Θεία Εξομολόγηση καθημερινά 9.00-1.00 πρωί και 5.30-8.00 απόγευμα - Τηλ. 2295032259 & 6978461846
Πριν έρθετε για Θεία Εξομολόγηση επικοινωνήστε με το μοναστήρι.

Νέα βιβλία

Ορθόδοξες ανθοδέσμες 1

 




Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Δέν ὑπάρχουν σήμερα δάκρυα μετανοίας. Καί νά μᾶς χτυπάνε, δέν κλαῖμε ἐμεῖς, μέ τέτοια κακία πού ἔχουμε. Ἄν χάσουμε τό φίλο μας ἤ τή φιλενάδα μας, μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἄν χάσουμε τό δικαστήριο ἤ δέν πετύχαμε τήν ἔξωσι μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἁμαρτίες δικές μας δύσκολα κλαῖμε. Γιατί πρέπει ἡ Χάρις νά μᾶς ἐπισκιάση γιά νά κλάψουμε. Τά δάκρυα τά δικά μας, δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας πού φτάνουν στόν Οὐρανό καί νά ἀντικαταπέμπουν τή Θεία Χάρι.

Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε, ὅτι ὅσοι ἔχουν δάκρυα στήν προσευχή τους, νά προσέχουνε μή τούς γελάσει ὁ σατανᾶς καί πιστέψουν, ὅτι αὐτοί ἔχουνε δάκρυα καί ἄλλοι δέν ἔχουνε καί πέσουνε ἐκ τῶν δεξιῶν καί χάσουνε τά δάκρυα.

Εἶναι μεγάλο πράγμα νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος δάκρυα, ἀλλά νά προέρχονται ἀπ᾽ ταπεινό φρόνημα καί ἀπό ἀναγνώρισι τῆς ἁμαρτωλότητάς του καί ὅτι εἶναι ἔλεος ὅλο αὐτό πού τοῦ κάνει ὁ Θεός.

Κάποτε κάποιος μεγάλος ἐγκληματίας, ἀποφάσισε νά ἐξομολογηθῆ. Καί τί δέν τοῦ εἶπε τοῦ ἐξομολόγου! Φοβερά ἁμαρτήματα!

Στή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, ὁ Πνευματικός προσεύχονταν μέσα του:

—Θεέ μου, ἔλεγε φώτισέ με! Πώς νά τοῦ συμπεριφερθῶ καί τί κανόνα νά τοῦ βάλω;

Ὅταν ὁ ἐγκληματίας τελείωσε τήν ἐξομολόγησι, τοῦ δίνει ὁ Πνευματικός ἕνα μικρό βαρελάκι καί

τοῦ λέει:

—Πήγαινε νά γεμίσεις αὐτό τό βαρελάκι μέ νερό καί ὅταν τό γεμίσης καί μοῦ τό φέρεις, τότε οἱ ἁμαρτίες σου θά ἔχουν τακτοποιηθῆ!

—Μέ τόσο λίγο κόπο, θά τά τακτοποιήσω ὅλα αὐτά τά ἁμαρτήματα;

Πανεύκολο τοῦ φάνηκε αὐτό τό ἐπιτίμιο τοῦ ἐγκληματία καί ἔτσι τό πῆρε ἀμέσως καί πῆγε σέ ἕνα κοντινό ποταμάκι νά τό γεμίση. Ὅμως παρότι τό γέμιζε μέ νερό, τό βαρελάκι παραδόξως δέν γέμιζε! Τό ἐξέτασε νά δῆ ἄν εἶναι τρύπιο, ἀλλά τό βαρελάκι ἦταν γερό! Ἦταν ἕνα συνηθισμένο βαρελάκι, σάν ὄλα τά ἄλλα. Προσπάθησε στή συνέχεια νά τό γεμίση, ἀπό βρύσες καί ἄλλες πηγές, ἀλλά τίποτε! Καθημερινῶς φρόντιζε, ὅπου ὑπῆρχε νερό νά τό γεμίση, γιά νά πάρη τήν ἄφεσι τῶν ἀμαρτιῶν, ἀλλά μάταια. Ἔτσι παιδευόταν γιά πολλά χρόνια. Μιά μέρα ἦρθε πραγματικά στόν ἑαυτό του. Προβληματιζόταν γιά ποιό λόγο, νά μήν μπορῆ νά γεμίση τό βαρελάκι. Καί λέει σέ μιά στιγμή:

—Θεέ μου, τόσο ἁμαρτωλός εἶμαι, ὥστε οἱ ἁμαρτίες μου δέν ἀφήνουν νά γεμίση αὐτό τό βαρελάκι;

Λέγοντας τά λόγια αὐτά μέ πόνο, τοῦ ἔφυγε ἕνα δάκρυ ἀπ᾽ τά μάτια. Τό δάκρυ αὐτό, ἔπεσε μέσα στό βαρέλι. Καί τότε τό βαρέλι, θαυματουργικῶς γέμισε! Ἁρπάζει τό βαρελάκι καί τό πάει κατευθείαν στό Γέροντα, γιά νά τοῦ δώση τήν ἄφεσι.

Ἡ μετάνοια πού δέν ἔχει δάκρυα, συντριβή καί λύπη, δέν εἶναι ἀξιοποιημένη ὅσο πρέπει. Ὁ Θεός περίμενε ἀπ᾽ τόν ἐγκληματία, τό δάκρυ τῆς μετανοίας του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δώσει στήν μετάνοιά του ἕνα δάκρυ, εἶναι σάν νά ξαναβαπτίζεται. Καθαρίζεται καί βγαίνει μέ καινούριο ἔνδυμα νά ξαναντιμετωπίση τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ»(https:// Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com). 


<>






Στην όμορφη Νέα Σκήτη, δίπλα στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, επισκεφθήκαμε πριν από μερικά χρόνια στην Καλύβη της Υπαπαντής τον γερο-Συμεών. Με ενενηνταπέντε περίπου χρόνια στην πλάτη του, κατάκοιτος, πρόσμενε από ώρα σε ώρα να τον οδηγήση ο θάνατος στον Θεόν. Στο πλευρό του ο υποτακτικός π. Παντελεήμων, στοργικός υιός και φύλαξ άγγελος.

— Τον πρόλαβες, Γέροντα, τον παπα-Σάββα τον Πνευματικό;

— Ω, τον Πνευματικό! Τον οσιώτατο και άγιο εκείνο Πνευματικό παπα-Σάββα! Την ευχή του νάχουμε. Πώς δεν τον πρόλαβα; Σ’ αυτόν εξωμολογούμην. Δεν έλειπα από την Καλύβη του. Και πάρα πολλές φορές τον εβοηθούσα στις Λειτουργίες ως ψάλτης.

— Για πες μας λοιπόν κάτι γι΄ αυτόν. Έχουμε πολλά ακούσει και σκεπτόμαστε να του γράψουμε τον βίο. Λένε πως ήταν σπουδαίος Πνευματικός.

