Θεία Εξομολόγηση καθημερινά 9.00-1.00 πρωί και 5.30-8.00 απόγευμα - Τηλ. 2295032259 & 6978461846
Πριν έρθετε για Θεία Εξομολόγηση επικοινωνήστε με το μοναστήρι.

Νέα βιβλία

Ορθόδοξες ανθοδέσμες 3




«Διηγοῦνται ὅτι ὁ Μ. Ἀλέξανδρος θέλησε κάποια φορά ν᾽ ἀνταμείψη ἕνα ἀπ᾽ τούς ὐπηκόους του πού τοῦ εἶχε προσφέρει μιά μεγάλη ὑπηρεσία. Τοῦ εἶπε, λοιπόν: 

—Μπορεῖς νά μοῦ ζητήσης ὅ,τι θέλεις.

Ὁ ἄνθρωπος τό πῆρε κατά γράμμα καί ἀπάντησε:

—Θέλω 10.000 χρυσά νομίσματα.

Ὁ ταμίας τοῦ αὐτοκράτορα, ἔκπληκτος, ἀρνήθηκε νά πληρώση. Εἰδοποίησε μάλιστα τό μονάρχη, ὀ ὁποῖος τόν ἄκουσε ὑπομονητικά, ἀλλά τελικά τόν διέταξε νά πληρώση αὐτά πού τοῦ εἶχαν ζητηθῆ, σημειώνοντας μέ ἔμφασι: “Ὁ ἄνθρωπος αὐτός μέ τίμησε μέ τή μεγάλη του πίστι στά λόγια μου”.

Ἡ ἱστορία αὐτή μᾶς θυμίζει αὐτό πού εἶναι ἡ προσευχή γιά τό Χριστιανό. Δείχνει τό μέτρο τῆς πίστεώς του καί τῆς ἐμπιστοσύνης του στό Θεό. Ὁ πιστός καλεῖται νά ζητάη ἀπ᾽ τό Θεό ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του μέ τήν ἁπλότητα ἑνός παιδιοῦ πού ἀπευθύνεται στόν πατέρα του. Τοῦ ἐκθέτει τά πράγματα ἔτσι ὅπως εἶναι. Καί βασίζεται ἁπλά στίς ὑποσχέσεις τοῦ οὐράνιου Πατέρα του πού βρίσκει μέσα στό Λόγο Του. Γνωρίζει ὄτι “τά πάντα συνεργοῦν γιά τό καλό του”(Ρμ 8, 28)»


<>




π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης (+1975): Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ οδηγεί μία γυναίκα σε μετάνοια


O αγιασμένος σύγχρονος Γέροντας και ιερέας των Τρικάλων, π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, με την άδεια της Ευαγγέλιας Γ., μας αναφέρει την μεταστροφή της από την αμαρτωλή ζωή στην συνειδητή Χριστιανική ζωή και στο Ιερό Μυστήριο της Θείας Εξομολόγησης.


* * *


Μας αναφέρει ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης:


Η Ευαγγελία Γ., ετών 28, κάτοικος Βάνιας, στις 6 Αυγούστου το απόγευμα έπαθε τα εξής:


Η Ευαγγελία από τα μικρά της χρόνια είχε μία άστατη ζωή. “Έκανε τήν ζωή της” μή έχοντας καμμία σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Εκκλησία, καί τελευταία συζούσε παράνομα μέ έναν παντρεμμένο, τόν Ν.Κ. 54 ετών, πού είχε αφήσει τήν γυναίκα του…

Ό Θεός όμως περίμενε τήν μετάνοιά της…


Στίς 6 Αυγούστου τού 1958 , ημέρα Τετάρτη, στίς 7 τό απόγευμα πήγε φαγητό στόν φίλο της πού έβοσκε τά πρόβατα. Τό έδωσε, καί φεύγοντας από εκεί γιά τό σπίτι της, τής παρουσιάστηκαν στόν δρόμο κάποια άγνωστα, περίεργα πλάσματα…


Τήν φοβέριζαν, γιατί είχε έλθει πιά ή οργή τού Θεού επάνω της καί έπρεπε νά ξεκαθαρίσει τήν θέση της. Άλλοι τήν έδερναν, άλλοι τήν τραβούσαν νά τήν πνίξουν στό νερό, άλλοι τήν έσπρωχναν δεξιά καί αριστερά…


Τελικά τήν πήγαν σ΄ ένα μαντρί, καί εκεί όλη τήν νύκτα πέρασε αφάνταστη τιμωρία…

Τήν επόμενη μέρα, στίς 1 τό μεσημέρι, τήν βρήκαν σέ μιά καλύβα βασανιζόμενη από ακάθαρτα πνεύματα. Είχε δαιμονισθεί!


Τήν πήραν καί τήν έφεραν στό σπίτι της, καί εκεί, δέν έπαψε νά φωνάζει δυνατά καί νά συνομιλεί μέ πονηρά πνεύματα δεχόμενη φοβερό ξύλο από αυτά…


‘Ολα τά παραπάνω τά διαβεβαιώνω σάν ιερέας τού χωριού καί σάν αυτόπτης μάρτυρας, μιά καί μέ κάλεσαν νά τής διαβάσω εξορκιστικές ευχές γιά νά ησυχάσει…


Στίς 6 τό απόγευμα φέραμε στήν δαιμονισμένη, τήν εικόνα τών Παμμεγίστων Ταξιαρχών, καί όπως ομολόγησε μετά ή ίδια, συνέβησαν περίεργα καί θαυμαστά πράγματα…

Μέ τήν είσοδο τής εικόνας τών Αρχαγγέλων στό σπίτι της είδε έναν αστραπόμορφο νέο μέ σπαθί πού τής είπε:


“Μή φοβάσαι, εγώ θά σέ απαλλάξω από όλα αυτά, αλλά θά σταματήσης τίς αμαρτίες πού μέχρι σήμερα έκανες καί θά μετανοήσεις. Εγώ θά είμαι μαζί σου ! Νά τό πείς αυτό παντού, ότι ή Εκκλησία έχει ζωντανή θρησκεία, γιά νά πιστέψει ό κόσμος καί νά μετανοήσει…”.


