντα της καί κρατώντας το στά χέρια ἔστρεψε τά δακρυσμένα μάτια της στό εἰκονοστάσι καί κοίταξε τόν Ἅγ. Νικόλαο.
Δέν μπόρεσε ἀπ᾽ τή λύπη της νά τοῦ μιλήση τήν ὥρα ἐκεῖνη.
Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά σηκωθῆ καί νά βάλη τό ἄχρηστο ἐκεῖνο κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσε, στό μικρό, στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν, πού βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τήν εἰκόνα.
—Ἄς τό φυλάξω, σκέφτηκε, ἴσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.
Ἔτσι, κουρασμένη καί ἐξαντλημένη ὅπως ἦταν, ἔπεσε ἄμέσως νά κοιμηθῆ.
Τήν ἄλλη μέρα ἕνα ἁπαλό σκούντημα στήν πλάτη της τήν ἔκανε νά ξυπνήση ἀπ᾽ τόν βαθύ της ύπνο.
—Ἐλισάβετ, ἄκουσε τή γειτόνισσά της, τή Μάσα, νά τῆς μιλάη.
—Μάσα, πῶς μπῆκες στό σπίτι;, ρώτησε ἡ γυναῖκα.
—Ἡ ὥρα κοντεύει ἐννέα καί, σάν εἶδα πώς δέν ἄνοιξες τό κουρτινάκι σου ἀπ᾽ τό παράθυρο πού βλέπει στό δρόμο, σκέφτηκα μήπως ἤσουν ἄρρωστη καί ἤρθα νά σέ δω. Χτύπησα πολλές φορές τό χερούλι τῆς πόρτας, μά δέν μου ἀπάντησες.
Κόλλησα τό αὐτί μου πάνω της καί δέν ἄκουσα τόν παραμικρό θόρυβο.
Τότε πῆρα τήν ἀπόφασι νά μπῶ στό σπίτι.
—Ἔκανες σάν καλή γειτόνισσα. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ καί σηκώθηκε ἀπ᾽ τό κρεββάτι.
Κάθισε καί θά βάλω τό σαμοβάρι στή φωτιά γιά νά πιοῦμε τό τσάι μας.
Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐλισάβετ ἔστρεψε τό βλέμμα της στό τραπέζι καί εἶδε ἄξαφνα πάνω στό ὑφαντό τραπεζομάντηλο ἕνα μικρό φραντζολάκι ἴσαμε τετρακόσια γραμμάρια φρέσκο ψωμί.
—Μάσα, ποῦ βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ἔκπληκτη ἡ Ἐλισάβετ στή γειτόνισσά της.
Ἡ Μάσα, πού τήν ὥρα ἐκείνη εἶχε πλησιάσει τό παράθυρο καί τραβοῦσε τό κουρτινάκι γιά νά μπῆ τό πρωϊνό φῶς, γύρισε σαστισμένη τό κεφάλι της καί κάρφωσε τά μάτια στό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν πάνω στό τραπέζι.
—Ἕνα φραντζολάκι ψωμί, εἶπε σαστισμένη καί πλησίασε ἀργά, σάν μαγεμένη ἀπ᾽ τήν εἰκόνα πού ἀντίκριζαν τά μάτια της.
—Μά πές μου, Μάσα, πού βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ξανά τρελή ἀπ᾽ τή χαρά της ἡ Ἐλισάβετ.
—Ἐγώ πού βρῆκα τό ψωμί;
Ἐσύ θά μοῦ πῆς πού τό βρῆκες γιά νά τρέξω μέ τό κουπόνι μου νά πάρω κι ἐγώ.
—Μά τί λές, Μάσα!
Ἐγώ χθές μάτωσα τά πόδια μου γυρίζοντας ὅλο τό Λένινγκραντ ψάχνοντας νά βρῶ σέ φοῦρνο ψωμί.
Οἱ δύο γυναίκες, δίχως ν᾽ ἀγγίζουν τό ξεροψημένο φραντζολάκι, ἔσκυψαν ἀπό πάνω του καί κλείνοντας τά μάτια τους μύρισαν τό ὑπέροχο ἄρωμά του.
—Ἄν λες ἀλήθεια πώς τό ψωμί αὐτό δέν τό πῆρες μέ τό κουπόνι σου, τότε νά μοῦ τό δείξης γιά νά πειστῶ, εἶπε ἡ Μάσα.
—Νά! Ἐδῶ τό ἔχω βάλει! Στάσου μιά στιγμή καί θά σοῦ τό δείξω!
Αὐτά εἶπε τρέμοντας ἀπό συγκίνησι ἡ Ἐλισάβετ κι ἀπλώνοντας τό χέρι της πῆρε τό στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν ἀπ᾽ τό εἰκονοστάσι καί τό ἀκούμπησε πάνω στό τραπέζι, δίπλα στό μικρό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ .
Ἡ Μάσα ἔσκυψε μ᾽ ἀγωνία ἀπό πάνω του καί, καθώς τό καπάκι ἄνοιξε, ἐκεῖνη ἔμεινε μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα νά κοιτάζη τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν διπλωμένο κι ἀκουμπισμένο δίπλα σ᾽ ἕνα λεπτό κεράκι.
Οἱ δυό γυναῖκες κοιτάχτηκαν ἔκπληκτες κι ἔπειτα μηχανικά γύρισαν τά μάτια τους καί κοίταξαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου στό μικρό εἰκονοστάσι.
—Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ.
Τό ψωμί μοῦ τό ἔφερε ὁ Ἅγ. Νικόλαος.
—Ναί! Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, ψέλλισε σαστισμένη μά μέ σιγουριά καί ἡ Μάσα.
—Ζοῦμε ἕνα θαῦμα, Μάσα, ἕνα θαῦμα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ κι ἔκανε τό σταυρό της.
—Ἐλισάβετ, εἶπε συγκινημένη ἡ Μάσα. Σέ παρακαλῶ ἄφησέ με νά βάλω κι ἐγώ τό κουπόνι μου μέσα στό κουτί μέ τά κεριά. Ποῦ ξέρεις;
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος μπορεί νά λυπηθῆ τά παιδιά μου καί νά φέρη καί σέ μᾶς ψωμί.
—Τρέξε καί φέρε τό κουπόνι σου, εἶπε μέ χαρά ἡ Ἐλισάβετ. Φέρε το καί θά προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο νά κάνη καί πάλι τό θαῦμα του.
Ἡ Μάσα σάν ἀγέρας πῆγε καί γύρισε στό σπίτι κρατώντας σφιχτά στή χούφτα της τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού εἶχε γραμμένο πάνω του:
Οἱ γυναῖκες ἔβαλαν στό κουτί τῶν κεριῶν τά δυό κουπόνια καί τό ἐπέστρεψαν στή θέσι του, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου.
Τήν ἄλλη μέρα, μέ τό πού ξημέρωσε, ἡ Ἐλισάβετ βρῆκε πάνω στό τραπέζι της ἕνα ζεστό, φρεσκοψημένο φραντζολάκι 400 γραμμαρίων, ἐνῶ ἡ Μάσα ἕνα καρβέλι ψωμί 800 γραμμαρίων.
Τό νέο σάν ἀστραπή μαθεύτηκε στήν γειτονιά καί τό κουτί τῶν κεριῶν τοῦ Ἁγ. Νικολάου γέμισε ἀπό κουπόνια τόσα, πού δέν ἔκλεινε πια τό καπάκι του.
Κι ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ ψωμάς κάθε πρωΐ ἄφηνε πάνω στό τραπέζι τους τό ψωμί, πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα σύμφωνα μέ τό κουπόνι του.
Κι ἐτοῦτο τό θαῦμα κράτησε ὅσο καί ἡ πολιορκία τοῦ Λένινγκραντ, 900 ὁλόκληρες ἡμέρες, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια.
Ἡ ὄμορφη αὐτή πραγματική ἱστορία βρίσκεται μεταξύ ἄλλων ἐννέα αὐτοτελῶν παρόμοιων ἱστοριῶν στό βιβλίο τῆς κ. Ἄννας Ἰακώβου: Ὅταν Γελάει ὁ Οὐρανός 2»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Σέ μιά διακοπή συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στό λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρό πού φοροῦσε κι αὐτός στό λαιμό του καί μοῦ εἶπε:
—Αὐτός ὁ σταυρός μοῦ ἔσωσε τή ζωή. Χωρίς αὐτόν θά ἤμουν ἤδη ἀπ᾽ τό χειμώνα τοῦ 1943 νεκρός. Ἦταν ἡ περίοδος, κατά τήν ὁποῖα ὄποιος ἔπεφτε στά χέρια τῶν Γερμανῶν καί ὁδηγεῖτο στό ἄντρο τῶν βασανιστῶν τους, στήν ὀδό Μέρλιν, δέν ἔφευγε ἀπό αὐτό παρά γιά τό νεκροταφεῖο.
Ἐκεῖνη τήν ἐποχή συνελήφθηκα καί ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπό ἕνα ἀνώτατο ὑπάλληλο τοῦ Δήμου Πειραιῶς —ὄργανο τῶν Γερμανῶν— καί ἕνα Δήμαρχο Συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιῶς ὡς Γενικός εἰσαγγελεύς τῶν Κομμουνιστῶν, διότι καί τούς δύο αὐτούς κυρίους συνέλαβα γιά καταχρήσεις τροφίμων, ἀπό ἐκεῖνα πού προορίζόνταν γιά τούς πεινασμένους.
Ἡ ἄρνησι, τήν ὁποία ἀντέτασσα σέ κάθε “κατηγορῶ”, ἐξαγρίωνε τούς ἀνακριτές μου.
Ἔτσι παραδόθηκα σέ βασανιστήρια. Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου μου ὁδηγήθηκα σ᾽ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο.
Σέ αὐτό ὑπέστην τά πάνδεινα. Παρήλασαν καί πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησε ὅλες τίς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγά-σιγά ἄρχισα νά αίσθάνωμαι ὅτι σέ λίγο θά ἔμενα νεκρός ἐκεῖ.
Μετά τούς γιγαντοσώμους βασανιστές, μέ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής.
Σέ μιά στιγμή ἔξαλλος μέ ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια ἀπ᾽ τό λαιμό καί ἄρχισε νά τόν σφίγγη. Ἔνοιωσα ὅτι θά πέθαινα ἀπό ἀσφυξία.
Διέθεσα ὄσες δυνάμεις εἶχα καί ἀπαλλάχτηκα ἀπ᾽ τά χέρια του. Ἀμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τό πουκάμισό μου, τό στῆθος. Ἤθελα νά ἀναπνεύσω. Δέν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει.
Τήν ἴδια ὅμως στιγμή ἀντίκρισα τόν βασανιστή μου νά γίνεται χλωμός. Ἔγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καί ἀπό τόν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νά σηκώση τά χέρια του καί δέν τό κατόρθωνε.
Ἄρχισε τότε νά κλαίη...
Ναί, νά κλαίη τρομαγμένα καί σαν μικρό παιδί!
Ἔπειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στό στήθος μου καί... φίλησε αὐτόν ἐδῶ τό σταυρό!
Ὁμολογώ ὅτι δέν πίστευα στά μάτια μου γιά ὅσα ἔβλεπα.
Σέ λίγο φώναξε καί τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μέ αὐτό ἔπλυνε μόνος του, μέ τά χέρια του, πού τώρα κινοῦνταν, τίς πληγές μου καί ἀφοῦ μέ κάθισε σέ μιά καρέκλα νά συνέλθω ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψη μέ ἀρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στούς ὁποίους ἀφηγήθηκε τά ἑξῆς:
—Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό στῆθος του, ἔλαμψε στά μάτια μου σαν ἀστραπή αὐτός ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καί ἡ λάμψι σχημάτισε ἕνα φλογερό “Nein” (ὄχι). Τώρα πού ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται κοντά στούς πιστούς.
Ἔπειτα ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μου εἶπε:
—Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μου προσφέρετε αὐτό τό σταυρό γιά νά μέ προφυλάσση ἀπ᾽ τήν ἄδικη κρίσι. Ὄχι ἀπ᾽ τό θάνατο, διότι δέν τόν φοβοῦμαι. Ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος... Δέν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς στό Θεό. Διότι ἄν πίστευα...
Καί σταμάτησε ἀπότομα τή φράσι.
—Ἔτσι, ἀγαπητέ μου, σώθηκα ἀπό βέβαιο θάνατο χάρις στήν πίστι μου, κατέληξε ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου.
Σύγχρονα Θαύματα καί εὐεργετικές ἰδιότητες τοῦ Τιμίου Σταυρού: Ὁ σταυρός τοῦ κ. εἰσαγγελέως (Ν. Καπιτσόγλου, “Θαύματα πού γίνονται σήμερα”, περ. Κιβωτός, ἀρ. 21/Σεπτέμβριος 1953, σελ. 347)»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν δεκαπέντε χρόνια.
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).