— Είχε μεγάλη χάρι επάνω του. Ήξερε να σκορπίζη θάρρος σ΄όλους. Ιδιαίτερα εμψύχωνε τους νεαρούς μοναχούς. Μόλις τους αντίκρυζε στο εξομολογητήριο του «καλώς τα αγγελούδια!» τους έλεγε χαμογελαστά. «Καλώς, καλώς ήρθαν τα αγγελούδια μου. Εγώ αυτά τα νεαρά καλογέρια αγγέλους τα θεωρώ, που για την αγάπη του γλυκυτάτου μας Χρίστου άφησαν του κόσμου την ματαιότητα και ήρθαν εδώ στας ερήμους». Σ’ όλους επίσης τους αποθαρρυμένους έδινε κουράγιο. «Να μην απογινώσκης (=να μην απελπίζεσαι) έλεγε και ξανάλεγε κάθε τόσο.

— Λένε, Γέροντα, πως είχε μεγάλη τέχνη στην Εξομολόγησι.

— Μεγάλη τέχνη και μεγάλη αγάπη. Δεν ήθελε να του κρύβουν τα αμαρτήματα. Έβλεπε κανένα νεαρό μοναχό η δόκιμο που ντρεπόταν να τα πή όλα, και τι μηχανευόταν; Τεχνάσματα. Τεχνάσματα της αγάπης. «Λέγε, παιδί μου, χωρίς δισταγμό τις αμαρτίες σου. Εγώ είμαι γεροντάκι. Μπορεί να με πάρη και ο ύπνος. Εσύ να συνεχίσης. Ο Χριστός είναι παρών και τα ακούει όλα. Εξομολογήσου τα όλα άφοβα, να καθαρίσης την ψυχή σου, να την κάνης λευκή σαν το χιόνι». Άρχιζε εκείνος να λέη. Ο Πνευματικός φαινόταν πως νυστάζει. Έγερνε το κεφάλι του και ροχάλιζε. Εκείνος εξαγόρευε τότε τις πιο βαρειές αμαρτίες. Ο Πνευματικός έκανε πως ξυπνούσε. Εκείνος συνέχιζε με ελαφρότερες. «Παιδί μου, σταμάτησε λίγο. Προηγουμένως είπες κάποια αμαρτία. Πως την είπες; Δεν άκουσα καλά. Πες την καθαρώτερα να καθαρίσης την ψυχή σου». Εκείνος έπαιρνε θάρρος και την διευκρίνιζε. Ξαλάφρωνε έτσι η ψυχή του, χαιρόταν ο Θεός και πληγωνόταν ο διάβολος.

— Ω, Γέροντα, σ΄ ευχαριστούμε. Μας έδωσες πολύτιμα στοιχεία. Μένουμε κι΄εμείς έκπληκτοι από την τέχνη του μεγάλου αυτού Πνευματικού. Τέχνασμα που σκέφθηκε! Παρόμοιο στο είδος του δεν έχουμε ξανακούσει.

— Σας είπα. Είχε μεγάλη τέχνη και μεγάλη αγάπη.


https://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=19998


<>









Στην Σκήτη της Αγίας Άννης κάπου ψηλά είχε την Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός κι΄αυτός, αλλά χωρίς την πείρα και την διάκρισι του παπα-Σάββα του Πνευματικού. Στο εξομολογητήριό του κατέφθασε κάποια φορά ενας βαρειά, πολύ βαρειά αμαρτωλός. Άλλος με τόσα μεγάλα κρίματα δεν του ξανάτυχε.

Εκείνος, σωστός κάλαμος συντετριμμένος, άρχισε την εξαγόρευσι. Ο Πνευματικός καθώς τον

άκουγε κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχθηκαν τα σωθικά του. «Θεέ μου! Πω, πω,φρικαλεότητες! Τί ακούω! Τί σατανας είναι τούτος»!

Δεν πρόλαβε ο δυστυχής ν’ αποτελειώση και ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή:

— Σταμάτησε, του λέει. Έχω φρίξει. Θα χάσω το μυαλό μου. Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε. Η συγχώρησι σου έλειψε! Φύγε. Δεν μπορώ άλλο να σε ακούω. Φύγε.

Το μόνο που του είχε απομείνει στον κόσμο ήταν το έλεος του Θεού, αφού όμως και η πόρτα αυτή έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε. Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα σκεπτόταν την μόνη λύσι: Να ορμήση δηλαδή να πνιγή. Να θέση τέρμα στις τραγωδίες του.

Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στην κατάστασι αυτή τον είδε κάποιος Αγιαννανίτης, που έτυχε να είναι και γνώριμος.

— Ε! τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;

Εκείνος δεν μιλούσε.

—Ε! τί έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;

Με τα πολλά κατώρθωσε να μάθη τα καθέκαστα. Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς να τον βοηθήση; Σκέφθηκε πως μία μόνο λύσις απέμενε, να τον οδηγήση πάση θυσία στον παπα-Σάββα τον Πνευματικό. Κουράσθηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε.

Σαν τον αντίκρυσε ο παπα-Σάββας κατάλαβε όλο του το δράμα. Ο αδελφός μου σκέφθηκε βρίσκεται στην άβυσσο. Για να τον ανεβάσω χρειάζεται να κατεβώ κι’ εγώ ως εκεί.

— Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;

— Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους υπάρχει σωτηρία. Η ευσπλαγχνία του Θεού είναι πιο πλατειά από τον ουρανό και πιο βαθειά από την άβυσσο.

— Μπά! Για μένα τον αμαρτωλό δεν υπάρχει σωτηρία. Αδύνατον. Δεν υπάρχει για μένα.

— Για σένα; Αστείο. Αφού, να σκεφθής, υπήρξε για μένα σωτηρία.

— Και τί αμαρτίες έκανες εσύ;

— Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες.

— Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί να έχη φταίξει στον Θεόν σαν εμένα τον ταλαίπωρο!

— Και όμως! Νά, κάποτε δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι’ έπεσα στην έξης αμαρτία.

Και ανέφερε εδώ ο παπα-Σάββας κάποια σοβαρή αμαρτία. Ο άλλος τότε σαν να ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.

— Α! Πνευματικέ μου, την αμαρτία αυτή έτσι ακριβώς την έχω κάνει κι’ εγώ.

— Κι’ εσύ; Μην ανησυχής. Ο Θεός θα σε συγχωρήση. Αρκεί που το ωμολόγησες.

Ο παπα-Σάββας προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το τέχνασμα πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των εγκλημάτων του. Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο Πνευματικός ήταν όμοιός του.

— Εγώ, του λέει στο τέλος ο παπα-Σάββας, μετανόησα και έκλαψα πικρά. Έχω δύο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μου έβαλαν κανόνα να γίνω Πνευματικός. Το έκανα κι΄ αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. Έγινα άλλος άνθρωπος.

— Κι’ εγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ΄ όλη μου την ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πης θα το εφαρμόσω.

— Αφού αποφασίζεις ν’ αλλάξης ζωή, σκύψε να σου διαβάσω την συγχωρητική ευχή, να σου εξαλείψη ο Θεός όλες τις άμαρτίες.

Έπειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στην Αγία Άννα τον γνωστό του:

— Μ’ έσωσες, του λέει. Έγινα άλλος άνθρωπος.

— Να δοξάζης τον Θεόν.

— Καλός Πνευματικός. Καλός. Πονετικός. Μόνο που ο καημένος έκανε στην ζωή του χειρότερα από μένα.