Καί αμέσως, μέ τά τελευταία λόγια τού Αρχαγγέλου, τά πνεύματα τού σκότους διαλύθηκαν, έπαψαν τά φαινόμενα καί επανήλθε στόν εαυτό της. Σηκώθηκε, προσκύνησε τήν εικόνα ευχαριστώντας τούς Αγίους γιά τήν προστασία τους καί υποσχέθηκε αλλαγή ζωής από τήν ίδια ώρα!…


Σήμερα είναι καλά, διηγούμενη όσα είδε καί έπαθε, καί ενθυμούμενη πάντα τόν Αρχάγγελο Μιχαήλ όμοιο μέ αστραπή μέ τό σπαθί στό χέρι, πού τήν έσωσε από τήν τιμωρία τών ακαθάρτων πνευμάτων…


Τά παραπάνω τά γράφω σάν αυτόπτης μάρτυς τών εν λόγω συμβάντων…


Ο ιερεύς τού χωριού,


π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, Βάνια Τρικάλων, 1958 – Αυγούστου 10


Από το βιβλίο: Ευάγγελος Π. Λέκκος, Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης – Σύγχρονοι Γέροντες, εκδ. Σαΐτης, 2011


<>





Χρειάζεται πνευματικός οδηγός στην πνευματική ζωή



Σήμερα το πιο απαραίτητο είναι να βρουν οι άνθρωποι έναν πνευματικό , να εξομολογούνται, να του έχουν εμπιστοσύνη και να τον συμβουλεύωνται. Αν έχουν πνευματικό και βάλουν ένα πρόγραμμα με προσευχή και λίγη μελέτη, εκκλησιάζωνται , κοινωνούν , τότε δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν σ’ αυτήν την ζωή.


Η ψυχή πρέπει να παρακολουθήται από τον πνευματικό, για να μη λαθέψη τον δρόμο της. Μπορεί να βοηθάη στον αγώνα λ.χ. και η πνευματική μελέτη, αλλά, αν κανείς δεν έχη πνευματικό οδηγό, μπορή να δίνη δικές του ερμηνείες σ’ αυτά που διαβάζει, και να πλανηθή.


Βλέπεις, και όταν κάποιος πάη κάπου με το αυτοκίνητό του και δεν γνωρίζη καλά τον δρόμο, μπορεί να συμβουλεύεται τον χάρτη, αλλά σταματάει κιόλας και ρωτάει, για να μην πάρη λάθος δρόμο. Ξεκινάει, ας υποθέσουμε ,από την Αθήνα να πάη στην Φλώρινα. Έχει χάρτη και τον παρακολουθεί, αλλά ρωτάει και σε κανένα περίπτερο αν πηγαίνη καλά, αν ο δρόμος είναι καλός, γιατί σε καμμιά διασταύρωση υπάρχει κίνδυνος να πάρη άλλο δρόμο και να βρεθή στην Καβάλα ή σε κάποιον γκρεμό να κινδυνέψη να σκοτωθή. Φυσικά, μπορεί κάποιος να ρωτήση, αλλά να μην πάρη τον δρόμο που θα του πουν, και να βρεθή τελικά αλλού, ή να μην προσέξη τα επικίνδυνα σημεία , και να πάθη κακό. Όποιος όμως του δείξη τον δρόμο και συγχρόνως του πη: «Πρόσεξε ,στο τάδε σημείο έχει μια επικίνδυνη στροφή, εκεί έχει έναν γκρεμό…», εκείνος θα έχη τον μισθό του. Το ίδιο, θέλω να πω, πρέπει να γίνεται και στην πνευματική ζωή. Είναι απαραίτητο ο πιστός να έχη πνευματικό οδηγό που θα τον καθοδηγή με τις συμβουλές του και θα τον βοηθάη δια του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Έτσι μόνον μπορεί να ζήσει ορθόδοξη πνευματική ζωή και να είναι σίγουρος ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο.


Τον πνευματικό οδηγό φυσικά κανείς θα τον διαλέξη. Δεν θα εμπιστευθή στον οποιονδήποτε την ψυχή του. Όπως για την υγεία του σώματος ψάχνει να βρη καλό γιατρό, έτσι και για την υγεία της ψυχής του θα ψάξη να βρη κάποιον καλό πνευματικό και θα πηγαίνη σ’ αυτόν , τον γιατρό της ψυχής ,τακτικά.


Από το βιβλίο «Πνευματικός αγώνας »

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Γ’

ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ

«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»

ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ




<>





Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994): Η εξομολόγηση λυτρώνει τον άνθρωπο



- Γέροντα, στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού οι Χριστιανοί έκαναν δημόσια εξομολόγηση. Βοηθάει αυτό;


- Άλλα τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και άλλα τώρα. Σήμερα αυτό δεν βοηθάει.


- Γιατί, Γέροντα; Τότε είχαν πιο πολύ ζήλο;


- Και πιο πολύ ζήλο είχαν και δεν είχαν αυτά που έχουν σήμερα οι άνθρωποι. Τώρα, βλέπεις, τα ανδρόγυνα χωρίζουν στα καλά καθούμενα, δεν είναι όπως παλιά.


Έχουν απομακρυνθή οι άνθρωποι από το μυστήριο της εξομολογήσεως, γι' αυτό και πνίγονται από τους λογισμούς και τα πάθη. Πόσοι έρχονται και ζητούν να τους βοηθήσω σε κάποιο πρόβλημα τους, και ούτε εξομολογούνται ούτε εκκλησιάζονται! «Εκκλησιάζεσαι καθόλου;», τους ρωτάω. «Όχι», μου λένε. «Εξομολογήθηκες καμμιά φορά;». «Όχι. Ήρθα να με κάνης καλά». «Μα πως; Πρέπει να μετανοήσης για τα σφάλματά σου, να εξομολογήσαι, να

εκκλησιάζεσαι, να κοινωνάς, όταν έχης ευλογία από τον πνευματικό σου, και εγώ θα κάνω προσευχή να γίνης καλά. Ξεχνάς ότι υπάρχει και άλλη ζωή και πρέπει να ετοιμασθούμε για 'κεί;». «Κοίταξε, πάτερ, αυτά που λες, εκκλησίες, άλλη ζωή κ.λπ., εμένα δεν με απασχολούν. Αυτά είναι παραμύθια. Έχω πάει σε μάγους, σε μέντιουμ και δεν μπόρεσαν να με κάνουν καλά. Έμαθα ότι εσύ μπορείς να με κάνης καλά». Άντε τώρα! Τους μιλάς για εξομολόγηση, για την μέλλουσα ζωή, και σου λένε «αυτά είναι παραμύθια», και από την άλλη μεριά: «Βοήθησέ με, παίρνω χάπια». Εμ πως, με μαγικό τρόπο θα γίνουν καλά;


Και βλέπεις, πολλοί, ενώ έχουν προβλήματα που τα προκάλεσαν οι αμαρτίες τους, δεν πηγαίνουν στον πνευματικό που μπορεί να τους βοηθήση θετικά, αλλά καταλήγουν να εξομολογούνται στους ψυχολόγους. Λένε το ιστορικό τους, τους συμβουλεύονται για τα προβλήματά τους και, αν έχουν να περάσουν ένα ποτάμι, τους ρίχνουν μέσα και ή πνίγονται ή βγαίνουν , αλλά που βγαίνουν ... Ενώ, αν πάνε να εξομολογηθούν στον πνευματικό, θα περάσουν στην άλλη όχθη από την γέφυρα άνετα, γιατί με το μυστήριο της εξομολογήσεως ενεργεί η Χάρις του Θεού και λυτρώνονται.