<>


«Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.
 Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Γιά νά πάρη τό πτυχίο του ἔπρεπε νά περάση τήν κρατική ἐξέτασι τοῦ μαθήματος “Ἀθεΐα”. Τό ἐπέβαλλε τό καθεστώς. Ὁ νεαρός εἶχε τότε τό δικαίωμα νά διαλέξη τόν καθηγητή, (ἡ ἐξέτασι ἦταν πάντα προφορική).
 Διάλεξε, λοιπόν, ἕνα πού τοῦ φάνηκε κάπως συμπαθής. Ὅταν πῆγε νά ἐξεταστῆ τοῦ δήλωσε ὀρθά-κοφτά ὅτι δέν πιστεύει σέ αὐτές τίς ἀθεϊστικές θεωρίες καί δέν πρόκειται νά ἀπαντήση σέ καμμία σχετική ἐρώτησι.
—Μπορῆτε νά μέ κόψετε, εἶπε στόν καθηγητή.
—Βέβαια καί θά σέ κόψω, ἀλλά πρῶτα πές μου, τί θά κάνhς. Σπούδασες πέντε χρόνια καί ἀποφασίζεις νά μήν πάρης τό πτυχίο σου; Κρίμα δέν εἶναι;
—Δέν πειράζει, ἀπάντησε ὁ νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίησι, φιλία... ὅλα αὐτά θά μέ βοηθῆσουν νά τό ξεπεράσω. Σέ καμμία περίπτωσι, ὅμως, δέν θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ αὐτό πού δέν πιστεύω.
—Δικό σου τό πρόβλημα.
—Τώρα μεταξύ μας (ὁ νεαρός χαμήλωσε τή φωνή του) ἐσεῖς στ᾽ ἀλήθεια πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπ'  τόν πίθηκο; Δηλαδή, οἱ πρόγονοί μας πού ἔχυσαν τόσο αἷμα γιά νά υπερασπιστοῦν τήν πίστι ἦταν ἀνόητοι;
Ὁ καθηγητής χαμογέλασε.
—Πολύ θαρραλέος εἶσαι καί αὐτό τό 2 πού θά σοῦ βάλω τώρα (δηλαδή σέ κόβω) εἶναι μόνο γιά τό θάρρος σου. Στό καλό νά πᾶς.
Ὁ καθηγητής ἔγραψε τό βαθμό στό φοιτητικό βιβλιάριο τοῦ νεαροῦ, ὅπως συνήθιζαν τότε καί συνέχισε τήν ἐξέτασι ἄλλων φοιτητών. Ὁ νεαρός ἔφυγε. Κάθισε σ᾽ ἕνα καφενεῖο πικραμένος. Ἄνοιξε τό φοιτητικό του βιβλιάριο. Αὐτό πού εἶδε ἦταν ἀπίστευτο. ὁ καθηγητής, τοῦ εἶχε βάλει 20... Ἄριστα...!!!
Γ.Π.
Σημείωσι: Τό περιστατικό τό διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, πού ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στό Παν/μιο Ἰωαννίνων.
Ὁ ἀντίπαλος καί ὁ ἀντίθεος ὄχι μόνο βαθμολογεῖ μέ ἄριστα τό θάρρος τῆς ὁμολογίας ἀλλά καί τό θαυμάζει καί τόν πείθει»(https://proskynitis.blogspot.com/2012/02/20.html).