Ο άλλος που μπήκε αμέσως στο νόημα:

— Χειρότερα από σένα; Να γελάσω λίγο! Αυτός, Χριστιανέ μου, ζή από μικρός στο Άγιον Όρος και είναι σωστός άγγελος. Γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη και ιερεύς.

Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν κατάλαβε το τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι έπειτα από το πλήγμα που του έφερε ο προηγούμενος Πνευματικός, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθή από το χείλος της αβύσσου. Και από την στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μία απεριόριστη αγάπη για τον υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή των ψυχών.


https://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=19998


<>







Ο Κύριος έστειλε άγγελό Του για να τον ξυπνήσει και να τον ταρακουνήσει



Ἀναφέρει ὁ Δημήτριος Παναγόπουλος (+1982) ὁ ἱεροκήρυκας: 


«Μιλοῦσα στό Ἅγ. Ὄρος πού εἶχα πάει προχθές μέ ἕνα μοναχό, ὁ ὁποῖος κατά οἱκονομία Κυρίου, ἦταν γνωστός μέ την οικογένεια Σαμαρᾶ. Μιᾶς οἰκογένειας που δραστηριοποιοῦνταν μέ τό ἐμπόριο στή Θεσ/νίκη καί εἶχαν μεγάλη οἰκονομική ἐπιφάνεια.

Αὐτός ὁ μοναχός βρέθηκε καί φιλοξενήθηκε ἕνα βράδυ στό σπίτι τους καί μέ ἀφορμή αὐτό τό γεγονός, εἶχε μιά συζήτησι μέ τόν οἰκογενειάρχη Σαμαρά, σχετικά μέ τό θέμα τῆς ἐξομολογήσεως.


—Θά τακτοποιηθῆ καί αὐτό, θά τακτοποιηθῆ καί αὐτό, ἦταν ἡ ἀπάντησι τοῦ κ. Σαμαρᾶ.


—Μά ἄμα φύγουμε ἀπόψε κ. Σαμαρά, τί θά γίνη;, τόν ρώτησε ὁ μοναχός. Νά ἐιδοποιήσω νά ἔρθη ὁ ἐξομολόγος ἀπόψε;


—Ὄχι, ὄχι, ἀλλά θά τό τακτοποιήσω τό θέμα αὐτό, θά τό τακτοποιήσω, ἦταν ἡ κλασική απάντησι τοῦ κ. Σαμαρᾶ


Ξημέρωσε, ἔφυγε ὁ μοναχός γιά τό Ὄρος καί τό ἀπογευματάκι γίνεται ἕνας σεισμός, μέ ἀποτέλεσμα νά σκοτωθῆ ἡ γυναῖκα του. Ἐκείνος καί τό παιδί του, ἀπουσίαζαν ἀπ᾽ τό σπίτι.

Ὅμως μπῆκαν μέσα στό μισογκρεμισμένο σπίτι τους, γιά νά πάρουν τήν τσάντα μέ τά λεφτά πού εἶχαν φυλαγμένα ἐκεῖ, ἀλλά καταπλακώθηκαν ἀπ᾽ τά ἐρείπια καί βρῆκαν καί οἱ δυό τους τραγικό θάνατο.


Ἔτσι ξεκληρίστηκε ἡ οικογένεια Σαμαρά, πού τήν παραμονή τοῦ σεισμοῦ, ὁ Κύριος ἔστειλε ἄγγελό Του, γιά νά τόν ξυπνήση καί νά τον ταρακουνήση.


Ἐκείνος ὅμως ἀπεμπόλησε καί τήν τελευταία εὐκαιρία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀναβάλλοντας μία ἐξομολόγησι πού δέν ἔγινε ποτέ...».


(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com)



<>








Ἀναφέρει ὁ Μητρ. Διοκλείας Κάλλιστος Ware: «Θυμᾶμαι μιά περίπτωσι. Στή ρωσική Μονή τοῦ Λονδίνου, τήν ὁποία ἐπισκεπτόμουν συχνά ὡς λαϊκός, ὑπῆρχε ἕνας σεβαστός ἱερέας, ὁ π. Ἰωάννης... Ἦταν πάντοτε ἐξαιρετικά λακωνικός. Ὁ ἴδιος ἀρκοῦνταν νά προσφέρη μονάχα λίγες λέξεις συμβουλευτικές. Κάποια μέρα, μία γυναῖκα πού ἐρχόταν συχνά γιά ἐξομολόγησι τοῦ διηγήθηκε μέ λεπτομέρειες γιά ἕνα καβγά πού εἶχε μέ τόν ἄνδρα της.

—Μοῦ εἶπε αὐτό καί ἐγώ τοῦ εἶπα ἐκεῖνο, καί τοῦ εἶπα ὅτι ἔκανε λάθος καί αὐτό καί ἐκεῖνο...

Μόλις τελεώσε, ὁ π. Ἰωάννης τήν κοίταξε καί τῆς εἶπε:

—Καί ὅλα αὐτά σέ βοήθησαν;

Στή συνέχεια τῆς ἔδωσε ἄφεσι ἁμαρτιῶν.

Οἱ πέντε αὐτές λέξεις τῆς ἄλλαξαν τή ζωή. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο ἀνώφελο ἦταν νά μαλώνουν ὄλη τήν ὥρα, προσπαθώντας πάντοτε νά μήν ἀφήση τίποτε ἀναπάντητο, θέλοντας πάντα νά ἔχη τόν τελευταῖο λόγο. Καί ξαφνικά σκέφτηκε: 

—Δέν χρειάζεται νά εἶναι ἔτσι.

Σταμάτησε νά συμπεριφέρεται ἔτσι καί ἄλλαξε. Ἦταν ἐκείνη ἡ ἁπλή κουβέντα τοῦ ἱερέα, μέ τή μορφή τῆς ἐρωτήσεως, πού τήν ὁδήγησε στήν ἀλλαγή»(ΕΙ, 64).


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com



<>





«Ἕνας ἱερέας πῆγε στό super market.

Ὅταν ἅπλωσε τά ψώνια στό ταμεῖο, ἄκουσε πίσω του ἕνα λόγο μέ τό ἐξῆς περιεχόμενο:

—Ὤ, κοίτα, ὁ παπᾶς ἔχει κερδίσει τόσα πολλά γιά τόν ἑαυτό του... Διδάσκει τόν κόσμο γιά τή φτώχεια, ἀλλά ἔχει κερδίσει γιά τόν ἑαυτό του. Γιά νά ὑπερφάει! Τί κοιλιά ἔχει...

Ἦταν ἡ φωνή μιᾶς 50χρονης γυναίκας πού δέν ἠρέμησε καί ἀποφάσισε νά περάση στήν ἐπίθεσι:

—Λοιπόν, πῆρες λίγα γιά τόν ἑαυτό σου;, ρώτησε σαρκαστικά ἡ γυναἶκα.

—Λοιπόν, τά πῆρα, ἀπάντησε ὁ ἱερέας.

—Μᾶλλον γιά ἕνα μῆνα;

—Ὄχι, ἀγαπητή γυναῖκα, νομίζω ὅτι μπορῶ νά τό φάω σέ δύο μέρες.