- Γέροντα, μερικοί λένε: «Δεν βρίσκουμε καλούς πνευματικούς, γι' αυτό δεν πάμε να εξομολογηθούμε».


- Αυτά είναι δικαιολογίες. Κάθε πνευματικός έχει θεία εξουσία, εφόσον φοράει πετραχήλι. Τελεί το μυστήριο, έχει την θεία Χάρη και, όταν διαβάση την συγχωρητική ευχή, ο Θεός σβήνει όλες τις αμαρτίες τις οποίες εξομολογηθήκαμε με ειλικρινή μετάνοια. Από μας εξαρτάται πόσο θα βοηθηθούμε από το μυστήριο της εξομολογήσεως. Ήρθε εκεί στο Καλύβι μια φορά κάποιος που είχε ψυχολογικά προβλήματα, με τον λογισμό ότι έχω διορατικό χάρισμα και θα μπορούσα να τον βοηθήσω. «Τι προβλέπεις, μου λέει, για μένα;». «Να βρης, του λέω, έναν πνευματικό να εξομολογήσαι, για να κοιμάσαι σαν το πουλάκι και να μην παίρνης χάπια». «Δεν υπάρχουν, μου λέει, σήμερα καλοί πνευματικοί. Παλιά υπήρχαν». Έρχονται με καλό λογισμό, ότι θα βοηθηθούν, αλλά δεν δέχονται αυτό που τους λες, και κρίμα στα ναύλα.


Βλέπω όμως και μια καινούργια τέχνη του διαβόλου. Βάζει στους ανθρώπους τον λογισμό ότι, αν κάνουν κάποιο τάμα και το εκπληρώσουν, αν πάνε και κανένα προσκύνημα, είναι εντάξει πνευματικά. Και βλέπεις πολλούς να πηγαίνουν με λαμπάδες και με τάματα στα μοναστήρια, στα προσκυνήματα, να τα κρεμάνε εκεί, να κάνουν και μεγάλους σταυρούς, να κλαίνε και λιγάκι, και να αρκούνται σ' αυτά. Δεν μετανοούν, δεν εξομολογούνται, δεν διορθώνονται, και χαίρεται το ταγκαλάκι.


- Γέροντα, ένας άνθρωπος που δεν εξομολογείται μπορεί να είναι εσωτερικά αναπαυμένος;


- Πώς να είναι αναπαυμένος; Για να νιώση κανείς ανάπαυση, πρέπει να πετάξη τα μπάζα από μέσα του. Αυτό θα γίνη με την εξομολόγηση. Ανοίγοντας ο άνθρωπος την καρδιά του στον πνευματικό και λέγοντας τα σφάλματά του, ταπεινώνεται, και έτσι ανοίγει την πύλη του Ουρανού, έρχεται πλούσια η Χάρις του Θεού και ελευθερώνεται.


Πριν από την εξομολόγηση στην κορυφή του υπάρχει ομίχλη, βλέπει θαμπά και δικαιολογεί τα σφάλματά του. Γιατί, όταν ο νους του είναι σκοτισμένος από τις αμαρτίες, δεν βλέπει καθαρά. Με την εξομολόγηση κάνει μια «φούουου», φεύγει η ομίχλη και καθαρίζει ο ορίζοντας. Γι' αυτό, όσους έρχονται να συζητήσουμε ένα θέμα ή να μου ζητήσουν μια συμβουλή κ.λπ., αν δεν έχουν εξομολογηθή ποτέ, τους στέλνω πρώτα να εξομολογηθούν και μετά να έρθουν να μιλήσουμε. Μερικοί μου λένε: «Γέροντα, αφού εσύ μπορείς να καταλάβης τι πρέπει να κάνω γι' αυτό το θέμα, πες μου». «Και να καταλάβω εγώ τι πρέπει να κάνης, τους λέω, δεν θα καταλάβης εσύ τι θα σου πω. Γι' αυτό πήγαινε πρώτα να εξομολογηθής και ύστερα έλα να συζητήσουμε». Γιατί, πώς να επικοινωνήσης και να συνεννοηθής με έναν άνθρωπο, όταν βρίσκεται σε άλλη συχνότητα;


Με την εξομολόγηση πετάει ο άνθρωπος από μέσα του ό,τι άχρηστο έχει και καρποφορεί πνευματικά. Μια μέρα έσκαβα τον κήπο μου, για να φυτέψω λίγες ντοματιές. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις, Γέροντα;». «Τι να κάνω; του λέω, εξομολογώ τον κήπο μου». «Καλά, Γέροντα, μου λέει, χρειάζεται και ο κήπος εξομολόγηση;». «Ασφαλώς χρειάζεται. Έχω διαπιστώσει πως, όταν τον εξομολογώ, βγάζω δηλαδή έξω πέτρες, αγριάδες, αγκάθια κ.λπ., τότε βγάζει επίσημα κηπευτικά, αλλιώς οι ντομάτες γίνονται κιτρινιάρικες, καχεκτικές!» ...



<>


Ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής διηγείται την μεταστροφή ενός αθέου προς την Θεία Εξομολόγηση και την Εκκλησία



«Διηγήθηκε ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς:

“Κάποτε βρέθηκα γιά δουλειά ἔξω στή Θεσ/νίκη. Πῆγα σ᾽ ἕνα ἐστιατόριο νά φάω. Ἔκανα τήν προσευχή μου καί κάθησα νά φάω. Παραδίπλα ἦταν μιά παρέα. Μοῦ λέει κάποιος λαϊκός...

—Λοιπόν, τί μᾶς παριστάνεις τώρα; Τί θέλεις νά μᾶς δείξης;

—Γιά νά μήν μοῦ σταθῆ κανένα κόκκαλο στόν λαιμό, βρέ ἀδελφέ, ἀπάντησα λίγο ὀργισμένα.