<>







Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

68. «Μοῦ εἶπε μιά μέρα ὁ Ἀπόστολος:
—Γέροντα Πορφύριε, βρίσκεσαι σέ τέτοια ἡλικία* [ὑπ.: Ὁ Γέροντας βρισκόταν στήν ἡλικία τῶν 85 ἐτῶν.] καί κάνεις ἀκόμα σχέδια γιά τό μοναστήρι;
Τοῦ ἀπάντησα:
—Ἐγώ εἶμαι αἰώνιος. Καί ὅλοι ἔτσι πρέπει νά νοιώθουμε, νά ἐργαζώμαστε ὡς ἀθάνατοι καί νά ζοῦμε ὡς ἑτοιμοθάνατοι»(ΓΠ, 584).

69. «Τήν ἄνοιξι τοῦ 1995, ἡ πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Παν/μίου τοῦ Βελιγραδίου Ἑλένη Κωνσταντουλάκη ἀπ᾽ τά Χανιά τῆς Κρήτης μοῦ διηγήθηκε τό ἀκόλουθο περιστατικό, τό ὁποῖο ἐπιβεβαίωσε καί συμπλήρωσε τό ἑπόμενο ἔτος ἡ ἐκ Σερβίας φοιτήτρια τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν Ντράγκανα Σίμιτς. Κοντά στήν περιοχή τοῦ Novi Sad ὑπάρχει ἡ γνωστή γυναικεία ἱερά μονή τοῦ Jazak (ἐπισκοπή Srem). Ἡ μονή αὐτή διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο τό χειμῶνα τοῦ 1983, ὅταν τό ἀθεϊστικό καθεστώς τῆς περιόδου ἐκείνης, ἰσχυρό ἀκόμη, ἐπιχείρησε νά τή διαλύση, ρίχνοντας δηλητήριο στό ὑδραγωγεῖο της. Τίς ἡμέρες αὐτές τηλεφώνησε ἐπειγόντως στή γερόντισσα τῆς μονῆς ὁ π. Πορφύριος· τήν ἐνημέρωσε μέ κάθε λεπτομέρεια γιά τό ἐξοντωτικό αὐτό σχέδιο, πού εἶχε ἀρχίσει νά ἐφαρμόζεται, καί τήν συμβούλευσε νά ἀναζητήσουν σέ ἄλλη περιοχή νερό γιά τήν ὑδροδότησι τοῦ μοναστηριοῦ. Μάλιστα δέ τῆς ὑπέδειξε τήν κατάλληλη πηγή, πού ὑπῆρχε σέ γειτονικό δάσος. Ἔκτοτε τό μοναστήρι ὑδρεύεται ἀπ᾽ τήν περιοχή αὐτή.
Ὁ Γέροντας ποτέ δέν εἶχε ἐπισκεφθῆ τή Σερβία. Ἐντούτοις, τή στιγμή αὐτή, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, βρισκόταν ἐκεῖ. Ἐνῶ τηλεφωνοῦσε ἀπ᾽ τόν Ὠρωπό, ταξίδευε μέ πνευματικό τρόπο χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά, στήν περιοχή τοῦ Srem, στήν καρδιά τῆς Σερβίας. Ἐκεῖ ἔβλεπε τά πάντα, γνώριζε καί περιέγραφε μέ κάθε λεπτομέρεια τήν περιοχή αὐτή»(ΓΠ, 63).

70. «Οἱ ἐκλεκτοί εἶναι ὅσοι θέλουν, οἱ μή ἐκλεκτοί ὅσοι δέν θέλουν»(ΗΒ, 120).

71. «Ἕνας Ἰνδός εἶπε σέ ἕναν ἰθαγενῆ ἱεραπόστολο:
—Εἶμαι βέβαιος ὅτι, ἄν διάγω μιά καλή ζωή καί πράττω τό ὀρθό, ἐγκαταλείποντας τίς κακές μου συνήθειες, ὁ Θεός θά εἶναι εὐχαριστημένος μέ ἐμένα καί θά μέ λάβη στόν οὐρανό.
Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος, κατά τόν ὁποῖο σκέπτονται σήμερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι. Ὁ ἱεραπόστολος ἀπάντησε ὡς ἑξῆς:
—Γνωρίζεις τόν Ἀθάνατο, τό δένδρο ἐκεῖνο μέ τά μακρά φύλλα καί τά μυτερά ἀγκάθια. Ὑπόθεσε, τώρα, ὅτι κόβεις ἀπ᾽ τά φύλλα του ἑκατό ἤ περισσότερα ἐλεεινά ἀγκάθια· τό δένδρο αὐτό θά παύση νά εἶναι Ἀθάνατος, ἐπειδή τοῦ ἔκοψες τά ἀγκάθια; Βεβαίως ὄχι. Ὑπόθεσε ὅτι ἐπιτυγχάνεις κατά τό φαινόμενον νά ἀποβάλης τή μία ἤ τήν ἄλλη, ἤ ἀκόμη καί πολλές ἀπ᾽ τίς κακές συνήθειές σου· καί ἄν ἀκόμη τό κατορθώσης, θά ἐξακολουθήσης νά εἶσαι ἕνα ἄγριο δένδρο, δηλαδή ἕνας κακός ἄνθρωπος. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσης μιά ἐντελῶς καινούργια φύσι, νά γίνης ἕνας νέος ἄνθρωπος, γιά νά εὐαρεστήσης τό Θεό· καί μόνο ὁ Χριστός μπορεῖ νά σοῦ δώση μιά καινούργια καρδιά.
Ἡ ἀπάντησι τοῦ ἱεραποστόλου ἦταν σωστή καί σύμφωνη μέ τίς Γραφές. Τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, τό πρῶτο καί μοναδικό μήνυμά Του πρός τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς μετανοίας»(ΣΖ, 12).