—Ναί, εἶναι ξεκάθαρο ἀπ᾽ τήν κοιλιά σου ὅτι σίγουρα μπορεῖς νά τό διαχειριστῆς!

—Σωστά προσέξατε, ἡ κοιλιά μου εἶναι ἡ καταδίκη μου. Δέν μπορῶ παρά νά σκεφτῶ τό φαγητό.

—Καί βάζω καί τυρί καί ζαμπόν στό καρότσι μου, λίγο πιό γρήγορα!

—Λοιπόν, καλά, ὑπάρχει μιά τέτοια ἁμαρτία.

—Σωστά αὐτά πού λένε γιά σένα... καί κυκλοφορεῖς καί μέ Mercedes!

—Ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα μέ αὐτό... ἔχω ἤδη ἕνα Mercedes, ἀλλά θέλω κάτι πιο σοβαρό. Ὀνειρεύομαι μιά Cadillac, ἀλλά ὅλα πᾶνε πρός τό φαγητό, γιατί πρέπει νά ταΐσω τήν κοιλιά μου...

—Οὔου, οὔα! Ἐντάξει, τουλάχιστον τό παραδέχεσαι! Ὀνειρεύεται τό Koniak! Eἶναι δυνατόν νά μήν μπορῆτε νά ζήσετε χωρίς νά πιῆτε;

—Λοιπόν, τί θά μπορούσαμε νά κάνουμε χωρίς αὐτό; Τώρα θά βγάλω τό ράσο μου καί θά τρέξω στόν πάγκο γιά μπύρα γιά νά μήν μέ δῆ κανείς.

—Ναί... οὔτε ντροπή, οὔτε συνείδησι! Αὐτό ἀκριβῶς λένε γιά σένα!

—Ἀκριβώς, ἀλλά όχι ἀκριβῶς. Ἄν ἤξεραν καλύτερα, θά ἔλεγαν ἀκόμα χειρότερα.

—Χά! Καί γενικά, μετά ἀπό αὐτό, γιατί νά ὀνομάσω τίς ἁμαρτίες μου μπροστά σέ ἀνθρώπους σάν ἐσένα;

—Ὄχι, δέν πρέπει, μήν ἀνησυχεῖς, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ ἱερέας, βάζοντας τά πράγματα σέ σακούλες.

Καί τότε ἡ γυναῖκα σώπασε. Ἄν καί τό πρόσωπό της δέν ἄλλαξε, ἦταν ξεκάθαρο ὅτι εἶχε μιλήσει πλήρως καί εἶχε λάβει κάποια ἱκανοποίησι. Ξαφνικά ἐπικράτησε μιά ἠρεμία. Καί τότε ὁ ἱερέας πῆγε στήν ἐπίθεσι.

—Ἐσύ, σάν μητέρα, νιώθεις καλύτερα;

Ὅμως ἡ γυναίκα δέν ἀπάντησε. Στήν πραγματικότητα ἔνιωθε καλύτερα σέ κάποιο βαθμό, ἀλλά φοβόταν νά τό παραδεχτῆ δυνατά. Ὅπως εἴπε ἀργότερα αὐτή ἡ γυναῖκα, ἐκεῖνη τή στιγμή, πρός ἔκπληξί της, ἀνακάλυψε ἕνα ἄγνωστο μέχρι τώρα πράγμα: ἀποδεικνύεται ὅτι ἀκόμη καί ἀπό ἔναν ἱερέα πού τρώει ὑπερβολικά καί ὁδηγεῖ μιά Mercedes, μπορεῖς νά πάρης παρηγοριά!

Ὅμως, ἡ ἀνακούφισι δέν κράτησε πολύ. Ὅταν αὐτή ἡ ὡραία γυναῖκα ἔφυγε ἀπ᾽ τό κατάστημα, εἶδε μέ ἔκπληξι ὅτι ὁ ἱερέας περπατοῦσε πρός τό VAZ 2104 Mercedes του μέ ἄδεια χέρια.

Στήν ἀρχή δέν κατάλαβε ποιό ἦταν τό κόλπο, γιατί ὁ ἱερέας ἔφευγε ἀπ᾽ τό super market μέ τέσσερεις σακούλες. Ὅμως, κοιτάζοντας πίσω, εἶδε τέσσερεις ἄστεγους νά ἐξετάζουν χαρούμενα τό περιεχόμενο τῶν πακέτων πού εἶχαν στά χέρια τους...

Ἐδῶ, ἡ “παρηγοριά” τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀλήθειας τῆς 50χρονης καταπατήθηκε ἀπό ἕνα ἀκατανόητο καί σχεδόν ξεχασμένο συναίσθημα πού ξέσπασε ἀπό κάπου στό ὑπόγειο τῆς ψυχῆς της.

Ἡ γυναῖκα πάγωσε, κοιτάζοντας τά χαρούμενα πρόσωπα τῶν ἀστέγων. Μέσα της συναντήθηκαν ταυτόχρονα ἀντικρουόμενα συναισθήματα ἐνοχῆς, παρεξηγήσεως, χαρᾶς καί αὐτομαρτυρίας, πού μαζί ἔγιναν ὁ πρόδρομος τῆς μετανοίας τοῦ ἀναζητητῆ τῆς ἀληθείας.

Καί ἐκεῖνη τή στιγμή, ἡ γυναῖκα ἔκανε μιά ἄλλη ἀνακάλυψι γιά τόν ἑαυτό της: Ἡ ἀληθινή παρηγοριά, σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἱκανοποίησι μέ τήν κατάκρισι τῶν ἄλλων, γεννᾶ δάκρυα μετανοίας καί ἀγγίζει τήν καρδιά.

... Πέρασαν ἤδη 7 χρόνια.

Καί τώρα ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας, ὁ π. Βίκτωρ, καί ἡ  Βαλεντίνα Τιμοφέβνα, θυμοῦνται μέ χαμόγελο τήν ἱστορία τῆς γνωριμίας τους στό super market.

Ἄνθρωποι, νά εἶστε ἐλεήμοντες»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/10/blog-post_99.html).


<>






π. Ἐλπίδιος Βαγιανάκης: «Ἕνας νέος πῆγε μέ βαριά καρδιά στόν Πνευματικό του κι ἐξομολογήθηκε:

—Ὁ λογισμός μέ βασανίζει Γέροντα, νά ἐγκαταλείψω τόν ἀγῶνα, ἀφοῦ καί ὕστερα ἀπ᾽ τήν ἐπιστροφή μου στό Χριστό καί τήν μετάνοιά μου, δέν μπορῶ ἀκόμα νά βγάλω ἀπό πάνω μου ὅλες τίς ἀδυναμίες.

—Μοῦ θυμίζεις, μέ αὐτά τά ὁποῖα λές, κάτι πού συνέβη πρίν κάμποσο καιρό σ᾽  ἕνα φίλο ἀγρότη, εἶπε ὁ Πνευματικός. Ἔλα, κάθισε ἐδώ κοντά, παιδί μου, νά σοῦ διηγηθῶ τή μικρή μου ἱστορία.