Σέ λίγο ἀπ᾽ τό τραπέζι αὐτῆς τῆς παρέας ἀκούστηκε θόρυβος καί βιαστικά κάποιον τόν ἔβγαλαν ἔξω. Ἐγώ δέν γύρισα νά κοιτάξω. Μετά ἀπό καιρό πού ξαναβγῆκα στή Θεσ/νίκη μέ συναντᾶ κάποιος κοντά στό Λευκό Πύργο καί μέ χαιρετᾶ ρωτώντας:

—Μέ γνωρίζεις, Πάτερ;

—Ὄχι, ἀπαντῶ.

—Δέν μέ θυμᾶσαι; Ἐσύ μ᾽ ἔκανες Χριστιανό.

—Δέν σέ θυμᾶμαι.

—Θυμᾶσαι κάποτε σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο πού ἔτρωγες καί κάποιος σοῦ εἶπε αὐτό καί αὐτό;

—Ναί, κάτι θυμᾶμαι.

—Ἔ, ἐγώ ἤμουν. Βλέπεις ἐδῶ; Μοῦ στάθηκε ἕνα κόκκαλο στό λαιμό καί μοῦ ἔκαναν ἐγχείρησι γιά νά τό βγάλουν, ἐνῶ συγχρόνως μοῦ ἔδειχνε τό λαιμό του μέ τό σημάδι τῆς τομῆς. Μετά ἀπ᾽ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία πηγαίνω καί ἐξομολογοῦμαι καί προσευχή κάνω. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Πάτερ· ἐσύ μ᾽ ἔσωσες”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/04/blog-post_304.html).






<>









Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως


(ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ» σελ. 165 ἐκδ. Παπαδημητρίου)



... Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅ-τι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση. Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα.


Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστε-ρα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:


«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:


Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.


Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομο-λογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.


Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπα-γορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.


Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.


Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετρα-πλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».


Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα:


«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».


«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐν-νοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέ-πληξαν»


Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:


«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».


«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πι-στοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλο-φροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτο-μερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.


Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐ-τυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλ-λίαση. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐ-τόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπα-στη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προ-σευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.


Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.


Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του.


Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του. Ἀντι-θέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδια-φορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου.


Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη. Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκε-πτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;


Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀ-ποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα. Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του.


Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆ-ταν δυνατό νά μέ ἀπο-τρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐν-διαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.


4. Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει. Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμπο-ροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία.


Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν; Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφά-νεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν. Ἐγώ ὅμως; Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμε-τωπίζω; Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;


Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε! Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!». Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου. Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας: Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως. Ἡ ἔλλειψις αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος. Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς... Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας...


Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις. Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀν-θρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό... Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία.



<>






Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας θεραπεύει δαιμονισμένη στον Καναδά και έπειτα εκείνη του ζητάει να εξομολογηθεί


Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας:


“Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πώς μάς ξεγελά και μάς υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ό κόσμος από το χώρο όπου έγινε ή ομιλία, ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε ή δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:


Με φανέρωσε αυτός ό άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα. Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τούς δικούς μου, τούς οποίους είχα καλά δεμένους. Θα του κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ και πολλά άλλα παρόμοια έλεγε ή δαιμονισμένη.


Την μετέφεραν σέ ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι. Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:


Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ! Πράγματι την εξομολόγησα. Ή κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε oτι ήταν δαιμονισμένη.


Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία πού είχα κάνει εκδηλώθηκε το δαιμόνιο πού είχε.

Πολλοί πού ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι πού δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων από το περιστατικό αυτό.


Το περιστατικό απλώθηκε πολύ γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή και με πήραν τηλέφωνο και από τις Η.Π.Α να πάω και εκεί στην ομογένεια να τούς μιλήσω και να τούς εξομολογήσω. Έτσι με τη Χάρη του Θεού πήγα και σέ εκείνους τούς ανθρώπους και βοηθήθηκαν και εκείνοι”.


Από το βιβλίο: Ο Θεός Είναι Μαζί μας, Εμείς Είμαστε Μαζί Του;, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2015



<>





Λόγος περί εξομολογήσεως


Άγιος Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ της Ρουμανίας (+1998)


Ο όσιος Παΐσιος ο Μέγας λέγει ότι: «Η εξομολόγησις των λογισμών στον Πνευματικό είναι το θεμέλιο της πνευματικής ζωής και η ελπίς της σωτηρίας για όλους τους πιστούς»


Πατέρες και αδελφοί,


Ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά καθήκοντα των μοναχών αλλά και των λαϊκών χριστιανών, είναι η εξομολόγησις των αμαρτιών. Γι αυτό, όσα πρόκειται να είπω παρακάτω, θα έχουν σχέσι με αυτό το Μυστήριο.


Κατ’ αρχάς πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι όλοι οι άνθρωποι είμεθα αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού, άλλοι περισσότερο και άλλοι ολιγώτερο. Αυτό μας το λέγει και η Αγία Γραφή ως εξής: «Τίς γάρ ων βροτός, ότι έσται άμεμπτος, ή ως εσόμενος δίκαιος γεννητός γυναικός;» (Ιώβ 15, 14), ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην πρώτη του επιστολή στίχο 8 και 9 «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ούκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ούκ έστιν εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας».


Η εξομολόγησις για να είναι σωστή και ευάρεστος στον Θεό, πρέπει να έκπληροί τις έξης προϋποθέσεις:


1. Πρέπει να γίνεται ενώπιον του Πνευματικού.


2. Να είναι πλήρης. Δηλαδή να περιλαμβάνη όλα τα γενόμενα αμαρτήματα από τον εξομολογούμενο από την παιδική του ηλικία η από την τελευταία του εξομολόγησι και να μη αποκρύπτη τίποτε απ’ αυτά.


3. Να γίνεται με την θέλησή μας σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέγει: «Και εκ θελήματος μου εξομολογήσομαι αυτώ» (Ψαλμ. 21,7).