72. Ἀναφέρει ὁ C. H. Spurgeon: «Ξέρω ὅτι ὑπάρχει μιά συκοφαντία κατά τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, τό ὅτι κάνει τούς ἀνθρώπους δυστυχεῖς, ἀλλά μεγαλύτερη παρεξήγησι ἤ χαμερπέστερο ψέμα δέν ἐμφανίσθηκε ποτέ τόν κόσμο. Ἐπειδή δέν μποροῦμε νά φερώμαστε μέ ἐλαφρότητα ἤ νά ἁμαρτάνουμε μέ θράσος ἤ νά θεωροῦμε καύχημα τό ὅτι εἴμαστε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτό μᾶς νομίζετε δυστυχισμένους! Ἄ, κύριοι, πολύ σωστά λέει ὁ Σολομώντας: “Ξένος δέν συμμετέχει τῆς χαρᾶς μας”(Πρμ 14, 10) καί ὁ Κύριός μας μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι τή χαρά μας “οὐδείς αἴρει ἀφ᾽ ἡμῶν”(Ἰω 16, 22). Ἐπιτρέψτε μας νά σᾶς ὑπενθυμίσουμε ὅτι, ὅπως λέει ἡ λαϊκή παροιμία, “τά ἥσυχα νερά ἔχουν βάθος”. Τό ρυάκι πού κάνει κρότο, καθώς τρέχει πάνω ἀπ᾽ τίς πέτρες, ξεραίνεται τό καλοκαίρι, ἀλλά τό βαθύ ποτάμι τρέχει, εἴτε εἶναι ἀνομβρία εἴτε καύσωνας, καί γλιστρᾶ σιωπηλά δίπλα στά λιβάδια. Δέν μιλᾶμε τόσο δυνατά γιά τίς χαρές μας ὅπως κάνετε ἐσεῖς γιά τίς διασκεδάσεις σας, γιατί δέν ὑπάρχει λόγος νά τό κάνουμε· οἱ δικές μας ζοῦν καί στή μοναξιά καί στήν παρέα. Δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾽ τή συντροφιά σας, γιά νά μᾶς κάνετε εὐτυχισμένους, καί πολύ λιγότερο χρειαζόμαστε τίς διάφορες συνοδεῖες, στίς ὁποῖες στηρίζεται ἡ εὐτυχία σας· δέν μᾶς χρειάζεται οὔτε τό ποτήρι οὔτε ἡ ἑορτή οὔτε τό βιολί οὔτε ὁ χορός, γιά νά μᾶς κάνουν εὐτυχισμένους. Ἡ εὐτυχία μας δέν ἔγκειται σέ περαστικά κτίσματα, ἀλλά στόν αἰώνιο, τόν ἀμετάθετο Δημιουργό. Ξέρω πώς, ὅτι κι ἄν πῶ, αὐτή ἡ συκοφαντία θά ἐπιζῆ ἀπό γενεά σέ γενεά: “Ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι δυστυχισμένοι ἄνθρωποι”. Ἀλλά, τουλάχιστον, ἄς ἔχουμε καθαρή τή συνείδησί μας, ὥστε νά εἶσθε ἀναπολόγητοι, ἄν πιστεύσετε πάλι ἕνα τέτοιο πρᾶγμα. Ἔχουμε χαρά· ἔχουμε ἀπολαύσεις, καί εἶναι τέτοιες, πού δέν ἀποχωριζόμαστε οὔτε ἕνα γραμμάριο ἀπ᾽ τίς δικές μας, γιά νά πάρουμε τόννους ἀπ᾽ τίς δικές σας· δέν δίνουμε οὔτε μιά σταγόνα τῆς χαρᾶς μας γιά ποτάμια τῶν ἀπολαύσεών σας. Οἱ δικές μας δέν εἶναι ψεύτικες καί ἐπιδεικτικές οὔτε ζωγραφιστές χαρές, ἀλλά στερεές πραγματικότητες. Οἱ δικές μας εἶναι χαρές, τίς ὁποῖες μποροῦμε νά πάρουμε μαζί μας στό κρεβάτι μας, στό σιωπηλό χῶμα, χαρές πού θά κοιμηθοῦν μαζί μας στόν τάφο καί πού θά ξυπνήσουν μαζί μας στήν αἰωνιότητα, χαρές τίς ὁποῖες μποροῦμε νά ἀναπολοῦμε καί νά ξαναζοῦμε ἀναδρομικά, χαρές τίς ὁποῖες μποροῦμε νά προαισθανώμαστε καί ἑπομένως νά τίς ξέρουμε καί ἐδῶ καί στήν ἄλλη ζωή. Οἱ δικές μας δέν εἶναι φοῦσκες, πού γυαλίζουν καί ὕστερα σπᾶνε, δέν εἶναι μῆλα τῶν Σοδόμων, πού γίνονται στάκτη μόλις τά πιάσουμε· οἱ ἀπολαύσεις μας εἶναι οὐσιαστικές, πραγματικές, ἀληθινές, στερεές, διαρκεῖς, αἰώνιες! Τί ἄλλο περισσότερο νά σᾶς πῶ; Βγάλτε ἀπ᾽ τά μυαλά σας αὐτή τήν πλάνη. Εὐφροσύνη καί ἀληθινή θρησκεία εἶναι ἑνωμένες, ὅπως ἡ ρίζα καί τό ἄνθος· ἀδιαίρετες, ὅπως ἡ ἀλήθεια καί ἡ βεβαιότητα· εἶναι δύο πολύτιμα κοσμήματα, πού ἀστράπτουν τό ἕνα δίπλα στό ἄλλο σέ χρυσό σκελετό»(ΕΚ, 6).

73. «Τά πουλιά τοῦ Θεοῦ κελαϊδοῦν καλύτερα μέσα στό κλουβί, καί οἱ αἶνοι τοῦ Θεοῦ βγαίνουν καλύτερα ἀπ᾽ τό καμίνι τῆς θλίψεως, παρά κι ἀπ᾽ αὐτή ἀκόμη τήν κορυφή τοῦ ὄρους τῆς ἐπικοινωνίας. Μοῦ φαίνεται ὅτι εἴμαστε ἔτσι φτιαγμένοι, ὥστε, ἄν ὁ Θεός δέν σφίξη τίς χορδές τῆς καρδιᾶς μας μέ τόν πόνο καί τή θλῖψι, ποτέ δέν Τοῦ δίνουμε γλυκιά μουσική. Εἶναι, ὅμως, δύσκολο, πολύ δύσκολο, γιά ἕναν ἄνθρωπο, ὅταν κάθετί γήινο ὑποχωρῆ, νά λέη: “Ἄν καί ἡ συκιά δέν βλαστήση... καί τά χωράφια δέν δώσουν τροφή... καί δέν ὑπάρχουν βόδια στούς σταύλους, ἐγώ, ὅμως, θά εὐφραίνωμαι στόν Κύριο, θά χαίρω στό Θεό τῆς σωτηρίας μου”(Ἀββ 3, 17-18)»(ΕΚ, 22).



75. «Δέν φθάνει, Θεέ μου, νά γονατίζουμε μπροστά Σου, νά τραγουδᾶμε ὕμνους στό ὄνομά Σου καί νά προσευχώμασθε μέ  ὅλη μας τήν καρδιά, ἐάν θέλουμε νά εἴμασθε “τέλεια” παιδιά Σου;
Κύριε, μή ζητᾶς 
ν᾽ ἀγαπᾶμε αὐτούς τούς ὁποίους δέν θέλουμε ν᾽ ἀγαπᾶμε, 
ν᾽ ἁπλώσουμε τά χέρια μας σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν ἀποτραβηχθῆ, 
νά πλησιάσουμε αὐτούς πού μᾶς πληγώνουν μέ τά λόγια τους ἤ τίς πράξεις τους, 
νά σταθοῦμε δίπλα σ’ ὅσους μᾶς ἀπορρίπτουν καί νά βάλουμε τήν πρώτη πέτρα στή γέφυρα τῆς συγγνώμης.
Εἶναι πιό εὔκολο νά εἴμασθε παιδιά Σου, παρά νά γονατίσουμε μπροστά Σου καί νά Σέ λατρέψουμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά. 
Γι᾽αὐτό σοῦ ζητᾶμε, οὐράνιε Θεέ μας, νά μᾶς μάθης πῶς νά ἀγαπᾶμε μέ τό δικό Σου τρόπο, ἔτσι πού νά γίνουμε παιδιά Σου σέ αὐτό τόν κόσμο!»(ΙΣ, 81).