Ὁ νέος ἄκουγε πάντοτε μ᾽ ἐνδιαφέρον τά χαριτωμένα αὐτοσχέδια ἀνέκδοτα τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντα:

“Ὁ φίλος μου πού λές, εἶχε ἕνα χωράφι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, πού εἶχε μείνει χρόνια ἀκαλλιέργητο καί ἦταν πιά γεμάτο ἀγκάθια καί τριβόλια. Μιά καλή χρονιά, ὅμως, σκέφτηκε νά τό σπείρη. Ἀλλά ἔπρεπε πρῶτα νά καθαριστῆ. Ἔστειλε, λοιπόν, τό μεγάλο του γυιό νά κάνη τή δουλειά αὐτή. Μά, σάν εἶδε τό παλικάρι τά πελώρια ἀγκάθια καί τά ἀγριοβότανα, ἔπεσε σέ ἀπελπισία.

—Δέν γίνεται νά φτιάξη ποτέ τούτο τό χωράφι, ἔλεγε καί ξανάλεγε στόν ἑαυτό του. Πῶς νά ξεριζώσω τόσα ἀγριόχορτα;

Ἔτσι, ἔπεισε γιά τά καλά τόν ἑαυτό του πώς ἦταν ἀδύνατον νά γίνη ἡ δουλειά. Ξάπλωσε κάτω ἀπό ἕνα θάμνο καί κοιμήθηκε. Σάν ξύπνησε ἦταν πιά μεσημέρι. Ἔριξε τό νυσταγμένο βλέμμα του στήν ἀγριάδα καί τρόμαξε. Ἔμεινε καρφωμένος στή θέσι του ὡς τό βράδυ χωρίς νά κάνη τίποτε. Τό ἴδιο καί τήν ἄλλη μέρα, καί τήν τρίτη... Χασμουριόταν, στριφογύριζε μέ τεμπελιά, ἔπεφτε στόν ὕπνο, ξύπναγε καί μόνο δουλειά δέν ἀποφάσιζε νά κάνη.

—Τίποτε δέν ἔκανες τόσες μέρες, τοῦ εἴπε θυμωμένος ὁ πατέρας του, σάν πῆγε καί εἶδε πώς ὁ γυιός του δέν ἔβγαλε οὔτε ἕνα ἀγκάθι.

—Βαραίνει ἡ ψυχή μου πατέρα, ὅταν γυρίζω καί βλέπω πόση δουλειά μέ περιμένει καί δέν μπορῶ νά πάρω ἀπόφασι ν᾽ ἀρχίσω.

—Ἄν κάθε μέρα παιδί μου, καθάριζες τόση γῆ ὅση πιάνεις μέ τό μπόι σου σάν ξαπλώνεις καί κοιμᾶσαι, θά κόντευες τώρα νά τελειώσης.

Ντροπιασμένος γιά τήν τεμπελιά του ὁ γυιός, ἔβαλε ἀμέσως σέ πράξι τή συμβουλή τοῦ πατέρα του. Σέ λίγο εἶδε μέ τά μάτια του, πώς δέν ἦταν ἀκατόρθωτο νά καθαρίση τό χέρσο χωράφι.

Μιμήσου τόν κι ἐσύ παιδί μου κι ὅταν ξανάρθης, θά μοῦ πῆς ἄν στ᾽ ἀλήθεια εἶναι τόσο δύσκολο νά ξεριζώσης μέ ὑπομονή τά πάθη τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ νέος ἔφυγε μέ καινούργια δύναμι ἀπ᾽ τήν ἐξομολόγησι, ἀποφασισμένος νά συνεχίση τόν καλό ἀγώνα!”»(https://orthodoxoiorizontes.gr/Theologika_keimena/P.Elpidios_Bagianakhs/Istories_metanoias.htm).



<>







Δημήτριος Παναγόπουλος ὁ ἱεροκήρυκας: «Ἐφόσον ἄνθρωπε θά συναντηθῆς κάποτε μέ τό Χριστό καί θά σέ κρίνη, τί τά κρύβεις τά ἁμαρτήματά σου; Γιατί δέν πᾶς ἀπό τώρα στό ἐξομολογητήριο καί νά παραδεχτῆς, ὅτι τά ἔκανες; Γιατί δέν πᾶς νά πῆς:

—Ἐγώ φταίω, δικό μου τό τραῦμα, δικιά μου ἡ πληγή! Ἐγώ πῆγα σέ αὐτή, ἐγώ πῆγα σέ αὐτόν! Ἐγώ ἤθελα νά ἀκούσω! Ἐγώ φταίω Κύριε! Οὔτε ὁ διάβολος φταίει, διότι ἐγώ μάζεψα τά φρύγανα, ὁ σατανᾶς ἀπλῶς ἔβαλε φωτιά. Ἐγώ τοῦ ἔδωσα τό δικαίωμα...

Γιατί λοιπόν δέν πᾶς, ἐφόσον εἶσαι βέβαιος, ὅτι θά σέ συγχωρέση ὁ Χριστός; Καί ἄν εἶναι κόκκινα, σοῦ λέει, θά σοῦ τά κάνω λευκά καί ἄν εἶναι μαῦρα, θά σοῦ τά κάνω σάν τό χιόνι. Ἐδῶ, ὅμως, σέ αὐτό τό δικαστήριο ὄχι στό ἄλλο τό Οὐράνιο. Χαρά στόν ἄνθρωπο πού θά κριθῆ μέ τό Χριστό ἐδῶ, στό ἐπίγειο δικαστήριο καί ὄχι στό Οὐράνιο. Διότι λέει ὁ Χριστός:

—Ἔλα νά παραδεχτῆς, ὅτι σάν ἄνθρωπος ἁμάρτησες καί ἐγώ νά σοῦ τά συγχωρήσω. Διότι ἄν δέν θελήσης νά δικαστῆς ἐδώ μαζί μου, πού μόνο συγχωρῶ καί δέν δικάζω καί βγάζω ὅλες τίς ἀποφάσεις μου ἀθωωτικές, θά σέ δικάσω ἐκεῖ, τήν ἡμέρα ἐκεῖνη...

Ποῦ εἶναι ἡ λογική μας; Ποῦ εἶναι ἡ ἐξυπνάδα μας; Ποῦ εἶναι ἡ πρόοδός μας;».


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com



<>








«—Τί ἀνοησίες εἶναι αὐτές, πού πηγαίνετε σέ ἕνα τράγο νά πῆτε τί ἔχετε καμωμένα; Αὐτά εἶναι βλακεῖες.

—Μά, κυρ Λουχία, ἀπαντᾶ ἕνας Ρουμελιώτης στρατιώτης, ἡμεῖς ἰδῶ ἴδαμι θᾶμμα μί τά μάτια μας κι λές νά μή πιστέψουμι. Ἰδῶ τραίνου, πατάει τ᾽ νάρκα κι᾽ τοῦ καν᾽ χίλια-δυό κουμμάτια, κι θά γλύτουνι ὁ γερόπαπας [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος]; Μέ τό συμπάθειο κι᾽ ὅλας, ἀλλά δέν εἶνι καλά πράμματα αὐτά π᾽ λές.