4. Να γίνεται με ταπείνωσι και συντριβή, όπως λέγει η Γραφή: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ούκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,18). 5


5. Να είναι άσπιλος, δηλαδή να μη ενοχοποιή άλλους ο εξομολογούμενος, ούτε τους άλλους ανθρώπους, ούτε κάποιο από τα κτίσματα του Θεού, ούτε ακόμη και τον διάβολο, αλλά μόνο τον εαυτό του να θεωρή ένοχο και υπεύθυνο για τις πράξεις του, όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εάν θέλης να κατηγορήσης κάποιον, μόνο τον εαυτό σου να κατηγορήσης», ενώ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: Λέγε και μη εντρέπεσαι: «ιδικό μου είναι το πρήξιμο, πάτερ, ιδική μου είναι και η πληγή από την ακηδία μου έγινε το τάδε και το τάδε έργο και όχι από άλ¬λον. Κανείς δεν είναι ένοχος γι’ αυτό ούτε άνθρωπος, ούτε πνεύμα, ούτε σώμα, ούτε κάποιος άλλος, παρά η οκνηρία μου».


6. Πρέπει να είναι ειλικρινής, δηλαδή να λέγη την αλήθεια ο χριστιανός και μόνο αυτά τα οποία έκανε ο ίδιος χωρίς να φανερώνη ονόματα προσώπων με τα όποια έχουν σχέση οι αμαρτίες του. Ο Θεός αγαπά την αλήθεια, κατά την μαρτυρία της Γραφής που λέγει: «έστι γάρ αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν, και έστιν αισχύνη δόξα και χάρις» (Σοφία Σειράχ 4, 21). Η εντροπή αυτή την οποία υπομένεις στην εξομολόγησι σε απαλλάσσει από την εντροπή εκείνη την οποία με αισθανθούμε όλοι οι άνθρωποι την φοβερά εκείνη ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον 4ο Λόγο του: «Δεν γίνεται παρά μόνο με την εντροπή να λυτρωθής από την αιωνία εντροπή».


7. Η εξομολόγησις να είναι αποφασιστική, δηλαδή να πάρουμε μία μεγάλη απόφασι ενώπιον του Πνευματικού ότι δεν με αμαρτήσουμε πλέον με την βοήθεια της θείας Χάριτος και μάλιστα, καλλίτερα χιλιάδες φορές να αποθάνουμε, παρά να αμαρτήσουμε με την θέληση μας. Όποιος δεν επήρε αυτή την απόφαση είναι με το ένα πόδι του στον Πνευματικό και με το άλλο στην αμαρτία. Μερικοί εξομολογούνται με το στόμα, ενώ με την καρδιά τους επιθυμούν πάλι την αμαρτία, ομοιάζοντες με τον σκύλο, ο όποιος επιστρέφει πάλι στο ίδιο ξέραμά του η με το χοίρο που, ενώ λούζεται και πλένεται, πάλι επιστρέφει μέσα στις λάσπες και κυλίεται.


Άλλοτε πάλι πολλοί πιστοί κάνουν την εξομολόγηση από συνήθεια, επειδή επλησίασε η Γέννησις του Κυρίου η το Πάσχα η διότι κινδυνεύουν να αποθάνουν. Διαβάζουμε στο Γεροντικό ότι ένας μεγάλος ησυχαστής έβλεπε τις ψυχές να κατεβαίνουν στον άδη, όπως πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού στην περίοδο του χειμώνος, και αυτές όχι γιατί δεν εξομολογούντο, αλλά δεν εξομολογούντο σωστά και με την απόφαση να μην αμαρτήσουν πλέον. Γι’ αυτό λέγει ο Μέγας Βασίλειος ότι τίποτε δεν ωφελεί η εξομολόγησις αυτόν που εξομολογείται, αν δεν μισεί με την καρδιά του την αμαρτία, διότι δεν έχει καμμία ελπίδα διορθώσεώς του.


Στην συνέχεια σημειώνουμε τους τρόπους με τους oποίους ο πιστός, μετά την καθαρή εξομολόγηση που έκανε στον Πνευματικό, θα ημπορέση να διαφυλαχθή από τις διάφορες πτώσεις στην αμαρτία:


1. Πρώτος τρόπος αποφυγής της αμαρτίας είναι η μνήμη του θανάτου και των εξομολογηθέντων αμαρτιών. Αυτό έκανε ο Προφήτης Δαβίδ, ο όποιος, μετά την συγχώρησι που έλαβε από τον Θεό για τις δύο μεγάλες αμαρτίες του, είχε πάντοτε προ των οφθαλμών του τον θάνατο, όπως ο ίδιος λέγει: «Ότι την ανομία μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου εστί διά παντός» (Ψαλμ. 50, 4).


Η μνήμη του θανάτου μας βοηθή να μην αμαρτάνουμε όπως λέγει και η Γραφή: «Υιέ, μιμνήσκου τα έσχατα σου, και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις» (Σοφία Σειράχ 7,.16). Ενώ η υπενθύμισις των αμαρτιών δεν θα πρέπη να καταλήγη σε λεπτομέρειες, διότι υπάρχει ο κίνδυνος εκ¬δηλώσεως της εμπάθειας του ανθρώπου.


2. Μετά την εξομολόγηση ν’ αποφεύγονται οι αιτίες της αμαρτίας. Οι φιλόσοφοι λέγουν ότι, οι ίδιες αιτίες κηνούν πάντοτε στις ίδιες αμαρτίες. Προπαντός αυτοί που έπεσαν σε σαρκικές αμαρτίες πρέπει πολύ ν’ αποφεύγουν τις εμπαθείς φιλίες και συνομιλίες με πρόσωπα με τα όποια ημάρτησαν. Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι «αυτός που φοβάται τον κίνδυνο, δεν θα πέση σ’ αυτόν» (Σοφία Σειράχ 3,25).


3.Το τρίτο όπλο αποφυγής της αμαρτίας είναι η συχνή εξομολόγησις. Απ’ αυτή προέρχονται πέντε ωφέλειες:


- Όπως τα πουλάκια δεν επιστρέφουν πάλι, όταν βρουν την φωλιά τους χαλασμένη, έτσι και οι δαίμονες φεύγουν για πάντα απ’ αυτούς που εξομολογούνται συχνά, διότι έτσι τους χαλούν τις φωλιές και τις παγίδες. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει: «Για ποιά αιτία ο Νεεμάν ο Σύρος λούσθηκε επτά φορές, στον Ιορδάνη; Για να διδάξη όλους μας ότι πρέπει συχνά να εξομολογούμεθα, να λουζώμεθα στα νερά της μετανοίας». Και συνεχίζει λέγοντας: «Είπα να εξομολογούνται συχνά και οι Τιμιώτατοι Πατριάρχαι, αρχιερείς, Πνευματικοί, Ιερείς, διότι σε μερικούς τόπους εχάλασε η καλή αυτή συνήθεια για τέτοια ιερά πρόσωπα. Απορώ πράγματι. Για ποιά αιτία, προτρέπετε άλλους να κάνουν το έργο αυτό... διότι μόνο ο πάπας φαντάσθηκε τον εαυτό του αναμάρτητο και ποτέ οι πατριάρχαι και αρχιερείς της Ανατολικής Εκκλησίας». Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μας λέγει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα άφη ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α΄ Ιωάν. 1,4).