76. Ἀναφέρει κάποιος Χριστιανός: «Καί ἄν ἤμασταν ἐλεύθεροι νά ἔχουμε τίς ἀπολαύσεις σας, δέν θά τίς θέλαμε. Ἄν μπορούσαμε νά πᾶμε στόν οὐρανό καί νά ζοῦμε τή ζωή τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, δέν θά διαλέγαμε τό δικό τους δρόμο καί συμπεριφορά. Θά ἦταν κόλασι γιά μᾶς τό νά ὑποχρεωθοῦμε νά ἁμαρτήσουμε, κι ἄν ἀκόμα ἡ ἁμαρτία ἔμενε ἀτιμώρητη. Καί ἄν μπορούσαμε νά ἔχουμε τό μεθύσι σας, ἄν μπορούσαμε νά ἔχουμε τίς ἐπιθυμίες σας, ὦ, ἀσεβεῖς, ἄν μπορούσαμε νά ἔχουμε τά γλέντια σας καί τή χαρά σας, δέν θά τά θέλαμε. Τό νά μή τά θέλουμε, δέν εἶναι γιά μᾶς αὐταπάρνησι. Περιφρονοῦμε τήν εὐθυμία σας, τήν ἀποστρεφόμαστε καί τήν καταπατοῦμε.
—Δέν μπορῶ νά καταλάβω, εἶπε κάποτε ἕνας ἄνθρωπος σ᾽ ἕνα ψάρι, πῶς συμβαίνει νά ζῆς πάντα στό κρύο στοιχεῖο· ἐγώ δέν θά μποροῦσα νά ζήσω ἐκεῖ μέσα. Θά πρέπη νά εἶναι μεγάλη αὐταπάρνησι γιά ἐσένα νά μήν περπατᾶς στούς ἀσφαλτοστρωμένους δρόμους, νά πηδᾶς καί νά φωνάζης.
—Ἄ, ἀπαντᾶ τό ψάρι, δέν εἶναι αὐταπάρνησι γιά μένα τό νά ζῶ ἐδῶ μέσα· εἶναι τό στοιχεῖο μου· δέν ἔχω ποτέ τόν πόθο νά πάω πουθενά ἀλλοῦ, γιατί δέν μοῦ ἁρμόζει. Ἄν μέ ἔβγαζαν ἔξω ἀπ᾽ τό στοιχεῖο μου θά πέθαινα, ἐκτός καί μέ ξανάφερναν γρήγορα, κι ὅσο τό γρηγορότερο τόσο τό καλύτερο.
Ἔτσι καί ὁ πιστός, αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό φυσικό του στοιχεῖο. Δέν ξεφεύγει ἀπ᾽ τό Θεό του ἤ ἀπ᾽ τό θέλημα καί τήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου του· κι ἄν ἀπομακρυνθῆ γιά ἕνα διάστημα, ὅσο γρηγορότερα ἐπιστρέψη, τόσο τό καλύτερο. Ἄν πέση σέ κακή παρέα, εἶναι δυστυχισμένος καί ἄθλιος, ὥσπου νά ξαναβγῆ ἀπό ᾽κεῖ μέσα. Μήπως εἶναι αὐταπάρνησι γιά τό περιστέρι, πού δέν τρώει θνησιμαῖα; Ὄχι, γιατί τό περιστέρι δέν εὐχαριστεῖται στό αἷμα· καί ἄν μποροῦσε, δέν θά ἤθελε νά φάη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δῆ μερικά γουρούνια κάτω ἀπό μιά βελανιδιά νά ἀπολαμβάνουν τά βελανίδια τους, καί νά γρυλλίζουν ἀπό ἱκανοποίησι, μήπως ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, ὅταν περάση, χωρίς νά λάβη μέρος στήν πανδαισία τους; Ὄχι, βέβαια! Γιατί ἔχει καλύτερο ψωμί στό σπίτι του, τό ὁποῖο μπορεῖ νά φάη, καί τό φαΐ τῶν γουρουνιῶν δέν εἶναι γλύκισμα γι᾽ αὐτόν. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν πιστό· ἡ θρησκεία του εἶναι γι᾽ αὐτόν εὐφροσύνη, εἶναι ἱκανοποίησι, κι ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἀποφεύγει καί δέν γυρίζει νά τό κοιτάξη, εἶναι γι᾽ αὐτόν πολύ ἀσήμαντη αὐταπάρνησι. Τά γοῦστα του ἔχουν μεταβληθῆ, οἱ ἐπιθυμίες του ἄλλαξαν. Εὐφραίνεται στό Θεό του, καί ἡ καρδιά του ἀπολαμβάνει κάθε ἱκανοποίησι!»(ΕΚ, 11).

77. «Ὁδήγησέ με, Ἰησοῦ, στό πηγάδι τοῦ Εὐαγγελίου Σου, γιά νά Σέ ἀναγνωρίσω, Κύριε τῆς χαρᾶς καί νά Σοῦ προσφέρω τήν πίστι μου.
Ὁδήγησέ με στό πηγάδι τοῦ Εὐαγγελίου Σου, ἔτσι πού, κοντά Σου, νά μπορῶ νά γευθῶ τή χαρά τῆς γνώσεώς Σου, Θεέ μου, καί τό κουράγιο νά ἀναγνωρίζω τούς ἄλλους σάν ἀδέλφια μου.
Ἔτσι πού νά μπορῶ νά τούς προσφέρω τή φιλοξενία μου σάν ἕνα δροσιστικό ποτήρι κρύο νερό κάτω ἀπό τόν καλοκαιριάτικο ἥλιο. Ἔτσι πού νά μπορῶ νά ξεπλύνω τήν περιφρόνησι τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ζωγραφίσει στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μου. Ἔτσι πού νά μπορῶ νά καλοδεχθῶ δῶρα ἀπ᾽ τά μικρότερα καί πιό παραμελημένα ἀπό τά ἀδέλφια μου, πού δέν θά μποροῦσαν ποτέ πρίν νά τά προσφέρουν, γιατί κανείς ποτέ δέν τούς τό ζήτησε. 
Ὁδήγησέ με, Κύριε, στό πηγάδι τοῦ Εὐαγγελίου Σου, ἔτσι πού νά μπορῶ νά βρῶ τό ζωντανό νερό τοῦ Εὐαγγελίου»(ΙΣ, 93).

78. «Ὁ βασιλιάς Πύρρος ἔστειλε κάποτε ἕνα πρέσβη του, ὀνόματι Κυνέα, στούς Ρωμαίους. Λέγεται ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔμαθε τά ὀνόματα ὅλων τῶν Ρωμαίων συγκλητικῶν καί προεστῶν μέσα σέ μιά μέρα, ὥστε, ὅταν ἔφθασε στή Ρώμη, μποροῦσε νά ἀπευθύνεται στόν καθένα ἀπ᾽ αὐτούς ὀνομαστικά»(ΔΜ, 59).
Κι ἐμεῖς εἴμασθε στή μνήμη τοῦ Θεοῦ.

79. Ὁ λοχαγός Τζών Ράεν, κατά τήν ἀπόβασι στή Νορμανδία «ἔτρεξε πρός τόν ἀσυρματιστή του, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἦταν ταμπουρωμένος στά βράχια, τρέμοντας ἀπό φόβο. Ἀντί νά τοῦ φωνάξη, ὁ Ράεν τοῦ ζήτησε ἤρεμα νά τόν βοηθήση νά βγάλη τό σωσίβιό του καί ὁ φαντάρος, ξεχνώντας τό φόβο του εἶπε: “Βεβαίως, Λοχαγέ μου”. Σηκώθηκε, τοῦ τό ἔκοψε καί προχώρησε νά κάνη τή δουλειά του»(ΠΣ, 214).
Ἀπόσπασι.

80. «Σπορέα ζωντανῶν καρδιῶν, σπορέα τρυφερότητος, σπορέα κουράγιου, σπορέα ἐξυπηρετήσεως, σπορέα προσευχῆς, σπορέα φωτός, Κύριε σπεῖρε μέσα μας!
Σπορέα δώρων, σπορέα συγχωρήσεως, σπορέα πίστεως, σπορέα χαρᾶς, σπορέα ζωῆς, σπορέα τῶν Μακαρισμῶν, Κύριε, σπεῖρε στίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων!
Ἀκόμα κι ἄν εἴμαστε σκληροί σάν τήν πέτρα, νά εἶσαι ὑπομονετικός μαζί μας! Τά λόγια Σου θά καταφέρουν νά περάσουν ἀπ᾽ τίς στενές σχισμές τῆς πέτρας πού εἶναι ἡ καρδιά μας καί θά γίνουν τεράστια δεμάτια τῆς ἀγάπης Σου!»(ΙΣ, 99).

81. Κατά τό Β´ Παγκ. Πόλεμο. «Μίλησε μέ ἕνα τραυματισμένο στρατιώτη, τόν ὁποῖο μετέφεραν μέ φορεῖο. Ὁ Συνταγματάρχης Μάτσετ τόν ρώτησε:
—Στρατιώτη, ποῦ σέ κτύπησαν;
Ἐκεῖνος εἶπε:
—Κύριε, μέ κτύπησαν καί στά δυό μου τά πόδια, ἀλλά θά γίνω καλά καί θά ξαναβρῶ τούς δικούς μου στή μάχη.
Αὐτή τή γενναιότητα μετέφερε ὁ Μάτσετ στό Ναύαρχο Χόλ καί στό Στρατηγό Gerow ἀργότερα ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα»(ΠΣ, 217).

82. Ἀναφέρει ὁ Ἀναστ. Βιστωνίτης: «Μοῦ εἶπαν πώς Genghis Khan σημαίνει, κατά πᾶσα πιθανότητα, “κυρίαρχος τοῦ κόσμου”. Δέν εἶχα φαντασθῆ πώς μιά ζωή μπορεῖς νά πολεμᾶς μόνο καί μόνο γιά νά ἀποδείξης τήν ἀλήθεια τοῦ ὀνόματός σου»(ΑΒ, 226).