—Τί θαῦμα, μωρέ, ἡλίθιοι, μοῦ τσαμπουνᾶτε. Αὐτό ἦταν ἕνα τυχαῖο γεγονός, τό ὁποῖο ἐξηγεῖται φυσικῶς. Ἁπλουστάτα. Πατήθηκε ἡ νάρκη καί τά ἀέρια μέ τά βλήματα διέφυγαν πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνσι καί τυχαίως δέν τόν ἔθιξε κανένα. Τό πήρατε τώρα καί τό ἐπαναλαμβάνετε “θαῦμα!... θαῦμα!...” καί κάνετε σάν γυναικοῦλες ὑστερικές. Ποῦ βρήκατε τό θαῦμα; Τί ὑστερίες εἶναι αὐτές; Ντροπή σας...

Αὐτά ἔφθασαν καί στά ἀφτιά τοῦ π. Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος πῆγε καί τοῦ εἶπε:

—Παιδί μου, μή τά λές αὐτά. Δέν κάνει. Ἔλα καί σύ νά ἐξομολογηθῆς, νά γίνης ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ, νά σέ φυλάξη ὁ Θεός κάι νά πᾶς στό σπίτι σου.

Ἐκεῖνος δέν καταδέχτηκε νά τοῦ δώση κἄν ἀπάντησι καί προσοχή, παρά μόνο τόν κοίταξε μέ ἕνα περιφρονητικό βλέμμα. Κατόπιν πῆρε ἀγγαρία μερικούς ἄνδρες καί πῆγε πιό πέρα στό δάσος, γιά νά κόψουν ξύλα. (Ἦταν εἴπαμε λοχίας). Ἐκεῖ, ὅμως, πάτησε καί αὐτός νάρκη. Τόν τίναξε στόν ἀέρα καί τόν ἔκανε κομμάτια! Αὐτόν μόνο καί κανένα ἄλλο!

Τόν δυστυχῆ! Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε εὐκαιρία νά μετανοήση, ἀλλά αὐτός, πονηρός καί διεστραμμένος, ἀδιόρθωτος ἔμεινε ὁ δόλιος. Περιττό εἶναι νά σημειωθῆ, ὅτι ἔπειτα ἀπό αὐτό, φόβος καί τρόμος κατέλαβε ὅλους κάι κανένας ἀπ᾽ τούς στρατιῶτες δέν ἔμεινε ἀνεξομολόγητος»(ΑΧ, 42).


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com





<>





«Ἦταν κατάκοιτος καί ἄρρωστος βαρειά [ὁ ὅσιος ΓέρονταςἸάκωβος Βαλοδῆμος]. Περίμεναν οἱ γύρω του νά πεθάνη. Ἦταν Μ. Παρασκευή. Εἶχε σφοδρή ἐπιθυμία νά σηκωθῆ καί νά πάη στήν Ἐκκλησία. Οἱ πάντες τόν ἀπέτρεπαν. Τοῦ ἔλεγαν, ὅτι θά ἦταν παράτολμο καί ἐπικίνδυνο. Αὐτός, ὅμως, συρόμενος πῆγε. Προσευχήθηκε στόν Ἐσταυρωμένο μέ πίστι καί —ὤ τοῦ θαύματος— ἔγινε καλά.

Ἐπέστρεψε μετά τήν Ἀκολουθία ὑγιής. Θαύμαζαν ὅλοι γιά τό θαῦμα. “Δέν πεθαίνω, εἶπε, ἀκόμη. Μέ ἀφήνει ὁ Θεός, γιά νά ξυπνῶ καμμιά ψυχή ἐδῶ ἐπάνω”. Καί πράγματι πολλές ψυχές ξυπνοῦσε μέ τήν ἐξομολόγησι καί τήν νουθεσία»(ΧΒ, 56).


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com


<>






«Κάποια ἡμέρα [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος] ἐπέστρεφε ἀπ᾽ τό χωριό Σουδενά, πού λειτουργοῦσε, στό Μοναστηράκι του, πού ἀπεῖχε δύο ὧρες περίπου. Στόν ἐρημικό ἐκεῖνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερῶς, ὅπως συνήθιζε πάντοτε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός κατώρθωνε νά ἔχη σέ ἐφαρμογή τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”.

Ἐντωμεταξύ ἄνδρες τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ ναρκοθέτησαν ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου. Κατέλαβαν ἀκολούθως τό ὕψωμα καί παρακολουθοῦσαν, μήπως περάση κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν νά ξεπροβάλη ἀνύποπτος ὁ π. Ἰάκωβος στό ναρκοθετημένο σημεῖο τοῦ δρόμου. Μπήχνουν τίς φωνές γιά νά τόν προλάβουν:

—Παππούλη... Παππούλη...

Ἀλλά ὥσπου νά ἀκούση ὁ π. Ἰακωβος  —ἦταν ἄλλωστε προσηλωμένος στήν προσευχή— τήν πάτησε τή νάρκη. Ἐξερράγη μέ δαιμονιώδη κρότο. Ἐβούϊξαν οἱ πλαγιές  καί τά φαράγγια καί σύννεφα κονιορτοῦ σηκώθηκαν. Λές καί ἐξερράγη κάποια ἀπ᾽ τίς φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως.

—Πάει ὁ φουκαράς ὀ Παππούλης, λένε οἱ στρατιώτες καί τρέχουν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. 

Καί τί βλέπουν; Τρίβουν τά μάτια τους. Δέν μποροῦν νά τό πιστέψουν. Βλέπουν τόν π. Ἰάκωβο ἄσπρο ἀπ᾽ τή σκόνη σάν μυλωνά, νά τινάζη τά ράσα του, χωρίς νά ἔχη πάθη τίποτε καθοκληρία. Δέν μποροῦν νά συνέλθουν ἀπ᾽ τήν ἔκπληξί τους. 

—Καί δέν ἔπαθες, Παππούλη τίποτε!, ρωτοῦν μέ θαυμασμό.

—Πῶς νά πάθω, παιδιά μου; Ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθουμε τίποτε, ἀφοῦ ἔλεγα τήν προσευχή μου; Καί σᾶς δέν θά σᾶς ἀφήση ὁ Θεός νά πάθετε τίποτε. Θά σᾶς φυλάξη νά γυρίσετε στά σπίτια σας. Μονάχα νά πηγαίνετε μέ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νά καθήσω, παιδιά μου, νά ἐξομολογηθῆτε, καί μεθαύριο νά σᾶς λειτουργήσω νά κοινωνήσετε;

—Ναί, παππούλη, ἀπάντησαν ὅλοι τους μέ ἕνα στόμα συνεπαρμένοι ἀπ᾽ τό θαῦμα.

Ἡ εὐκαιρία ἦταν μοναδική νά κερδιθοῦν οἱ ψυχές αὐτές καί ὀ ἄξιος λευΐτης, πού ἐνδιαφερόταν μόνο γιά νά σωθοῦν ψυχές, τήν ἐξεμεταλλεύθηκε. Σέ λίγο καθισμένος σέ μιά πέτρα κάτω ἀπό ἕνα δέντρο φορώντας τό ἐπιτραχήλι του, μέσα στό κρύο τοῦ χειμῶνα, τούς ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα. “Οὕτως ἐκαθέζετο” καί ὁ Κύριος παρά τό φρέαρ τῆς Σιχάρ κάι ἐξομολογοῦσε μιά ἁμαρτωλή»(ΧΒ, 40).