Εάν δεν γίνεται συχνή εξομολόγησις, δυσκολότερα ξερριζώνονται τα πάθη από μέσα μας. Όπως το γέρικο και μεγάλο δένδρο δεν μπορεί να κοπή με μία μόνο τσεκουριά, έτσι και ένα συνηθισμένο κακό δεν μπορεί να εκδιωχθή με μία μόνο συντριβή της καρδίας, αλλά με πολλές.


- Ο άνθρωπος που εξομολογείται συχνά, διατηρεί ευκολώτερα στην μνήμη του τα παραπτώματα που διέπραξε από την τελευταία έξομολόγησι του, εν αντιθέσει με εκείνον που εξομολογείται σπανίως και δυσκολεύεται να κάνη ακριβή και λεπτομερή εξομολόγησι. Γι’ αυτό ο διάβολος, όταν θα εμφανισθή στην ώρα του θανάτου του, δεν θα έχη να του παρουσιάση τίποτε, εφ’ όσον πάντοτε λεπτομερώς τα εξωμολογείτο.


- Αυτός που εξομολογείται συχνά, έστω και να πέφτη στο ίδιο θανάσιμο ίσως αμάρτημα, τρέχει αμέσως να εξαγορεύση την αμαρτία του, λαμβάνει πάλι την άφεσι και την Χάρι του Θεού και έτσι ελαφρύνει την συνείδησί του από το βάρος της αμαρτίας.


- Η τέταρτη ωφέλεια είναι ότι ο εξομολογούμενος συχνά, εάν τον εύρη η ώρα του θανάτου, είναι ψυχικά έτοιμος, έχει την Χάρι του Θεού και την ελπίδα της σωτηρίας του. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι: «Ο διάβολος πηγαίνει πάντοτε στην ώρα του θανάτου των δικαίων και των αμαρτωλών, μήπως και εύρη τον άνθρωπο στην αμαρτία για να του πάρη την ψυχή».


- Η πέμπτη ωφέλεια είναι ότι ο εξομολογούμενος συχνά αγωνίζεται να εγκρατεύεται από την αμαρτία, ενθυμούμενος ότι πριν ολίγες ημέρες πάλι εξομολογήθηκε και έχει να λάβη κανόνα και μεγάλη εντροπή ενώπιον του Πνευματικού του, ο όποιος με τον ελέγξη γι’ αυτά που πάλι έκανε.


4. Το τέταρτο όπλο αποφυγής της αμαρτίας είναι η ενθύμησις της εσχάτης Κρίσεως και η απόκρισης που με δώση ο Δίκαιος Κριτής την ήμερα εκείνη στους αμαρτωλούς: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιων το ήτοιμασμένον τω διαβόλο και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. 25, 41).


5. Το πέμπτο όπλο είναι η μνήμη των αιωνίων βασάνων του Άδου, δηλαδή η μνήμη ότι η αμαρτία μας αποχωρίζει από τον Θεό και την ευφροσύνη των δικαίων και ότι τα αιώνια βάσανα του Άδου, τα όποια, όταν τα σκεπτώμεθα, δεν με βασανίσουν την ψυχή μας, διότι η ενθύμησίς τους με μας προκαλέση μετανοια.


Και τώρα εν κατακλείδι αυτού του κηρύγματος μου, παρακαλώ όλους τους αγαπητούς μου αδελφούς, που με διαβάσουν αυτές τις σειρές να προσεύχωνται για μένα τον ανάξιο και πολύ αμαρτωλό να με βοηθήση ο Θεός να θέσω και εγώ μία καλή αρχή και να μη ξεχάσω αυτά που σάς είπα. Αμήν.


Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ

«Πνευματικοί Λόγοι»

εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη»

Θεσσαλονίκη 1992




<>






Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.


Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


Δεν είναι φοβερό ο παλαιστής να πέσει. Φοβερό είναι να μείνει στην πτώση του.


Ούτε είναι δύσκολο ο πολεμιστής να τραυματισθεί. Το κακό είναι μετά τον τραυματισμό να απογοητευθεί και να παραμελήσει το τραύμα ...;


Πόσοι αθλητές ύστερα από πολλές αποτυχίες αναδείχθηκαν νικητές! ...;


Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.


Όσοι όμως με καρδιά ρίχνονται στη φωτιά της μάχης είναι φυσικό και να χτυπηθούν και να πέσουν.


Αυτό ακριβώς που έγινε τώρα και με σένα. Επιχείρησες να εξοντώσεις το φίδι της αμαρτίας και στην προσπάθειά σου αυτή δέχθηκες το δάγκωμά του.


Έχε όμως θάρρος. Εκείνο που σου χρειάζεται τώρα είναι να επαγρυπνείς και θα δεις ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε ίχνος από το τραύμα σου.


Και όχι μόνον αυτό, αλλά με τη χάρη του Θεού θα συντρίψεις και αυτή την κεφαλή του πονηρού.


Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος



<>



1995: Ο ετοιμοθάνατος κυρ-Αλέκος, φανατικός άθεος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε


Ανδρόγυνο ο κυρ-Αλέκος και η κυρά-Καίτη, παντρεμένοι το 1920 περίπου. Κατοχή-εμφύλιος-φτώχεια κάργα και των γονέων. Η κυρά-Καίτη ευλαβέστατη, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ.


Ο κυρ-Αλέκος φανατικός άθεος, κομμουνιστής αλλά πολύ δίκαιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος. Ήξερε από φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό. Συμπονούσε και βοήθαγε όσους μπόραγε. Φθάσανε και οι δυο, τ’ αντρόγυνο γύρω στα 1995. Ο κυρ-Αλέκος βαριά αρρώστια, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος. Η κυρά-Καίτη λαμπάδα δίπλα του, διακονούσε, έκλαιγε, προσευχότανε.


Παιδιά και εγγόνια είχανε στη ζωή τους, τις μέριμνές τους, σπουργιτάκια περνάγανε αστραπή από τους γέρους και φεύγανε.