83. «Τό σκάκι εἶναι σάν τή ζωή: ὅταν τελειώση τό παιχνίδι, ὅλα τά πιόνια —καί τά στρατιωτάκια καί οἱ βασιλιάδες καί οἱ βασίλισσες— ἐπιστρέφουν στό ἴδιο κουτί!»(ΣΝ, 500).

84. Σημειώνει ἡ Agnes Heller: «“Ἄν στήν κατασκευή ἑνός χαρακώματος πεθάνουν 10.000 Ρωσίδες ἀπό κόπωσι, αὐτό μέ ἐνδιαφέρει μόνο στό βαθμό πού τό χαράκωμα εἶναι ἕτοιμο γιά τούς Γερμανούς”(Himmler).
“Αὐτοί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά τραφοῦν, νά στεγασθοῦν καί νά χρησιμοποιηθοῦν ἔτσι ὥστε μέ τήν ἐλάχιστη δαπάνη νά ἔχουν τή μέγιστη ἀπόδοσι”(Sauckel).
“Ὁ διοικητής τοῦ στρατοπέδου τοῦ Janowska, ὁ ἀρχηγός τοῦ γενικοῦ ἐπιτελείου Willhaus, συνήθιζε κανονικά, γιά σπόρ καί γιά τήν ψυχαγωγία τῆς γυναίκας του καί τῆς κόρης του, νά πυροβολῆ μ’ ἕνα αὐτόματο ὅπλο ἀπ’ τό μπαλκόνι τοῦ γραφείου του τούς κρατουμένους πού δουλεύανε στά συνεργεῖα. Καμμιά φορά ἔδινε τό ὅπλο στή γυναῖκα του καί πυροβολοῦσε κι αὐτή. Ἄλλοτε πάλι, γιά νά διασκεδάση τήν ἐννιάχρονη κόρη του, ὁ Willhaus ἔδινε διαταγή νά πετοῦν στόν ἀέρα παιδιά ἀπό δύο ὥς τεσσάρων χρόνων, ἐνῶ αὐτός πυροβολοῦσε. Ἡ κόρη χειροκροτοῦσε καί φώναζε: ῾Μπαμπᾶ᾽, κι ἄλλο! Καί αὐτός τό ἐπανελάμβανε”.
Αὐτά τά τρία ἀποσπάσματα τά πῆρα ἀπ’ τό ὑλικό τῆς δίκης τῆς Νυρεμβέργης»(ΕΕ, 215).

85. Στή Δανείαχα τῆς Τραπεζοῦντος «ἦταν ἕνα εὐλογημένο παλληκάρι, περίπου εἴκοσι ἐτῶν.
Στολισμένο μέ πολλές ἀρετές καί μάλιστα μέ τήν καθαρότητα καί τήν ἁγνότητα.
Ἀπέφευγε τίς παρέες καί τίς βλαβερές συναναστροφές, ἦταν ἐργατικός καί προκομμένος. 
Δυστυχῶς, οἱ γείτονες, ἀντί νά ἐκτιμήσουν τά πλούσια χαρίσματά του, τόν φθόνησαν, ἐπειδή τά παιδιά τους δέν ἦταν ἔτσι.
Ἀποφάσισαν λοιπόν οἱ δυστυχεῖς νά τοῦ κάνουν κακό.
Συνεννοήθηκαν καί μιά μέρα πού ἦσαν στό καφενεῖο δύο-τρεῖς γείτονες, προσκάλεσαν τόν περαστικό νέο γιά κέρασμα.
—Ἔλα νά πάρης ἕνα ποτό.
—Εὐχαριστῶ, δέν πίνω, ἀπάντησε σεμνά τό παλληκάρι.
Αὐτοί ὅμως ἐπεμεναν φορτικά.
Γιά νά μήν τούς προσβάλη, ὁ ἁγνός νέος τελικά ὑποχώρησε.
Κάθησε ἀνυποψίαστος. Ἤπιε τό ποτό. 
Κάτι ὅμως εἶχαν ρίξει μέσα.
Σύντομα βυθίσθηκε σέ μιά βαθειά νάρκη.
Ἀμέσως οἱ φθονεροί γείτονες τόν μετέφεραν σ’ ἕνα κακόφημο σπίτι.
Ἔδωσαν ἀρκετά χρήματα στή γυναῖκα, μέ τήν ἐντολή νά τοῦ ἀφαιρέση τήν ἁγνότητα.
Σέ λίγο ὁ νέος ἄρχισε νά συνέρχεται.
Καί τό ὄργανο τοῦ πονηροῦ προσπαθεῖ νά ἐπιτύχη τό σκοπό του.
Δέν ἐπέτρεψε ὅμως ὁ Κύριός μας.
Ὅπως προστάτεψε τόν πάγκαλο Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο, ἔτσι καί τώρα σκεπάζει τό γνήσιο δοῦλο Του.
Τό παλληκάρι, μέσα στήν ὁμίχλη ἀκόμη τοῦ ναρκωτικοῦ, φωτίζεται.
Αἰσθάνεται τό μεγάλο κίνδυνο.
Καί προτιμᾶ ἡρωϊκά τήν ὁποιαδήποτε σωματική κάκωσι, ἀκόμη καί τό θάνατο, παρά τόν ψυχικό ὄλεθρο.
Ἀμέσως φεύγει τήν ἁμαρτία καί πηδάει ἀπ’ τό παράθυρο, ἀψηφώντας τό ὕψος.
Ὁ Θεός τόν φυλάει. Δέν παθαίνει τίποτε.
Τρέχει στό σπίτι του. Φθάνει σέ κακό χάλι.
Ἀγωνία. Ὑψηλός πυρετός.
Σύντομα παρουσιάζεται φυματίωσι, καλπάζουσα.
Σέ δύο μῆνες ἔσβησε.
Ἄφηνε τό μάταιο τοῦτο κόσμο πάνω στό ἄνθος τῆς ἡλικίας του.
Ἕνας πραγματικός Μάρτυς τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγνότητος.
Τίς τελευταῖες στιγμές του ἤδη ἐπικοινωνεῖ μέ τόν οὐράνιο κόσμο.
Ὁπτασίες καί ὁράματα.
—Ἔρχονται! Ἔρχονται νά μέ πάρουν!
Ἡ οἰκογένειά του βυθίσθηκε στό πένθος.
Ἔχασαν τόσο πρόωρα ἕνα τόσο ἄξιο καί χαριτωμένο παιδί.
Ὁ πατέρας του μαράζωσε ἀπ’ τή στενοχώρια. Σέ τρία χρόνια πέθανε.
Ἄνοιξαν τόν τάφο τοῦ παιδιοῦ, γιά νά γίνη ἐκταφή καί νά βάλουν τόν πατέρα.
Τί ἔκπληξι ὅμως τούς περίμενε!
Τό δεξί του χέρι, ἀπ’τόν ἀγκώνα καί κάτω, ἄφθορο!
Ἦταν πολύ ἐλεήμων»(ΓΔ, 29).

86. Ἱεροψάλτης Ἀριστείδης Παναγιωτίδης: «Ἡ γιαγιά τῆς μητέρας μου [στόν Πόντο] ὀνομαζόταν Εὐθυμία καί ἀπ’ τίς πολλές ἐλεημοσύνες ἁγίασε τό δεξί της χέρι. Εἶναι σάν τό κερί πού μοσχοβολάει.
Ἔκλειναν τίς πόρτες νά μήν δίνη καί αὐτή ἡ εὐλογημένη ἔδινε ἀπ’ τό παράθυρο.
Στή μεγάλη πεῖνα, λένε, ἔκανε ὁλόκληρα καζάνια φαγητό καί τάιζε τά ὀρφανά πού κινδύνευαν νά πεθάνουν πάνω στά πεζοδρόμια.
Ἀργότερα πού εἶχε γεράσει πλέον, καθόταν μέσα στό μπαξέ της καί μάζευε μῆλα, ἀπίδια, κορόμηλα καί καΐσια καί τά ἔριχνε στό ποταμάκι πού περνοῦσε δίπλα ἀπ’ τόν κῆπο της καί μουρμούριζε: “τώρα κάτω στόν κάμπο οἱ θεριστάδες θά καίγωνται ἀπ’ τή ζέστη. Θά παίρνουν ἀπ’ αὐτά καί θά δροσίζωνται...”»(ΓΔ, 41).