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com



<>






«Ἐκεῖνο, ὅμως, πού τόν καθιστοῦσε [τόν π. Ἰάκωβο Βαλοδῆμο] ὠφελιμώτατον στά μέρη ἐκεῖνα, στά ὁποῖα σπάνιζαν οἱ Πνευματικοί, ἦταν ἡ Ἐξομολόγησι. Πολλοί Χριστιανοί, στά Ζαγοροχώρια καί στά Ἰωάννινα, ὅταν κατέβαινε, ἐξομολογοῦνταν σ᾽ αὐτόν. “Παιδιά μου”, ἔλεγε στούς μαθητές τοῦ Ἀνωτέρου Κατηχητικοῦ Σχολείου, “νά ἐξομολογῆσθε παστρικά. Γιατί τά φίδια, πού βγαίνουν ἔξω ἀπ᾽ τίς τρύπες τους, τά σκοτώνουν, καί τά φίδια πού κάθονται μέσα, χοντραίνουν. Ἔτσι καί τά ἁμαρτήματα. Ὅταν τά ἐξομολογηθοῦμε, βγάινουν ἀπό μέσα μας καί ἐξαλείφονται. Ὅταν, ὅμως, δέν τά ἐξομολογηθοῦμε, μένουν μέσα μας καί μεγαλώνουν”»(ΙΒ, 14).


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com


<>








«Εἶχε μαγαζί μέ γυναικεῖα εἴδη ἡ Στέλλα. Ταξίδευε στό ἐξωτερικό καί ἀγόραζε στό τέλος τῆς σεζόν συλλογές γνωστῶν οἴκων μόδας καί τίς ἔδινε σέ καλές τιμές στό πολυτελές κατάστημά της στή Γλύφαδα. Οἱ γονεῖς της εἶχαν χωρίσει ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρή. Ἡ μάνα της πέθανε ἀπό καρκίνο, ὅταν ἡ Στέλλα ἦταν φοιτήτρια. Ὁ πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, ἔκανε νέα οἰκογένεια καί αὐτή τήν ξέχασε ὁριστικά. Αὐτή, ὅμως, μόνη της κατάφερε νά ἔχει μιά πετυχημένη δουλειά μέ τό μαγαζί της· νά ἔχει ἄφθονα χρήματα, νά ταξιδεύη καί νά κάνη γενικά μιά ὄμορφη καί ἄνετη ζωή ὅπως ἤθελε νά πείση τόν ἑαυτό της.

Ὥσπου ἕνα ὀγκίδιο στό στῆθος ἀρχές τοῦ 2011 καί μιά ἐπίσκεψι στό γιατρό ἀνέτρεψαν τά πάντα στή ζωή της. Διάγνωσι καρκίνου, μαστεκτομή, ἀφαίρεσι λεμφαδένων, χημειοθεραπεῖες, μεταστάσεις, ἀκτινοβολίες, ἐπιθετικός καρκίνος καί ὅλη ἡ ζωή φαινόταν νά φεύγη ἀπ᾽ τά χέρια της· καί ἦταν μόλις 48 χρονῶν. Ἡ οἰκονομική ὕφεσι παράλληλα εἶχε ἐπηρεάσει δυσμενέστατα τήν ἐπιχείρησί της. Ταξίδια πιά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ὅλες οἱ φίλες καί φίλοι, οἱ σύντροφοι καί οἱ γνωστοί της, πού στίς “καλές” μέρες γλένταγαν μαζί της, ἐξαφανίστηκαν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο. Ποιός ἄλλωστε θά καθόταν μαζί μέ μιά καρκινοπαθή τελικοῦ σταδίου στήν ἀνάγκη της;

Στήν ἀπόλυτη αὐτή μοναξιά καί ἐγκατάλειψί της ἀπ᾽ τούς πάντες, βρέθηκαν κοντά της κάποιες Χριστιανές γυναῖκες ἐθελόντριες, πού φρόντισαν καί τῆς ἔβγαλαν βιβλιάριο ἀπορίας καί ξανάρχισε τῆς χημειοθεραπεῖες. Ἀλλά καί τήν παρηγόρησαν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη τους καί τῆς ἔβαλαν στά χέρια ἕνα βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, πού τούς διάβαζε πιά συνεχῶς καί ἀχόρταγα. Ἐξομολογήθηκε στό Νοσοκομεῖο γιά πρώτη φορά στή ζωή της καί μετέλαβε μέ λαχτάρα, βαθιά συναίσθησι καί κατάνυξι...

Ἕνα πρωϊνό, ὅταν ἡ ἀδελφή Χριστιανή, πού τῆς εἶχε μιλήσει γιά τήν Παναγία καί τῆς εἶχε δώσει τό βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς, πῆγε νά τῆς ἀλλάξη τόν ὀρό, ἡ Στέλλα τῆς κράτησε τό χέρι καί τῆς εἶπε: “Φεύγω... φεύγω...! Ἡ Παναγία μας μοῦ τό εἶπε... Ἦλθε, μοῦ χαΐδεψε τό κεφάλι καί μοῦ εἶπε: Ὑπομονή παιδί μου, λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί σέ τρεῖς ἡμέρες θά ξεκουραστῆς...”.

Τό ἀπόγευμα ζήτησε ξανά τόν ἱερέα καί Πνευματικό τοῦ Νοσοκομείου καί μίλησαν κάμποση ὥρα. Τήν ἑπόμενη μέρα ἦλθε καί τήν κοινώνησε. Μετά τήν τρίτη ἡμέρα, τό πρωϊνό ἐκεῖνο τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἴδια ἀδελφή τή βρῆκε νεκρή μέ τό πρόσωπό της γεμᾶτο ἠρεμία καί γλυκύτητα. Κρατοῦσε στό στῆθος της τούς Χαιρετισμούς καί τίς μικρές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου.

Τό τελευταῖο καί συγκλονιστικό εἶναι ὅτι ἐνῶ οἱ Χριστιανές ἐθελόντριες, πού τή φρόντιζαν, ἔκαναν τρεῖς μέρες μετά τό θάνατό της τά “τριήμερά” της μνημόσυνα, τό σῶμα της ἦταν ἀκόμα στό νεκροθάλαμο τοῦ Νοσοκομείου, ἀφοῦ οὔτε ὁ πατέρας της, οὔτε κανένας ἄλλος ἀπ᾽ τούς συγγενεῖς ἐμφανιζόταν γιά νά ἀναλάβη τά τῆς κηδείας της! Ἡ Στέλλα, ὅμως, ἐμφανίστηκε στό ὄνειρο μιᾶς ἄλλης νοσηλεύτριας καί τῆς εἶπε: “... Εἶμαι πολύ καλά, ἐδῶ. Ἄς εἶναι καλά οἱ δικοί μου, πού δέν μέ ἔχουν ξεχάσει...”. Καί ἐννοοῦσε, βέβαια, τίς Χριστιανές, πού τῆς συμπαραστάθηκαν, τήν ὁδήγησαν στή Μετάνοια μέ τήν προσευχή καί καταφυγή στήν Παναγία καί μετά τό θάνατό της, τήν μνημόνευαν στή Λειτουργία (Ἀπό τό βιβλίο Θαύματα τῶν Χαιρετισμῶν... Σήμερα, ἐπιλογές-διασκευή)»(ΛΝ, 4).