Η κυρά-Καίτη παρακάλαγε τον άνδρα της:


«να φέρουμε άνδρα μου τον παπά της ενορίας να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις μη φύγεις σαν άψυχο ζώο για την άλλη ζωή και κολασθείς».


Τίποτε ο μπάρμπας, την σιχτήραγε και την απειλούσε:


«Μη φέρεις παππά στο σπίτι μας γιατί θα σας αμολήσω από το μπαλκόνι, εσένα, τον παπά και τα λιβανιστήρια σας».


Μια νύχτα ανοιξιάτικη ψιθύριζε κατατρομαγμένος ο μπάρμπας την κυρά του:


–  Τρέχα Καίτη, φοβάμαι.


– Τι θέλεις άντρα μου τ’ αποκρίθηκε αλαφιασμένη εκείνη.


-Να Μωρή, της απάντησε αυτός πανικόβλητος. Δεν βλέπεις αυτόν τον αγριεμένο αράπη, τον δίμετρο που με κοιτάει άγρια και γελάει; Ποιος είναι; Πως μπήκε στο σπίτι μας; Τι θέλει;


Η γυναίκα δεν είδε κανέναν άλλο, σταυροκοπήθηκε φωτίστηκε, κατάλαβε:


-«Άντρα μου στο ορκίζομαι όπου θες δεν βλέπω κανένα άλλο. Είμαι σίγουρη ότι είναι ο διάβολος και ήλθε ο κακούργος να σ’ αρπάξει να σε κολάσει».


Αστραπιαία ο κυρ-Αλέκος συνήλθε, κατάλαβε και της είπε:


– Σε πιστεύω -άμανες υπάρχει ο διάβολος- υπάρχει και ο Χριστός και παράδεισος και κόλαση.


Πήγαινε γρήγορα μόλις ξημερώσει και φέρε τον παπά, όποιον βρεις στην ενορία, να με ξομολογήσει και να με κοινωνήσει.


‘’Κατουρήθηκε’’ από φόβο και χαρά η Γριά. Μόλις ξημέρωσε πήγε στην ενορία, βρήκε κάποιον παπά Δημήτρη, το και το παπά μου και έλα γρήγορα. Έτσι και γίνανε όλα. Μόλις ξομολογήθηκε και κοινώνησε ο μπάρμπα Αλέκος γαλήνεψε, έλαμψε το προσωπάκι του και πέθανε συγχωρεμένος με Θεό και ανθρώπους.


Πόσο μας αγαπά ο Χριστός μας, πόσο ζητά ένα ψίχουλο καλή πρόθεση, καλό λογισμό να μας σώσει!


Από το βιβλίο ”Η ζωή διδάσκει τον Χριστό”, Αθήνα 2017



https://www.vimaorthodoxias.gr/theologikos-logos-diafora/i-metanoia-tin-eschati-ora/




<>










Το παιδί με τον κατάλογο των αμαρτιών, που του είχαν γράψει άλλοι...


Λίγα λόγια για την αληθινή εξομολόγηση


Του Μητροπολίτη Άντονυ (Μπλουμ) του Σουρόζ


Όταν ένα παιδί έρχεται για εξομολόγηση μου μεταφέρει, από μνήμης ή σε γραπτό, μία σύντομη ή μακριά λίστα “αμαρτιών”. Όπως ανακαλύπτω στη συνέχεια, έχει συνήθως συνταχθεί χωρίς τη συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και αντανακλά μόνο τα παράπονα και την κριτική των γονέων του. Παρόμοια εμπειρία έχει κανείς με ενήλικες ανθρώπους που εμφανίζονται με λίστες που ανακάλυψαν σε σχετικά βιβλία ή συνέταξαν με τη συνδρομή των πνευματικών τους γερόντων. Έτσι, το επόμενο βήμα είναι να θέσω τον άνθρωπο μπροστά στον προβληματισμό να διερευνήσει τη δική του, προσωπική σχέση με τον Χριστό. Οι περισσότεροι δεν έχουν παρά μία επιφανειακή, εξ ακοής γνωριμία μαζί Του γι’ αυτό και τους ενθαρρύνω να Τον γνωρίσουν καλύτερα μέσα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Από μία τέτοια προσέγγιση αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει αν το πρόσωπο του Χριστού τον ελκύει, εάν επιθυμεί να γίνει όμοιος με τον Χριστό και να κτίσει με Εκείνον μία σχέση φιλίας.


Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν το στοιχείο της φιλίας υπάρχει στη δική μας σχέση με τον Χριστό. Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας εάν προσπαθήσαμε με κάποιο τρόπο να Του δώσουμε χαρά και να συμπαρασταθούμε στο έργο Του. Αν το συμπέρασμα είναι ότι η σχέση αυτή μας αφήνει αδιάφορους, θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τι σημαίνει τελικά να είμαστε Χριστιανοί. Εάν όμως νιώθουμε ειλικρινά τον Χριστό ως φίλο, ας αρχίσουμε να ρωτούμε τον εαυτό μας καθημερινά: Τι έκανα, τι είπα, τι σκέφτηκα και αισθάνθηκα, που μπορεί να Του δώσει χαρά ή θλίψη;


Κι αυτό ακριβώς το βίωμα ας μεταφέρουμε στην Εξομολόγηση: “Ανάμεσα στην τελευταία και τη σημερινή εξομολόγηση υπήρξα ένας άπιστος, ένας αδιάφορος, ένας δειλός σύντροφος ή αντιθέτως, παραστάθηκα ως φίλος...



Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς έναν φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Ας πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που όντας Θεός επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν’ αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας. Η ζωή και ο θάνατός Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις. Ας είμαστε βέβαιοι ότι, εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας με συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος – που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια κανενός. Αυτός λοιπόν είναι ο Χριστός, στον οποίο προσερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξή μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.


Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πριν το μυστήριο ονομάζεται “μάρτυρας”. Καλείται από τον Κύριο να παραβρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για εκείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεσή Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για την συμφιλίωση του ανθρώπου με την Εκκλησία.


Ας αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: ας διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης κι ας βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγησή μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ο θάνατός του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.



Η εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.