87. Πολλοί ἀκοῦν τό Χριστός Ἀνέστη πρίν τίς 12 καί μετά φεύγουν. Αὐτό, ὅμως, «ἦταν ὁ πρόλογος τῆς Ἀναστάσεως, ἦταν τά “ὀρεκτικά” πρίν τό κυρίως πιάτο πού εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Εἶναι σάν νά περιμένη ἡ νύφη τό Νυμφίο της (Γαμπρό) ἀπό τίς 10 ὥς τίς 12 καί μόλις αὐτός φαίνεται ἀπό μακρυά αὐτή νά σηκώνεται καί νά φεύγη ἀπ’ τήν Ἐκκλησία»(ΜΝ, 9).

88. Κάποιος βασιλιάς «πρόσταξε νά κατασκευάσουν τέσσερα ξύλινα κιβώτια. Τά δύο τά χρύσωσε ἀπ’ ἔξω, μέσα ὅμως, τά γέμισε μέ ὀστά πεθαμένων καί τά κλείδωσε. Τά ἄλλα δύο τά γέμισε μέ πολύτιμες πέτρες, χρυσάφι, διαμάντια, μαργαριτάρια καί ἀρώματα. Ἔξω ὅμως, τά ἔβαψε μέ πίσσα. Τότε ρώτησε τούς ἄρχοντες, τί ἀξία εἶχαν αὐτά τά κιβώτια. Αὐτοί τίμησαν τά χρυσά, τά δέ μαῦρα ἀπ’ τήν πίσσα τά καταφρόνησαν. Τότε ὁ Βασιλιᾶς τούς ἔλεγξε λέγοντάς τους:
—Δέν πρέπει σάν ἀνόητοι και ἄφρονες νά κρίνετε τό φαινόμενον, ἀλλά νά ἐκτιμᾶτε τό ἀπόκρυφο. Καί ἄνοιξε τά κιβώτια πού ἦταν χρυσωμένα ἀπ’ ἔξω καί βγῆκε δυσωδία καί βρώμα ἀνυπόφορη. Τότε τούς λέει:
—Ἔτσι εἶναι ὅσοι φοροῦν λαμπρά καί πολύτιμα ροῦχα. Ἀπ’ ἔξω μέν ὑπερηφανεύονται γιά τόν πλοῦτο τους, μέσα τους ὅμως, εἶναι γεμάτοι ἀπό πονηρά καί βρωμερά ἔργα.
Ὅταν μετά ἄνοιξε τά δύο κιβώτια πού ἦταν ἀλειμένα μέ πίσσα, τότε βγῆκε λάμψι καί εὐωδία ἀμέτρητη καί εἶπε πάλι σ’ αὐτούς:
—Αὐτά τά μαῦρα κιβώτια μοιάζουν μέ ἐκείνους τούς ταπεινούς, οἱ ὁποῖοι φοροῦν ροῦχα ἄχρηστα, σχισμένα καί βρώμικα καί τούς ὁποίους καταφρονήσατε, ἀνόητοι. Ἐπειδή βλέπετε μόνο τό ἐξωτερικό σχῆμα τους καί τό ταπεινό ντύσιμό τους, τό ἐσωτερικό τους ὅμως, δέν σκέφτεστε τί πολύτιμο εἶναι. Γι’ αὐτό νομίσατε ὅτι προσβλήθηκα, ἐπειδή προσκύνησα ἐκείνους τούς ταπεινούς [ἀσκητές, τούς ὁποίους εἶχε συναντήσει τήν προηγουμένη μέρα].
Ἀλλά ἐγώ κατάλαβα μέ τούς νοητούς ὀφθαλμούς μου, τήν ἀξία τους καί τήν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς τους»(ΜΝ, 132).


90. Ἡ ὁσία Σοφία «μέ τόν καιρό ἀνέπτυξε μιά θερμή φιλική σχέσι ἰδίως μέ τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ. Τά συμπονοῦσε: ἔπαιρνε ψωμί καί στάρι μαζί της καί τά ἔρριχνε στό δρόμο, γιά νά τρῶνε, ὅπως ἔλεγε μέ ζεστασιά, “τά πουλία τοῦ Θεοῦ... Τά πουλία τοῦ Θεοῦ...”.
Εἶχε μιά σουπιέρα μεγάλη ἔβαζε μέσα νερό καί ξερά ψωμιά νά μαλακώσουν.
Καθόταν ἐκεῖ στό καλδερίμι, στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας κάτω, χωρίς νά στρώση τίποτε, μέ τή σουπιέρα δίπλα...
Τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατέβαιναν στό κεφάλι της, στήν πλάτη της, τριγύρω στή σουπιέρα.
Εἶχαν μάθει καί μαζεύονταν νά φᾶνε τό ψωμάκι, νά πιοῦνε τό νεράκι...
Καί ἐκείνη χαμογελοῦσε καί πλέοντας σέ πελάγη εὐτυχίας, ἔλεγε:
—Δόξα νά ᾽χης, Θεέ μου!... Ἔστειλες τά πουλία νά ξεδιψάσουν καί νά φᾶνε... Δόξα Σοι, Κύριε!
Κάποτε, κατέβηκε στήν Ἐκκλησία μέ μιά εὐλογημένη ψυχή, γιά νά προσκυνήσουν καί νά προσευχηθοῦν.
—Μοῦ εἶπε ἡ Γερόντισσα νά ἀρχίσω τή Μικρή Παράκλησι καί ἐκείνη πῆγε μέσα στό Ἱερό νά ἀνάψη τό καντήλι. Καθώς προσευχόμασταν, ξαφνικά μπαίνουν ὁρμητικά ἀπ’ τήν πόρτα καί τά παράθυρα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ! Πετοῦσαν πάνω μας, μᾶς κτυποῦσαν μέ τό ράμφος τους, κελαηδοῦσαν! Ἐγώ φοβήθηκα, γονάτισα καί κρύφθηκα κάτω ἀπ’ τήν ποδιά τῆς Γερόντισσας. Ἐκείνη ἀπ’ τή χαρά της ἔκλαιγε. “Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, μή διακόπτης τήν προσευχή, συνέχισε τήν Παράκλησι. Ἡ Παναγία καί ὁ Χριστός μᾶς στέλνουν τά πουλία, κορίτσι μου καί μᾶς παρηγοροῦν. Συντροφίαν ἔχουμε τά πουλία τοῦ Θεοῦ καί χαιρόμαστε μ’ αὐτά...”. Τά πετεινά, ὅταν προσκυνούσαμε τίς Εἰκόνες, σάν νά ἔκαναν ὅ,τι κι ἐμεῖς: κτυποῦσαν μέ τό ράμφος κάθε Εἰκόνα καί κελαηδοῦσαν!»(ΓΔ, 89).

91. Ὁ ὅσιος Δοσίθεος ὁ Ἐρημίτης τοῦ Κιέβου στήν Αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ: «Ἴσως ὁ σταυρός μου νά εἶναι βαρύς... Ἴσως νά καταρρέω μέ ἱδρῶτα καί αἷμα ὑπό τό βάρος του. Ἀλλά, εἶμαι ἀποφασισμένος νά ὑπομείνω ὥς τήν τελευταία στιγμή, μέ ὁποιοδήποτε τίμημα. Γνωρίζω ὅτι τό μονοπάτι τό ὁποῖο ἔχω ἐπιλέξει εἶναι γεμάτο ἀγκάθια. Ὅμως θά συνεχίσω νά ἕρπω μέχρι νά ἐξαντληθῶ. Ποτέ δέν θά ὑποκύψω, ὥστε νά γίνω ἕνας ντροπιασμένος λιποτάκτης. Δέν θά ἤθελα νά καταδικασθῶ μαζί μέ τόν ἐξ εὐωνύμων ληστή. Οἱ στρατιῶτες πού μένουν ἀνάπηροι ἤ χάνουν τή ζωή τους στή μάχη, δέν ἔχουν ἄραγε κι αὐτοί μερίδιο στίς τιμές πού ἀποδίδονται σέ ὅσους ἐπιζήσουν καί ἑορτάζουν τή νίκη; Χωρίς αἱματοχυσία δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη ἑορτή καί νίκη. Ἡ δική μας ἑορτή δέν γίνεται ἐδῶ, ἀλλά στήν ἄλλη ζωή. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει εἴτε μιά στέψι εἴτε μιά καταδίκη»(ΚΕ, 43).