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com



<>









«Ἕνας νέος δέθηκε καρδιακά ἀπ᾽ τόν ἔρωτα καί τά δεσμά μίας πόρνης. Ἀφοῦ ἐλέγχθηκε πολύ γι᾽ αὐτό ἀπό πολλούς, ἀποφάσισε νά σπάση τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μέ μία γενική καί καθολική ἐξομολόγησι ὅλων του τῶν ἁμαρτιῶν. Συγκετρώνοντας, λοιπόν, τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του τίς ἔγραψε σ᾽ ἕνα χαρτί. Στήν ἐξέτασι, ὅμως, τῶν ἁμαρτιῶν του, δέν εἶχε καί τόν ἀπαραίτητο πόνο καί τή συντριβή στήν καρδιά του, ὅπως πρέπει νά κάνουν ἐκείνοι πού ἑτοιμαζονται νά ἐξομολογηθοῦν, ἀλλά τόσο πολύ λίγο πόνο εἶχε, πού πηγαίνοντας γιά νά ἐξομολογηθῆ, στό δρόμο πέρασε πάλι ἀπ᾽ τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τῆς πόρνης ἐκείνης, καί ἀποφάσισε πάλι νά πέση στήν ἁμαρτία καί νά προσθέση καί μία νέα, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἐξομολογηθῆ ὅλες τίς ἁμαρτίες του. Ἀλλά τί ἀκολούθησε; Ὅπως βρισκόταν πάνω σ᾽ ἐκεῖνο τόν πονηρό λογισμό, ἔφθασε καί ἄλλος νέος συνεραστής, ὁ ὁποῖος βλέποντάς τον ἐκεῖ, θύμωσε καί κτυπώντας τον μόνο μέ μιά πληγή τόν σκότωσε. Παίρνοντας κατόπιν οἱ ἄνθρωποι τό λείψανό του γιά νά τό ἐνταφιάσουν, βρῆκαν ἐπάνω του τό χαρτί στό ὁποῖο εἶχε γραμμένες τίς ἁμαρτίες του γιά νά τίς ἐξομολογηθῆ.

Τί ἐλεεινός θάνατος! Τί ἐλπίδες ψεύτικες! Λογισμός πλανεμένος τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ νέου!»(ΒΙ, 165).


https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com


<>






Πρώτος βαθμός μαγείας, της πιο μικρής που μπορεί να υποστεί ένας Ορθόδοξος, είναι η βασκανία, το μάτιασμα.

Το μάτιασμα, είναι το μαύρο φως του διαβόλου, που ”σκοτώνει” τον άνθρωπο. 

Το φως αυτό είναι σαν ακτίνες Χ και περνάει από τα μάτια αυτού που βασκαίνει, στα μάτια αυτού που βασκαίνεται. 

Κάποιος που είναι τυφλός δεν μπορεί να ματιαστεί, γιατί δεν έχει μάτια.

Αυτοί που ματιάζουν, έχουν άπειρο μίσος, είναι πολύ κακοί – φθονεροί άνθρωποι. 

Στον εγκέφαλό τους υπάρχουν δαιμόνια και μέσω των ματιών τους, εκπέμπουν σατανική ενέργεια, στα μάτια αυτών που βασκαίνουν.

Για να φτάσει κάποιος στο σημείο να ματιάζει, πρέπει να έχει κάνει πλήθος μεγάλων αμαρτημάτων. 

Αυτός που ματιάζεται, έχει τουλάχιστον μία ανεξομολόγητη αμαρτία, που τον κάνει ευάλωτο στο μάτιασμα. 

Όποιος όμως κάνει καθαρή εξομολόγηση, κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να τον ματιάσει.

Για να ξεματιαστεί κάποιος, πρέπει να του διαβάσει ο παπάς ειδικές ευχές.

Αυτοί που πάνε σε λαϊκούς για να ξεματιαστούν, επειδή πάνε με πίστη, ξεματιάζονται και όχι επειδή ο λαϊκός έχει την ικανότητα να ξεματιάζει. 

Έτσι αντικαθίσταται η ιερωσύνη και οι ευχές της Εκκλησίας από τους λαϊκούς που ξεματιάζουν και μέσα σε όλα αυτά λειτουργεί ο διάβολος! 

Διότι ο διάβολος από την μία θεραπεύει το σώμα και ξεματιάζονται οι άνθρωποι, από την άλλη όμως τους σκλαβώνει την ψυχή!

Αυτοί που ξεματιάζουν, αν δεν μετανοήσουν και δεν εξομολογηθούν, κινδυνεύουν να κολαστούν.

Όποιος κάνει καθαρή εξομολόγηση κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να τον ματιάσει..


Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, Άγιον Όρος



<>




<<<






Ο Άγιος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης της Αθήνας (+1957) εξομολογεί έναν νέο παρόλη την κούραση της Μ. Παρασκευής


Μιά φορά, Μ. Παρασκευή, μετά τήν Ἀκολουθία στις 12 τά μεσάνυχτα, κατάκοπος ὅπως ἦταν, τόν πλησίασε κἄποιος νέος καί τοῦ ζήτησε νά ἐξομολογηθῆ. Ὁ Ἅγ. Ἱερώνυμος ὁ Σιμωνοπετρίτης (+1957) τοῦ πρότεινε νά πάη κάποια ἄλλη ὥρα. Ὁ νέος ἔφυγε στεναχωρημένος. Δέν πρόλαβε νά ἀπομακρυνθῆ πολύ καί φωνάζει ὁ Ἅγ. Ἱερώνυμος κάποιον δικό του —ὁ ὁποῖος καί τό διηγεῖται— καί τοῦ λέει: “Τρέξε καί φθάσε αὐτόν τό νέο νά γυρίση πίσω, διότι, ἄν πάθη τίποτε, θά εἶμαι ὑπεύθυνος. Καί τόν ἑξομολόγησε”.


(Μαθητεύοντας στόν Γέροντα τῆς Ἀναλήψεως Ἱερώνυμο Σιμωνοπετρίτη, ἐκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἅγ. Ὄρος 2018)



<>







Τα άφθαρτα χέρια του Πνευματικού Πατέρα Αγίου Βιταλίου Σιντόρενκο της Γεωργίας (+1992)



«Τά χέρια τοῦ Πνευματικοῦ π. Βικεντίου Σιντόρενκο (+1992) από τήν Τιφλίδα τῆς Γεωργίας, τά ὁποῖα εἶχαν λύσει τίς ἁμαρτίες τόσων ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων ἀπό τό δεσμό τους μέ τό σατανᾶ καί μέ τά ὁποῖα εἶχε διαμοιράσει στό λαό τοῦ Θεοῦ τόσες ἐλεημοσύνες, παρέμειναν ἀκέραια καί εὐωδιάζοντα, σάν ἕνας ἀρραβώνας τῆς ἀναστάσεως καί τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἀφθάρτου καί αἰωνίου ζωῆς».


Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Εξομολόγηση – Μετάνοια: Το Αντικλείδι του Παραδείσου, εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αθήνα 2012


<>


No comments:

Post a Comment

Total Pageviews

Welcome...! - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com