Συχνά αμαρτάνουμε σοβαρά ενώπιον του Θεού. Υπάρχουν κάποιες στιγμές της ζωής που μας χωρίζουν από Εκείνον με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμές μεγάλης απιστίας. Θυμηθείτε το περιστατικό με την προδοσία του Πέτρου. Όταν αργότερα μετά την Ανάσταση η Μαρία Μαγδαληνή συναντά τον Άγγελο Κυρίου στον τόπο του μνημείου, αυτός της παραγγέλλει: “Υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω...”, γιατί ο Πέτρος όντας προδότης δεν λογάριαζε πλέον τον εαυτό του ως ένα των μαθητών. Είχε απαρνηθεί τον Χριστό κι αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος τον ονοματίζει ιδιαιτέρως θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η φιλία τους διατηρείται αλώβητη κι ότι παραμένει το ίδιο αγαπητός όσο και τότε που ήταν έμπιστος.


Και τέλος υπάρχουν φορές που προσερχόμαστε στην εξομολόγηση γιατί θέλουμε να ανανεώσουμε την εγγύτητα της σχέσης που έχει τραυματιστεί. Ας έχουμε κατά νου, ότι για να επανασυνδέσουμε τη φιλία μας χρειάζεται ν’ ανοίξουμε με ειλικρίνεια την καρδιά μας και να φανερώσουμε τις αστοχίες και τα λάθη που έχουν πληγώσει αυτή τη σχέση. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε λίστες αμαρτιών, ούτε να ερευνούμε τα βιβλία για ν’ ανακαλύψουμε την αμαρτία μας. Αλλά μόνο να σκύψουμε μέσα μας και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας.


Ας χρησιμοποιήσουμε απλούς τρόπους γι’ αυτού του είδους την αυτογνωσία. Τι ήταν αυτό που προτιμήσαμε στη θέση του Χριστού; Τι είναι αυτό που μας κράτησε σε αδράνεια, ώστε να παραμείνουμε χωρίς καρπό; Ας προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου να επισημάνουμε όχι εκείνα που μας κρίνουν, αλλά τα λόγια που μιλούν στην καρδιά μας, όπως έγινε με τους μαθητές: “ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;” Ας ανακαλύψουμε κι εμείς τον λόγο που μας θερμαίνει την καρδιά, που αγγίζει τα βάθη της ύπαρξης και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Κύριο. Αυτό είναι το κριτήριο. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόση σημασία αν αθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αυτό που μας ζημιώνει είναι, ότι απομακρυνόμαστε από την ευλογημένη κοινωνία της χάριτός Του.


Ας ερευνήσουμε λοιπόν από την αρχή, όχι με τη στείρα λογική της ενοχής, αλλά με απώτερο σκοπό να σταθμίσουμε πώς χάσαμε την εμπιστοσύνη και την αγάπη που προς στιγμήν γευθήκαμε. Ας θυμηθούμε εκείνα τα λόγια που πύρωσαν την καρδιά μας κι έδωσαν καθαρότητα στο λογισμό μας, που κίνησαν τη θέλησή μας στο αγαθό και έφεραν γαλήνη στα μέλη μας και τα μεταμόρφωσαν από σάρκινα σε σώμα ιερό: ιερό γιατί μέσα από το βάπτισμα ενωθήκαμε με τον σαρκωμένο Χριστό, μέσα από το Χρίσμα γίναμε δοχείο του Πνεύματος και με τα άχραντα μυστήρια γινόμαστε Σώμα Χριστού. Αυτή την εμπειρία ας μεταφέρουμε στην εξομολόγηση, μετανοώντας όχι για κάτι αφηρημένο, που βρίσκεται σε κάποια λίστα αμαρτιών, αλλά για κείνες τις επιλογές που διέρρηξαν τη φιλία και κοινωνία μας με τον Σωτήρα Χριστό.


Ζούμε συχνά μέσα στο ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας έναν κόσμο όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να θριαμβεύσει. Αρνούμαστε τον πλησίον μας και κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε από τον Κύριο συγχώρεση αμαρτιών, αλλά δεν έχει νόημα να αναζητούμε μία τυπική άφεση. Πρέπει να διψούμε για αληθινή συμφιλίωση, στο πλαίσιο της οποίας θα αναθέσουμε στον Θεό την αναξιότητα και την απιστία μας – όχι μόνο προς Εκείνον αλλά και προς τον πλησίον, τον φίλο, τον γνωστό και συγγενή μας.


Ας έχουμε εμπιστοσύνη ότι μόνο η δική Του ακλόνητη φιλία μπορεί να μας παρακινήσει σε αλλαγή. “Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;” “Μπορείς ν’ ανταποκριθείς με λίγη εμπιστοσύνη; Δεν ζητώ ολοκληρωτική, άμεση αλλαγή. Αλλά πορεία βήμα προς βήμα. Θα σε στηρίξω, θα σε προστατεύσω, θα οδηγήσω τα βήματά σου – μόνον άλλαξε στάση. Κι όταν λάβεις συγχώρεση στο όνομά μου, μη σκεφτείς ότι το παρελθόν έχει πάψει να υπάρχει. Αλλά τότε μόνο θα έχεις απαλλαχτεί από τις πληγές, όταν γίνεις τόσο ξένος προς αυτές, ώστε να

μη τις λογαριάζεις πια για δικές σου”.


Όταν τα παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ενώπιόν μας, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια στιγμήνα ελευθερωθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο για να βαδίσουμε στο δρόμο της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός μας αρνείται τη συγχώρεση. Η συγχώρεση του Θεού εκδηλώνεται μέσα από τη συμπάσχουσα αγάπη του, την αποδοχή και την διαρκή πρόνοιά Του που δεν επιτρέπει να οδηγηθούμε ανυπεράσπιστοι στον ίδιο πειρασμό. Έτσι, η συγχώρεση του Κυρίου, μπορεί να λύνει την αποξένωση, αλλά χρειάζεται επίπονος αγώνας και μετάνοια για να γίνουμε καινοί με τη χάρη Του. Η άφεση δεν σβήνει το παρελθόν. Το θεραπεύει μέσα από τη συνέργεια τη δική μας με τον Θεό.


Ας εμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινά τον λογισμό μας στον Θεό με ειλικρίνεια. Κι όταν προσερχόμαστε στην Εξομολόγηση, η ευχή της συγχωρήσεως θα έχει αληθινό, πραγματικό νόημα: την επανασυγκρότηση μιας φιλίας, που όσον αφορά τον Θεό παραμένει αναλλοίωτη, αλλά ως προς το δικό μας μέρος χρειάζεται να την επιδιώξουμε. Κι αυτή μας η πρόθεση πρέπει να στηρίζεται από αποφασιστικότητα, κι η αποφασιστικότητα από πράξη και καινότητα ζωής.



<>



No comments:

Post a Comment

Total Pageviews

Welcome...! - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com