92. «“Εἶσαι τόσο νέος ὅση εἶναι ἡ ἐλπίδα σου στόν Ἰησοῦ. Εἶσαι τόσο γέρος ὅση εἶναι ἡ ἐλπίδα στόν ἑαυτό σου”(Ν. Σ.)»(ΜΙ, 16).

93. Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος: «Μέ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς καί τήν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά ὄχι μέ τό ὄνομά της, ἀλλά μέ τό παρατσούκλι “ἡ Αὐγουλοῦ”, γιατί πούλαγε φρέσκα αὐγά, νά ἐξοικονομήση τόν “ἄρτον τόν ἐπιούσιον”.
Ὡς περιοδεύων πέρασα μιά μέρα ἀπ’ τό φτωχικό της σπίτι, γιά νά εἰσπράξω μιά συνδρομή γιά τό περιοδικό ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καί βρισκόταν ἐκεῖ τό παιδί της, πού διήρχετο τήν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τό καντήλι στό εἰκονοστάσι καί ἔκανα στό παιδί τήν πρότασι ἄν ἤθελε μέχρι νά ἔρθη ἡ μητέρα του νά προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί εἶπε ἄς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τήν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας, ἄ, ἐσύ δέν ξέρεις νά προσευχηθῆς! Ἐγώ κατεπλάγην ἀπ’ τήν τολμηρή αὐτή παρατήρησι καί τόν ρώτησα νά μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατά τή γνώμη του πρέπει νά προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ κύριε, μοῦ λέει δέν ξέρω Θεολογία, ἀλλά βλέπω τό παράδειγμα τῆς μητέρας μου, πού ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς “Κύριε Ἐλέησον”, πέφτει συνεχῶς σέ μετάνοιες, κτυπάει τό στῆθος της καί τρέχουν ποτάμι τά δάκρυά της!
Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νά γνωρίσω αὐτή τήν ὑπέροχη γυναῖκα καί νά διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τή χαρισματική προσευχή της.
Ἐκείνη τή μέρα δέν ἦλθε καί ἀποχώρησα. Μιά ἄλλη πέρασα νά τή συναντήσω καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά συγκλονιστική σκηνή προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα ἦταν ἕνας μέθυσος καί ἀχαΐρευτος, πού τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τά αὐγά καί μπεκρόπινε. Ἐκείνη τή μέρα κατά τήν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τό μεθύσι του τήν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τά χρήματα καί τῆς εἶχε πετάξει τήν Καινή Διαθήκη μέσα στό πηγάδι! Ἐγώ δέ, τή βρῆκα γονατιστή στό πηγάδι νά προσεύχεται καί νά λέη: Χριστέ μου καί Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τό βιβλίο μέ τά ἱερά γράμματα, τό ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στό πηγάδι δέν τό ἔκανε ἀπό ἀσέβεια, ἀλλά ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τά ἱερά αὐτά Γράμματα, πού θά λειώσουν καί θά γίνουν ἕνα μέ τό νερό, νά τά πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νά μετανοήση, νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ, νά μήν πάη στήν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ὁ κόσμος μέ ἔχει γιά καλή, ἐνῶ ἐγώ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλά ἀθεράπευτα πάθη καί ἁμαρτίες!
Μέ μικρές παραλλαγές θά λέγαμε, πώς ἡ προσευχή αὐτῆς τῆς ἀνώνυμης γυναικούλας τοῦ πλήθους μοιάζει μέ ἐκείνη τοῦ τσαγκάρη τῆς Αἰγύπτου, στόν ὁποῖο ἔστειλε ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τό Μέγα Ἀντώνιο γιά νά διδαχθῆ τήν ταπεινοφροσύνη»(ΜΙ, 315).

94. «“Πόσο μικροί καί ἀνόητοι εἴμαστε ὅταν θέλουμε θέσεις γιά νά δίνουμε διαταγές. ῾Ἤμουν τό πᾶν καί εἶδα ὅτι τό πᾶν εἶναι ἕνα μηδέν᾽”(Ν. Σ.)»(ΜΙ, 22).

95. «Ὁ Ἱερός Αὐγουστίνος, ἀγαπητοί, πού γνώρισε βαθιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί ἀπό ἄσωτος ἔγινε μέγιστος Ἅγιος, εἶπε πολύ βαθυστόχαστα “ὅτι ὁ Κύριός μας ἐπεβλήθη στούς ἀνθρώπους ὄχι μέ τό σίδερο, ἀλλά μέ τό ξύλο”, ἐννοώντας ὅτι ἐνέπνευσε σέ ὅλους τούς ὁδοιπόρους τῆς κοιλάδος τοῦ κλαυθμῶνος τόν ἀνώτερο τρόπο ζωῆς μέ τό Σταυρό Του καί μέ τήν ἀγάπη Του καί ὄχι μέ τή βία καί τό μίσος»(ΝΝ 45).

96. Ἀπό μυθιστόρημα τοῦ Dickens: «Μήν κρίνης ἕναν ἄνθρωπο ἀπ’ τό κοστούμι του, γιατί τοῦ τό ἔκανε ὁ ράφτης. Μήν τόν κρίνης ἀπ’ τήν καταγωγή του, γιατί καί ὁ Κάιν καταγόταν ἀπ’ τήν πρώτη οἰκογένεια τοῦ κόσμου. Μήν τόν κρίνης ἀπ’ τό σπίτι στό ὁποῖο κατοικεῖ, γιατί καί οἱ ποντικοί κατοικοῦν στά πολυτελέστατα μέγαρα. Νά τόν κρίνης ἀπό κάτι τό ὁποῖο κάνει αὐτός, πού εἶναι δικό του, τό ὁποῖο δέν τοῦ τό ἔφτιαξαν οἱ ἄλλοι καί τό ὁποῖο δέν μποροῦν νά τό μιμηθοῦν εὔκολα πολλοί»(ΑΖ, 23).

97. «Ὁ Abraham Lincoln κάποτε εἶπε χαρακτηριστικά: “Λυπᾶμαι γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν νοιώθει τό μαστίγιο, ὅταν αὐτό πέφτη στήν πλάτη τοῦ συνανθρώπου του”»(ΤΜ, 29).

98. «Ὑπάρχει μιά ἱστορία στή ζωή ἑνός, ἀφιερωμένου στό Χριστό, πιστοῦ πού πληγώθηκε βαθειά ἀπό μιά κακεντρεχῆ ἐνέργεια ἑνός ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος μάλιστα φώναζε δημοσίᾳ ὅτι “θά τόν σκότωνε”. Μέ τή γελοία στάσι του, ὁ κακοήθης αὐτός τύπος περίμενε νά δῆ τί θά ἔκανε μετά ἀπ’ αὐτά ὁ ἄκακος ἐκεῖνος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός, ἀντί νά προσπαθῆ νά ἀνταποδώση τό κακό, κοίταξε νά βρῆ εὐκαιρίες νά εὐεργετήση τόν ἐχθρό του· πρᾶγμα πού στήν ἀρχή τοῦ προκάλεσε τό γέλιο καί μάλιστα ἐλαφρά τόν ἐνόχλησε. Ὅμως, ὅταν στό τέλος ὁ πιστός ἐκεῖνος δοῦλος τοῦ Κυρίου ἔκανε μιά πρᾶξι μεγάλης θυσίας γιά τόν ἐχθρό του, διασώζοντας τή γυναῖκα του ἀπό βέβαιο πνιγμό, τό ἀδιέξοδο μεταξύ τους ἔσπασε.
—Μπράβο, τοῦ εἶπε ὁ ἐχθρός του, ἔκανες ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔλεγα ὅτι θά κάνω ἐγώ σέ σένα. Μέ σκότωσες, ἤ μᾶλλον σκότωσες τόν ἄνθρωπο πού πρίν ἤμουν»(ΤΜ, 46).


Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός
<>




No comments:

Post a Comment

Total Pageviews

Welcome...! - https://orthodoxsmile.blogspot.com